26 Νοε2012
Δ΄ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ
Δ΄ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ
μέ θέμα: «Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς»
τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου
μέ θέμα: «Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς»
τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου
Πραγματοποιήθηκε τήν Πέμπτη 22 Νοεμβρίου στό Πνευματικό Κέντρο τῆς Ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Σώστη (λεωφ. Συγγροῦ) ἡ τέταρτη Ἱερατική Σύναξη γιά τούς Κληρικούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης. Στή Σύναξη αὐτή ὁμιλητής ἦταν ὁ ὁ Σεβ. Ποιμενάρχης μας, Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης κ. Συμεών. Θέμα τῆς εἰσηγήσεώς του ἦταν ἡ παρουσίαση καί ἡ ἐμβάθυνση στό Α΄ μέρος τοῦ ἔργου «Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς» τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου (§§ 1-56).
Στή Ναζιανζό, διδάχθηκε τή στοιχειώδη ἐκπαίδευση, ἐνῶ τή μέση στήν Καισάρεια, ὅπου γνωρίζεται μέ τόν συμμαθητή του Μέγα Βασίλειο. Ἔπειτα, πηγαίνει κοντά σέ περίφημους διδασκάλους τῆς ρητορικῆς στήν Παλαιστίνη καί στήν Ἀλεξάνδρεια καί, τέλος, στά Πανεπιστήμια τῆς Ἀθήνας. Οἱ σπουδές του διήρκεσαν δεκατρία ὁλόκληρα χρόνια (ἀπό 17 ἕως 30 ἐτῶν).
Μετά τίς σπουδές στήν Ἀθήνα ὁ Γρηγόριος ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του μονολότι τοῦ πρόσφεραν ἕδρα Καθηγητῆ Πανεπιστημίου. Ἐκεῖ, ὁ πατέρας του, ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ, τόν χειροτονεῖ πρεσβύτερο. Ἀλλά ὁ Γρηγόριος προτιμᾶ τήν ἡσυχία τοῦ ἀναχωρητηρίου στόν Πόντο, κοντά στό φίλο του Βασίλειο, γιά περισσότερη ἄσκηση στήν πνευματική ζωή.
Μετά, ὅμως, ἀπό θερμές παρακλήσεις τῶν δικῶν του, ἐπιστρέφει στήν πατρίδα του καί μπαίνει στήν ἐνεργό δράση τῆς Ἐκκλησίας. Στά 43 του χρόνια ἡ θεία χάρις τόν ἀνύψωσε στό ἐπισκοπικό ἀξίωμα. Ἕδρα του ὁρίστηκε ἡ περιοχή τῶν Σασίμων, τήν ὁποία ποτέ δέν ποίμανε λόγῳ τῶν Ἀρειανῶν κατοίκων της.
Ὅμως, ὁ θάνατος ἔρχεται νά πληγώσει τήν ψυχή του, μέ ἀλλεπάλληλους θανάτους συγγενικῶν προσώπων. Πρῶτα τοῦ ἀδελφοῦ του Καισαρείου, ἔπειτα τῆς ἀδελφῆς του Γοργονίας, μετά τοῦ πατέρα του καί, τέλος, τῆς μητέρας του Νόννας. Μετά ἀπ’ αὐτές τίς θλίψεις, ἡ θεία πρόνοια τόν φέρνει στήν Κωνσταντινούπολη (378 μ.Χ.), ὅπου ὑπερασπίζεται μέ καταπληκτικό τρόπο τήν Ὀρθοδοξία καί χτυπᾶ καίρια τούς Ἀρειανούς, πού εἶχαν πλημμυρίσει τήν Κωνσταντινούπολη.
Ἡ κατάσταση ἦταν πολύ δύσκολη. Ὅλοι οἱ ναοί τῆς Βασιλεύουσας ἦταν στά χέρια τῶν αἱρετικῶν. Ὅμως ὁ Ἅγιος δέν ἀπελπίζεται. Μετατρέπει ἕνα δωμάτιο στό σπίτι πού τόν φιλοξενοῦσαν σέ ναό καί τοῦ δίνει συμβολικό ὄνομα. Ὀνομάζει τό ναό Ἁγία Ἀναστασία, δεῖγμα ὅτι πίστευε στήν ἀνάσταση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης.
