Ι΄ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ μέ θέμα: «Ἁγία Ἀναφορά Γ’»
Πραγματοποιήθηκε τό ἀπόγευμα τῆς Πέμπτης, 7 Φεβρουαρίου ἐ.ἔ., στό Πνευματικό Κέντρο τῆς ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Σώστη (λεωφ. Συγγροῦ) ἡ δέκατη Ἱερατική Σύναξη γιά τούς Κληρικούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης.
Στή Σύναξη ὁμιλητές ἦταν ὁ Αἰδεσ. Πρεσβ. π. Ἐμμανουήλ Σιάφης, Ἐφημέριος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Φωτεινῆς Νέας Σμύρνης, ὁ ὁποῖος ἀνέπτυξε τό θέμα «Ἁγία Ἀναφορά: “Ἐξαιρέτως” - Δίπτυχα - “Καί ἔσται τά ἐλέη”», καί ὁ Αἰδεσ. Πρεσβ. π. Γεώργιος Τσάμης, Ἐφημέριος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Ἁλίμου, ὁ ὁποῖος ἀνέπτυξε τό θέμα «Δεήσεις – Κυριακή προσευχή».
Ἀρχικά ὁ Σεβασμιώτατος κ. Συμεών ἔδωσε τόν λόγο στόν πρῶτο ὁμιλητή, π. Ἐμμανουήλ, γιά νά ἀναπτύξει τό ἀνωτέρω θέμα του. Στήν εἰσήγησή του ἀναλύθηκε τό τρίτο τμῆμα τῆς εὐχῆς τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς «Ἐξαιρέτως» - Δίπτυχα – «Καί ἔσται τά ἐλέη…». Γιά διευκόλυνση ὅλων τό τμῆμα αὐτό χωρίστηκε σέ τέσσερις ἑνότητες σύμφωνα μέ τό ἐννοιολογικό περιεχόμενο τῆς εὐχῆς.
Στό πρῶτο τμῆμα ἀναλύθηκε τό μνημόσυνο τῶν Ἁγίων καί πῶς ἡ θεία Λειτουργία ἐξυπηρετεῖ ὄχι μόνο τίς ψυχικές ἀνάγκες τῶν ζωντανῶν πιστῶν χριστιανῶν, ἀλλά καί τῶν Ἁγίων καί δικαίων ὅλων τῶν αἰώνων, πού τελειοποιήθηκαν μέ τήν πίστη στόν Σωτήρα Χριστό. Μεταξύ τῶν Ἁγίων ὅμως ἐξαιρετική θέση κατέχει ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, διότι ἐκείνη ἄνοιξε τόν δρόμο πρός τόν οὐρανό καί ἔγινε γέφυρα ἡ ὁποία μεταφέρει τούς ἀνθρώπους ἀπό τή γῆ πρός τόν οὐρανό. Αὐτό φανερώνει καί ὁ Θεομητορικός Ὕμνος «Ἄξιόν ἐστι» πού ψάλλεται κατά τήν ἱερή αὐτή ὥρα.
Στή συνέχεια ἔγινε ἀναφορά σέ λειτουργικές παρατηρήσεις γιά τή θυμίαση κατά τήν ὥρα τῆς ψαλμώδησής τοῦ «Ἄξιόν ἐστι» καί γιά τόν ἴδιο τόν Ὕμνο καθώς καί ἐκτενής ἀνάλυση, ἱστορική καί θεολογική γιά τήν εὐλογία ἤ ὕψωση τοῦ ἀντιδώρου κατά τήν ὥρα τῆς ἀναγνώσεως τῆς εὐχῆς. Τέλος προστέθηκε καί ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο μνημονεύονται ξεχωριστά ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί ὁ Ἅγιος τῆς ἡμέρας.