Οἱ ἀγῶνες εἶναι ἐπικίνδυνοι. Οἱ αἱρετικοί ἀνεβασμένοι πάνω στίς σκεπές τῶν σπιτιῶν τοῦ πετοῦν πέτρες καί ἔτσι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δοκιμάζεται πολύ. Στό ναό τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας ἐκφωνεῖ τούς περίφημους πέντε θεολογικούς λόγους, πού τοῦ ἔδωσαν δίκαια τόν τίτλο τοῦ Θεολόγου.
Μετά τόν σκληρό αὐτόν ἀγώνα, ὁ Μέγας Θεοδόσιος τόν ἀναδεικνύει Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (381 μ.Χ.). Ἡ Β’ Οἰκουμενική Σύνοδος τόν ἀναγνώρισε ὡς Πρόεδρό της. Ὅμως μιά μερίδα ἐπισκόπων τόν ἀντιπολιτεύεται γιά εὐτελή λόγο. Τότε ὁ Γρηγόριος, ἀηδιασμένος, δηλώνει τήν παραίτησή του, ἀναχωρεῖ στή γενέτειρά του Ἀριανζό καί τελειώνει μέ εἰρήνη τή ζωή του, τό 390 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἄφησε μεγάλο συγγραφικό ἔργο. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν οἱ θεολογικοί του λόγοι, τά φιλοσοφημένα ἔπη του καί οἱ περίφημες ἐπιστολές του. Μέ δυό λόγια, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος εἶναι ἀπό τά μεγαλύτερα πνεύματα τοῦ Χριστιανισμοῦ καί ἀπό τούς λαμπρότερους ἀθλητές τῆς Ὀρθόδοξης πίστης. Ἔχοντας λάβει μοναδική μόρφωση, ἐκκλησιαστική καί φιλοσοφική, ὄντας φύση ποιητική, ἀσκητική, ἀγωνιστική, καί μέ ἀγάπη γιά τόν μονήρη βίο, ἀναδείχθηκε μέγας θεολόγος καί ἕνας ἐκ τῶν κορυφαίων Καππαδοκῶν Πατέρων.
Ὁ Σεβασμιώτατος διευκρίνισε ἀρχικῶς ὅτι ὁ ὅρος «ἐπάγγελμα» ἔχει ἐδῶ τήν ἔννοια τῆς ὑποσχέσεως, τοῦ λειτουργήματος, τῆς διακονίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας. Συνέχισε, ἐπίσης, λέγοντας ὅτι ἀποροῦμε ἐάν αὐτός ὁ λόγος ἐκφωνήθηκε πλήρως ὡς ἔχει. Φαίνεται ὅτι τά κύρια σημεῖα αὐτοῦ ἀποτελοῦν προφορική ἐκφορά λόγου, τά ὁποῖα ἐν συνεχείᾳ ἐπεξεργάστηκε καί δημιουργήθηκε ὁ παρών λόγος. Πρόκειται γιά ἕνα δύσκολο κείμενο, καθώς ὁ ἱερός συγγραφέας χειρίζεται μέ ἄνεση τήν ἀττική διάλεκτο. Ἐπίσης, εἶναι ἕνα ἔργο ἐκτεταμένο ἀπό πλευρᾶς ροῆς καί χρειάζεται προσοχή κατά τή διαπραγμάτευσή του. Πλήν ὅμως, ὁ λόγος αὐτός ἄσκησε μεγάλη ἐπίδραση μεταγενέστερα, ἀκόμη καί στόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο στίς ἕξι ὁμιλίες του «περί Ἱερωσύνης».
Ὁ Σεβασμιώτατος διένειμε ἀπό τήν ἀρχή τό σχεδιάγραμμα τοῦ περιεχομένου τοῦ ἐν λόγῳ ἔργου, διαιρώντας τον σέ δύο μέρη. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ξεκινᾶ μέ τό Προοίμιο, ἀναφερόμενος στήν ὁμολογία τῆς ἥττας (§ 1).
Στό Α΄ Μέρος (§§ 2-12) ἀπολογεῖται γιατί ἔφυγε στόν Πόντο μετά τή χειροτονία του. Εἰδικότερα:
§ 2. Ἡ ἀνάγκη τῆς ἀπολογίας του.
§ 3-5. Ἡ φυγή του δέν ὀφείλεται σ᾽ ἐπιπολαιότητα, οὔτε σέ περιφρόνηση τοῦ ἱερατικοῦ ἀξιώματος ἤ ἐπιθυμία του νά γίνει ἐπίσκοπος.
§ 6-7. Πρώτη αἰτία τῆς φυγῆς του ἦταν ἡ ἀγάπη του πρός τή μοναστική ζωή.
§ 8. Δεύτερη αἰτία τῆς φυγῆς του, ἡ ντροπή του γιά τούς ἀνάξιους κληρικούς.
§ 9-10. Τρίτη αἰτία, ἡ συναίσθηση τῆς εὐθύνης τοῦ ἱερέως ὡς ποιμένος λογικῶν προβάτων.
§ 11-12. Ἡ πονηρία μεταδίδεται εὐκολώτερα ἀπό τήν ἀρετή.
Τό Β΄ Μέρος ἀποτελεῖ τό κύριο μέρος τοῦ λόγου μέ γενικό θέμα τήν ἱερωσύνη. Εἰδικότερα ζητήματα:
§ 12-15. Ἡ ἠθική τελειοποίηση τῶν κληρικῶν.
§ 16-22. Σύγκριση σωματικῆς καί ψυχικῆς θεραπείας.
§ 23-28. Ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν.
§ 29-34. Ἡ ποιμαντική θεραπευτική.
§ 35-46. Ὁ ἱερεύς ρήτωρ καί διδάσκαλος τῆς ἀληθείας.
§ 47. Ὁ Γρηγόριος προτίμησε νά μάθει μᾶλλον παρά νά διδάξει ὅσα δέν ἤξερε.
§ 48-51. Ἀμάθεια καί θράσος.
§ 52-56. Ὁ Παῦλος ὡς ὑπόδειγμα ποιμένος καί θεολόγου.
α. «Τάξις ἀρίστη παντός ἀρχομένῳ καί λόγoυ καί πράγματος ἐκ Θεοῦ τε ἄρχεσθαι καί εἰς Θεόν ἀναπαύεσθαι» (§ Α’. ΒΕΠΕΣ 58, 246, 9-11). Μετάφραση: Εἶναι στ᾽ ἀλήθεια ἄριστη συνήθεια ὅποιος ἀρχίζει ἕνα λόγο ἤ ἕνα ἔργο, νά τ᾽ ἀρχίζει ἀπό τόν Θεό καί στόν Θεό νά καταλήγει.
β. «Οὐδέν γάρ οὕτως ἡδύ τοῖς ἀνθρώποις ὡς τό λαλεῖν τά ἀλλότρια καί μάλιστα ἐάν τύχωσιν ὑπ᾽ εὐνοίας τινός ἤ μίσους ἑλκόμενοι, ὑφ᾽ ὧν καί φιλεῖ κλέπτεσθαι ὡς τά πολλά ἡ ἀλήθεια» (ΒΕΠΕΣ 58, 246, 16-19). Μετάφραση: Διότι τίποτε δέν εἶναι τόσο εὐχάριστο στούς ἀνθρώπους ὅσο τό νά μιλοῦν γιά ξένες ὑποθέσεις, προπάντων μάλιστα ὅταν συμβαίνει νά παρασύρονται ἀπό κάποια συμπάθεια ἤ ἀπό μίσος, ἀπό τά ὁποῖα ὡς ἐπί τό πλεῖστον συμβαίνει νά διαστρεβλώνεται ἡ ἀλήθεια.