Στό δεύτερο τμῆμα, στό μνημόσυνο τῶν κεκοιμημένων, ἀναλύθηκε ἡ φράση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, ὅτι προσφέρουμε τή θυσία τῆς Θείας Εὐχαριστίας γιά ὅλους τούς προκεκοιμημένους, πιστεύοντας ὅτι πάρα πολύ μεγάλη ὠφέλεια κερδίζουν οἱ ψυχές ὑπέρ τῶν ὁποίων «ἡ δέησις ἀναφέρεται τῆς ἁγίας καί φρικωδεστάτης προκειμένης θυσίας». Κατόπιν ἔγινε ἱστορική καί θεολογική ἀναφορά γιά τή σπουδαία θέση πού κατεῖχαν τά Δίπτυχα στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, τήν μνημόνευση δηλαδή τῶν ὀνομάτων τῶν πιστῶν, ζώντων καί κεκοιμημένων, μαζί μέ τίς ἄλλες γενικές ἱκετευτικές δεήσεις πού ἀναφέρει τότε ἡ Ἐκκλησία.
Στό τρίτο τμῆμα, τό μνημόσυνο τῶν ζώντων, ὁ εἰσηγητής ἀναφέρθηκε στή σπουδαιότητα τῶν μνημονεύσεων καί τόνισε ὅτι ἀνέκαθεν, στίς δεήσεις πού ἀνέπεμπε στό σημεῖο αὐτό τῆς Λειτουργίας ἡ Ἐκκλησία διά μέσου τοῦ λειτουργοῦ, δινόταν ὅσο τό δυνατόν μεγαλύτερη ἔκταση καί γενικότητα, ὥστε οἱ δεήσεις νά ἀναφέρονται στήν ἱκανοποίηση ὅσο τό δυνατόν περισσότερων ἀναγκῶν.
Στήν ἐκφώνηση «Ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν…» τονίστηκε ὅτι αὐτή ἡ δέηση δέν εἶναι ἁπλῶς τιμητική, εἶναι καθῆκον ὅλων τῶν πιστῶν γιά τόν πνευματικό πατέρα τους. Εἶναι καί ὑποχρέωση τοῦ ἴδιου τοῦ Ἐπισκόπου νά ζητᾶ μέ ἐπιμονή ταπεινά τίς εὐχές καί δεήσεις τοῦ ποιμνίου του. Μετά τή μνημόνευση τοῦ Ἐπισκόπου ἀκολουθεῖ ἡ προτροπή τοῦ Διακόνου «Καί ὧν ἕκαστος κατά διάνοιαν ἔχει…», ἔτσι ὥστε καί κάθε ἕνας ἀπό τούς ἐκκλησιαζόμενους νά μνημονεύσει τῶν οἰκείων του ζώντων καί κεκοιμημένων. Ἐδῶ μέ ἀφορμή τήν προτροπή ἔγινε ἀναφορά στήν ἐνεργότερη συμμετοχή πού θά πρέπει νά ἔχουν οἱ πιστοί κατά τήν ὥρα τῶν μνημονεύσεων.
Τέλος στό τέταρτο καί τελευταῖο τμῆμα πού ἀποτελεῖ καί τόν ἐπίλογο τῆς μεγάλης εὐχῆς τῆς ἀναφορᾶς «Καί δός ἡμῖν…», ἀναλύθηκε τό καθῆκον καί ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο μᾶς δόθηκαν αὐτές οἱ μεγάλες καί ἀτίμητες δωρεές πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τό νά ἀναγεννηθοῦμε ἐν Χριστῷ καί νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό, ὥστε νά ἀποτελέσουμε μαζί μέ αὐτόν ἕνα σῶμα. Γιά αὐτό μᾶς παραδόθηκε ἀπό τόν Κύριο τό μεγάλο αὐτό μυστήριο: γιά νά γίνουμε «εἷς ἄρτος, ἕν σῶμα οἱ πολλοί» (βλ. Α’ Κορ. 10,17).
Κλείνοντας τήν εἰσήγησή του ὁ εἰσηγητής ἀναφέρθηκε στήν ἐκφώνηση καί «Καί ἔσται τά ἐλέη…». Ἐκεῖ ὁ λειτουργός ὡς ἐπισφράγιση τῆς μεγάλης εὐχῆς ἀπευθύνει εὐχετήριο ἀσπασμό, χαιρετισμό, πρός τούς πιστούς εὐλογώντας τους καί τούς εὔχεται νά εἶναι «τά ἐλέη τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» μέ τόν καθένα τους. Μετά τή Σταυρική θυσία ὁ θρόνος Του στόν οὐρανό εἶναι ποταμός ἐλέους καί χάριτος ἀνεξάντλητης καί ἀστείρευτης. Ἀπό τόν θρόνο Του τροφοδοτοῦνται ἔλεος καί χάρι καί τά θυσιαστήριά μας πού βρίσκονται στή γῆ.