γ. «Ἠσχύνθην ὑπέρ τῶν ἄλλων, ὅσοι, μηδέν τῶν πολλῶν ὄντες βελτίους, μέγα μέν οὖν εἰ καί μή πολλῷ χείρους, ἀνίπτοις χερσίν, ὅ δή λέγεται, καί ἀμυήτοις ψυχαῖς τοῖς ἁγιωτάτοις ἑαυτούς ἐπεισάγουσι καί πρίν ἄξιοι γενέσθαι προσιέναι τοῖς ἱεροῖς μεταποιοῦνται τοῦ βήματος, θλίβονταί τε καί ὠθοῦνται περί τήν ἁγίαν τράπεζαν ὥσπερ οὐκ ἀρετῆς τύπον, ἀλλ᾽ ἀφορμήν βίου τήν τάξιν ταύτην εἶναι νομίζοντες, οὐδέ λειτουργίαν ὑπεύθυνον, ἀλλ᾽ ἀρχήν ἀνεξέταστον» (§ H’. ΒΕΠΕΣ 58, 248,36 - 249,2). Μετάφραση: Ντράπηκα γιά λογαριασμό τῶν ἄλλων, ὅσοι χωρίς νά εἶναι καλύτεροι ἀπό τό πλῆθος –ἀλλά ἐνῶ, ἀκόμη τρομερότερο, εἶναι καί πολύ χειρότεροι– μέ χέρια ἀκάθαρτα, ἄνιπτα, ὅπως ἀκριβῶς λέγεται, καί μέ ἀμύητες ψυχές εἰσάγουν τούς ἑαυτούς των εἰς τά ἁγιώτατα· καί πρίν γίνουν ἄξιοι αὐτοί οἱ ἴδιοι νά πλησιάσουν στά ἱερά πράγματα, διεκδικοῦν τό ἅγιο βῆμα, συγκεντρώνονται καί σπρώχνονται γύρω στήν Ἁγία Τράπεζα, νομίζοντας τό ἱερατικό ἀξίωμα ὄχι τύπο ἀρετῆς, ἀλλά εὐκαιρία βιοπορισμοῦ, ὄχι ὑπεύθυνη ὑπηρεσία ἀλλά ἀξίωμα ἀνεξέλεγκτο.
δ. «Ἀνθρώπῳ δέ χαλεποῦ ὄντος τοῦ εἰδέναι ἄρχεσθαι, κινδυνεύει πολλῷ χαλεπώτερον εἶναι τό εἰδέναι ἄρχειν ἀνθρώπων, καί μάλιστα δή ἀρχήν ταύτην τήν ἡμετέραν, τήν ἐν νόμῳ θείῳ καί πρός Θεόν ἄγουσαν, ἧς ὅσον τό ὕψος καί τό ἀξίωμα, τοσοῦτος καί ὁ κίνδυνος τῷ γε νοῦν ἔχοντι» (§ Ι’. ΒΕΠΕΣ 58, 249, 32-36). Μετάφραση: Στόν ἄνθρωπο ὅμως, πού εἶναι δύσκολο νά μάθει νά διοικεῖται, ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νά εἶναι πολύ δυσκολώτερο τό νά μάθει νά κυβερνᾶ ἀνθρώπους καί μάλιστα μέ τή δική μας ἐξουσία, πού διέπεται ἀπό θείους νόμους καί ὁδηγεῖ πρός τόν Θεό καί ἡ ὁποία ὅσο εἶναι ὑψηλότερη καί λαμπρότερη, τόσο μεγαλύτερους κινδύνους περικλείει γιά κεῖνον, βέβαια, πού διαθέτει νοῦ.
ε. «Δύσληπτον μέν τό ἀγαθόν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει, ὥσπερ καί πῦρ ὕλῃ τῇ ὑγροτέρᾳ, ἕτοιμοι δέ πρός τήν τοῦ κακοῦ μετουσίαν οἱ πλεῖστοι καί ἐπιτήδειοι, καλάμη τις πρός σπινθῆρα, οἶμαι, καί ἄνεμον ῥαδίως ἐξαπτομένη καί δαπανωμένη διά ξηρότητα» (§ ΙΒ’. ΒΕΠΕΣ 58, 250, 20-24). Μετάφραση: Τό μέν καλό εἶναι δύσκολο νά τό ἀφομοιώσει ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως εἶναι δύσκολο νά ἑνωθεῖ ἡ φωτιά μέ τό νερό, ἐνῶ οἱ περισσότεροι εἶναι πρόθυμοι καί ἱκανοί νά δεχτοῦν τό κακό, ὅπως μεταδίδεται ἡ σπίθα στήν καλαμιά καί μέ τή βοήθεια τοῦ ἀνέμου τήν ἀνάβει καί τήν κατακαίει ἐπειδή εἶναι ξερή.
στ. Τῷ ὄντι γάρ αὕτη μοι φαίνεται τέχνη τις εἶναι τεχνῶν καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν ἄνθρωπον ἄγειν, τό πολυτροπώτατον τῶν ζῴων καί ποικιλώτατον» (§ ΙΣΤ’. ΒΕΠΕΣ 58, 251, 26-28). Μετάφραση: Πραγματικά μοῦ φαίνεται, ὅτι αὐτό τό ἔργο (τοῦ ποιμένος) εἶναι τέχνη τεχνῶν καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν, τό νά κυβερνᾶς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι, περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα τά ζῶα, εἶναι πολυμήχανοι καί μεταξύ τους τόσο διαφορετικοί.
ζ. «Τῇ δέ τό προκείμενον πτερῶσαι ψυχήν, ἁρπάσαι κόσμου καί δοῦναι Θεῷ καί τό κατ᾽ εἰκόνα, ἤ μένον τηρῆσαι ἤ κινδυνεῦον χειραγωγῆσαι ἤ διαρρυέν ἀνασώσασθαι, εἰσοικίσαι τε τόν Χριστόν ἐν ταῖς καρδίαις διά τοῦ Πνεύματος· καί, τό κεφάλαιον, Θεόν ποιῆσαι καί τῆς ἄνω μακαριότητος τόν τῆς ἄνω συντάξεως» (§ ΚΒ’. ΒΕΠΕΣ 58, 253, 34-39). Μετάφραση: Στή δική μας ὅμως θεραπευτική σκοπός εἶναι νά δώσουμε φτερά στήν ψυχή, νά τήν ἁρπάξουμε ἀπό τόν κόσμο καί νά τή δώσουμε στόν Θεό καί ἤ νά διαφυλάξουμε σῶο τό «κατ᾽ εἰκόνα» ἤ νά τό καθοδηγήσουμε ὅταν κινδυνεύει ἤ γκρεμισμένο νά τό ἀνασυγκροτήσουμε καί νά ἐγκαθιδρύσουμε τόν Χριστό στίς καρδιές μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· βασικά ἀποβλέπουμε στό νά κάνουμε Θεό τόν ἄνθρωπο, κοινωνό τῆς μακαριότητος τῶν οὐρανῶν· ἐκεῖνον πού πλάστηκε νά εἶναι πνευματικός.
η. «Ὥσπερ τοῖς σώμασιν οὐ τήν αὐτήν φαρμακείαν τε καί τροφήν προσφέρονται, ἄλλοι δέ ἄλλην ἤ εὐεκτοῦντες ἤ κάμνοντες, οὕτω καί τάς ψυχάς διαφόρῳ λόγῳ καί ἀγωγῇ θεραπεύονται» (§ Λ’. ΒΕΠΕΣ 58, 256, 3-5). Μετάφραση: Ὅπως λοιπόν σέ ὅλα τά σώματα δέν προσφέρουν τά ἴδια φάρμακα καί τήν ἴδια τροφή, ἀλλά χρειάζονται διαφορετική οἱ γεροί καί διαφορετική οἱ ἄρρωστοι, ἔτσι καί τίς ψυχές τίς θεραπεύουν μέ διαφορετική διδασκαλία καί κατάλληλη ἀγωγή.
θ. «Τό οἴεσθαι τοῦ εἶναι τό πλεῖστον ἀφαιρεῖται καί μέγα τοῖς ἀνθρώποις ἡ κενοδοξία πρός ἀρετήν ἐμπόδιον» (§ ΝΑ’. ΒΕΠΕΣ 58, 263, 16-18). Μετάφραση: Τό νά ἔχει κανείς μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, ἀφαιρεῖ πολύ ἀπό ἐκεῖνο πού εἶναι· καί ἡ ματαιοδοξία εἶναι μεγάλο ἐμπόδιο στήν ἀρετή.
ι. «Οὗτος ὅρος πάσης πνευματικῆς προστασίας, πανταχοῦ τό καθ᾽ ἑαυτόν παρορᾶν πρός τό τῶν ἄλλων συμφέρον» (§ ΝΔ’. ΒΕΠΕΣ 58, 264, 31-32). Μετάφραση: Θεμελιῶδες καθῆκον κάθε πνευματικοῦ ἡγέτου (ποιμένος δηλαδή) εἶναι τό νά παραβλέπει σέ κάθε περίπτωση τό δικό του συμφέρον χάριν τοῦ συμφέροντος τῶν ἄλλων.
α. Τό ἔτος 1948 ἀπό τόν Θεόδωρο Καστανά (Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Περί φυγῆς λόγος ἀπολογητικός, Ἀθῆναι, ἔκδ. «Ἐνορίας»).