* * *
Ἐν συνεχείᾳ ἔλαβε τόν λόγο ὁ δεύτερος ὁμιλητής, π. Γεώργιος, ὁ ὁποῖος ἀνέπτυξε ἐμπεριστατωμένως τό θέμα «Δεήσεις – Κυριακή προσευχή». Ἡ εἰσήγηση ξεκίνησε μέ τό θέμα τῶν δεήσεων, πού ἐκφωνοῦνται μετά τήν ἐκφώνηση «καί ἔσται τά ἐλέη...». Ἀναλύθηκε ἡ ὑποσημείωση τοῦ Ἱερατικοῦ, σχετικά μέ τήν παράληψη τῶν δεήσεων καί ἀκολούθησε ὁ θεολογικός ἀντίλογος πού ὑπάρχει σχετικά μέ τήν ὀρθότητα τῆς παραλήψεως. Ἐπίσης ἔγινε ἀναφορά στόν σωστό συγχρονισμό, πού πρέπει νά ὑπάρχει μεταξύ ἐκφωνήσεως λειτουργοῦ καί ἀποκρίσεως Ἱεροψαλτῶν γιά νά μήν ὑπάρχει ἀναστάτωση.
Στή συνέχεια ἀναλύθηκαν οἱ τέσσερεις δεήσεις πού ἐκφωνοῦνται ἑρμηνευτικά καί ἡ εὐχή πού ἀκολουθεῖ αὐτῶν «σοί παρακατατιθέμεθα...». Ἔγινε ἐπίσης ἀναφορά στήν ἐκφώνηση πού ἐπισφραγίζει τήν εὐχή αὐτή «καί καταξίωσον Δέσποτα».
Ἡ εἰσήγηση συνεχίστηκε μέ τό τελευταῖο μέρος πού ἀποτελεῖτο ἀπό τήν Κυριακή Προσευχή. Λόγω ἐλλείψεως χρόνου δέν ἔγιναν ἑρμηνευτικά σχόλια, ἀλλά εἰπώθηκαν λίγα γενικοῦ περιεχομένου σχόλια. Ὅπως, τό πότε συνδέθηκε ἡ Κυριακή Προσευχή μέ τή θεία Λειτουργία, τόν τρόπο ἀπαγγελίας καί τή διαφορά πού ὑπῆρξε σέ Ἀνατολή καί Δύση, καθώς καί ἀναφορά στίς ἐγκυκλίους τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κυροῦ Χριστοδούλου καί τοῦ Σεβασμιωτάτου ποιμενάρχου μας, οἱ ὁποῖοι τονίζουν τήν ἀπό κοινοῦ ἀπαγγελία τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς.
Τελειώνοντας ὁ εἰσηγητής ἀναφέρθηκε στήν ὑποσημείωση τοῦ Ἱερατικοῦ, σχετικά μέ τήν ἀλλαγή τοῦ ὀραρίου τοῦ διακόνου στό σημεῖο αὐτό καί γιά τόν ἐπίλογο τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς μέ τήν ἐκφώνηση «ὅτι σοῦ ἐστίν ἡ Βασιλεία...».
* * *
Στό τέλος τῆς Ἱερατικῆς Σύναξης ὁ Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας κ. Συμεών εὐχαρίστησε τούς ὁμιλητές, π. Ἐμμανουήλ Σιάφη καί π. Γεώργιο Τσάμη, γιά τόν κόπο, τήν πληρότητα καί τή σαφήνεια τῆς ὁμιλίας τους, καί ἀκολούθησε συζήτηση. Τέθηκαν ἐρωτήματα καί δόθηκαν ἀπαντήσεις ἀπό τούς Εἰσηγητές καί τόν Σεβασμιώτατο κ. Συμεών.