β. Τό ἔτος 1968 ἀπό τόν Θεοδόσιο Κ. Σπεράντσα (Ὁ περί Ἱερωσύνης Λόγος Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου τοῦ Ναζιανζηνοῦ. Ἀρχαῖον κείμενον - ἑρμηνεία - σχόλια, Ἀθῆναι).
γ. Στήν πατερική σειρά «Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας» (ΕΠΕ) ἀπό τόν Νικ. Ἀποστολάκη (κείμενο-μετάφραση).
δ. Στήν πατερική σειρά «Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων» (ΒΕΠΕΣ) τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας (πρωτότυπο κείμενο).
Ἐκτενεῖς τοποθετήσεις ἀπό τούς συμμετέχοντες ἱερεῖς δέν ἀκολούθησαν, πλήν ἐκείνης τοῦ π. Δημοσθένους Παπακωστόπουλου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρθηκε στή σύγκριση τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης μέ τήν ποιμαντική τέχνη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ἡ Ἱερατική Σύναξη ἔκλεισε μέ τά ἐμπνευσμένα λόγια τοῦ Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας κ. Συμεών.
*
Α. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ. Ὁ Σεβασμιώτατος ἀναφέρθηκε ἀρχικῶς στά βιογραφικά στοιχεῖα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ὁ Ἅγιος γεννήθηκε τό 329 μ.Χ. στήν Ἀριανζό, κωμόπολη τῆς Καππαδοκίας, ἀπό τόν Γρηγόριο, ἐπίσκοπο Ναζιανζοῦ, καί τή Νόννα. Εἶχε δύο ἀδέρφια, τόν Καισάρειο καί τήν πασίγνωστη γιά τήν εὐσέβειά της ἀδελφή Γοργονία.Στή Ναζιανζό, διδάχθηκε τή στοιχειώδη ἐκπαίδευση, ἐνῶ τή μέση στήν Καισάρεια, ὅπου γνωρίζεται μέ τόν συμμαθητή του Μέγα Βασίλειο. Ἔπειτα, πηγαίνει κοντά σέ περίφημους διδασκάλους τῆς ρητορικῆς στήν Παλαιστίνη καί στήν Ἀλεξάνδρεια καί, τέλος, στά Πανεπιστήμια τῆς Ἀθήνας. Οἱ σπουδές του διήρκεσαν δεκατρία ὁλόκληρα χρόνια (ἀπό 17 ἕως 30 ἐτῶν).
Μετά τίς σπουδές στήν Ἀθήνα ὁ Γρηγόριος ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του μονολότι τοῦ πρόσφεραν ἕδρα Καθηγητῆ Πανεπιστημίου. Ἐκεῖ, ὁ πατέρας του, ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ, τόν χειροτονεῖ πρεσβύτερο. Ἀλλά ὁ Γρηγόριος προτιμᾶ τήν ἡσυχία τοῦ ἀναχωρητηρίου στόν Πόντο, κοντά στό φίλο του Βασίλειο, γιά περισσότερη ἄσκηση στήν πνευματική ζωή.
Μετά, ὅμως, ἀπό θερμές παρακλήσεις τῶν δικῶν του, ἐπιστρέφει στήν πατρίδα του καί μπαίνει στήν ἐνεργό δράση τῆς Ἐκκλησίας. Στά 43 του χρόνια ἡ θεία χάρις τόν ἀνύψωσε στό ἐπισκοπικό ἀξίωμα. Ἕδρα του ὁρίστηκε ἡ περιοχή τῶν Σασίμων, τήν ὁποία ποτέ δέν ποίμανε λόγῳ τῶν Ἀρειανῶν κατοίκων της.
Ὅμως, ὁ θάνατος ἔρχεται νά πληγώσει τήν ψυχή του, μέ ἀλλεπάλληλους θανάτους συγγενικῶν προσώπων. Πρῶτα τοῦ ἀδελφοῦ του Καισαρείου, ἔπειτα τῆς ἀδελφῆς του Γοργονίας, μετά τοῦ πατέρα του καί, τέλος, τῆς μητέρας του Νόννας. Μετά ἀπ’ αὐτές τίς θλίψεις, ἡ θεία πρόνοια τόν φέρνει στήν Κωνσταντινούπολη (378 μ.Χ.), ὅπου ὑπερασπίζεται μέ καταπληκτικό τρόπο τήν Ὀρθοδοξία καί χτυπᾶ καίρια τούς Ἀρειανούς, πού εἶχαν πλημμυρίσει τήν Κωνσταντινούπολη.
Ἡ κατάσταση ἦταν πολύ δύσκολη. Ὅλοι οἱ ναοί τῆς Βασιλεύουσας ἦταν στά χέρια τῶν αἱρετικῶν. Ὅμως ὁ Ἅγιος δέν ἀπελπίζεται. Μετατρέπει ἕνα δωμάτιο στό σπίτι πού τόν φιλοξενοῦσαν σέ ναό καί τοῦ δίνει συμβολικό ὄνομα. Ὀνομάζει τό ναό Ἁγία Ἀναστασία, δεῖγμα ὅτι πίστευε στήν ἀνάσταση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης.
Οἱ ἀγῶνες εἶναι ἐπικίνδυνοι. Οἱ αἱρετικοί ἀνεβασμένοι πάνω στίς σκεπές τῶν σπιτιῶν τοῦ πετοῦν πέτρες καί ἔτσι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δοκιμάζεται πολύ. Στό ναό τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας ἐκφωνεῖ τούς περίφημους πέντε θεολογικούς λόγους, πού τοῦ ἔδωσαν δίκαια τόν τίτλο τοῦ Θεολόγου.
Μετά τόν σκληρό αὐτόν ἀγώνα, ὁ Μέγας Θεοδόσιος τόν ἀναδεικνύει Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (381 μ.Χ.). Ἡ Β’ Οἰκουμενική Σύνοδος τόν ἀναγνώρισε ὡς Πρόεδρό της. Ὅμως μιά μερίδα ἐπισκόπων τόν ἀντιπολιτεύεται γιά εὐτελή λόγο. Τότε ὁ Γρηγόριος, ἀηδιασμένος, δηλώνει τήν παραίτησή του, ἀναχωρεῖ στή γενέτειρά του Ἀριανζό καί τελειώνει μέ εἰρήνη τή ζωή του, τό 390 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἄφησε μεγάλο συγγραφικό ἔργο. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν οἱ θεολογικοί του λόγοι, τά φιλοσοφημένα ἔπη του καί οἱ περίφημες ἐπιστολές του. Μέ δυό λόγια, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος εἶναι ἀπό τά μεγαλύτερα πνεύματα τοῦ Χριστιανισμοῦ καί ἀπό τούς λαμπρότερους ἀθλητές τῆς Ὀρθόδοξης πίστης. Ἔχοντας λάβει μοναδική μόρφωση, ἐκκλησιαστική καί φιλοσοφική, ὄντας φύση ποιητική, ἀσκητική, ἀγωνιστική, καί μέ ἀγάπη γιά τόν μονήρη βίο, ἀναδείχθηκε μέγας θεολόγος καί ἕνας ἐκ τῶν κορυφαίων Καππαδοκῶν Πατέρων.
*
Β. Η ΟΜΙΛΙΑ «ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΕΙΣ ΠΟΝΤΟΝ ΦΥΓΗΣ». Ἐν συνεχείᾳ ὁ Σεβασμιώτατος ἀναφέρθηκε στό ἔργο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς». Πρόκειται γιά λόγο – πραγματεία, οὐσιαστικά ἀπολογία, πού ἐκφωνήθηκε μετά τό Πάσχα τοῦ ἔτους 362. Ὁ πλήρης τίτλος τοῦ ἔργου ἔχει ὡς ἑξῆς: «Λόγος Βʹ. Ἀπολογητικός τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς ἕνεκεν, καί αὖθις ἐπανόδου ἐκεῖθεν, μετά τήν τοῦ πρεσβυτέρου χειροτονίαν, ἐν ᾧ τί τό τῆς ἱερωσύνης ἐπάγγελμα».
Ὁ Σεβασμιώτατος διευκρίνισε ἀρχικῶς ὅτι ὁ ὅρος «ἐπάγγελμα» ἔχει ἐδῶ τήν ἔννοια τῆς ὑποσχέσεως, τοῦ λειτουργήματος, τῆς διακονίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας. Συνέχισε, ἐπίσης, λέγοντας ὅτι ἀποροῦμε ἐάν αὐτός ὁ λόγος ἐκφωνήθηκε πλήρως ὡς ἔχει. Φαίνεται ὅτι τά κύρια σημεῖα αὐτοῦ ἀποτελοῦν προφορική ἐκφορά λόγου, τά ὁποῖα ἐν συνεχείᾳ ἐπεξεργάστηκε καί δημιουργήθηκε ὁ παρών λόγος. Πρόκειται γιά ἕνα δύσκολο κείμενο, καθώς ὁ ἱερός συγγραφέας χειρίζεται μέ ἄνεση τήν ἀττική διάλεκτο. Ἐπίσης, εἶναι ἕνα ἔργο ἐκτεταμένο ἀπό πλευρᾶς ροῆς καί χρειάζεται προσοχή κατά τή διαπραγμάτευσή του. Πλήν ὅμως, ὁ λόγος αὐτός ἄσκησε μεγάλη ἐπίδραση μεταγενέστερα, ἀκόμη καί στόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο στίς ἕξι ὁμιλίες του «περί Ἱερωσύνης».
Ὁ Σεβασμιώτατος διένειμε ἀπό τήν ἀρχή τό σχεδιάγραμμα τοῦ περιεχομένου τοῦ ἐν λόγῳ ἔργου, διαιρώντας τον σέ δύο μέρη. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ξεκινᾶ μέ τό Προοίμιο, ἀναφερόμενος στήν ὁμολογία τῆς ἥττας (§ 1).
Στό Α΄ Μέρος (§§ 2-12) ἀπολογεῖται γιατί ἔφυγε στόν Πόντο μετά τή χειροτονία του. Εἰδικότερα:
§ 2. Ἡ ἀνάγκη τῆς ἀπολογίας του.
§ 3-5. Ἡ φυγή του δέν ὀφείλεται σ᾽ ἐπιπολαιότητα, οὔτε σέ περιφρόνηση τοῦ ἱερατικοῦ ἀξιώματος ἤ ἐπιθυμία του νά γίνει ἐπίσκοπος.
§ 6-7. Πρώτη αἰτία τῆς φυγῆς του ἦταν ἡ ἀγάπη του πρός τή μοναστική ζωή.
§ 8. Δεύτερη αἰτία τῆς φυγῆς του, ἡ ντροπή του γιά τούς ἀνάξιους κληρικούς.
§ 9-10. Τρίτη αἰτία, ἡ συναίσθηση τῆς εὐθύνης τοῦ ἱερέως ὡς ποιμένος λογικῶν προβάτων.
§ 11-12. Ἡ πονηρία μεταδίδεται εὐκολώτερα ἀπό τήν ἀρετή.
Τό Β΄ Μέρος ἀποτελεῖ τό κύριο μέρος τοῦ λόγου μέ γενικό θέμα τήν ἱερωσύνη. Εἰδικότερα ζητήματα:
§ 12-15. Ἡ ἠθική τελειοποίηση τῶν κληρικῶν.
§ 16-22. Σύγκριση σωματικῆς καί ψυχικῆς θεραπείας.
§ 23-28. Ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν.
§ 29-34. Ἡ ποιμαντική θεραπευτική.
§ 35-46. Ὁ ἱερεύς ρήτωρ καί διδάσκαλος τῆς ἀληθείας.
§ 47. Ὁ Γρηγόριος προτίμησε νά μάθει μᾶλλον παρά νά διδάξει ὅσα δέν ἤξερε.
§ 48-51. Ἀμάθεια καί θράσος.
§ 52-56. Ὁ Παῦλος ὡς ὑπόδειγμα ποιμένος καί θεολόγου.
*
Γ΄. ΕΜΒΑΘΥΝΣΗ ΣΕ ΕΚΛΕΚΤΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ. Ἀκολούθως, ὁ Σεβασμιώτατος κ. Συμεών διένειμε στήν Ἱερατική Σύναξη δέκα ἐκλεκτά ἀποσπάσματα ἀπό τό ἔργο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς» καί σχολιάζοντάς τα ἐμβάθυνε θεολογικῶς σ’ αὐτά.α. «Τάξις ἀρίστη παντός ἀρχομένῳ καί λόγoυ καί πράγματος ἐκ Θεοῦ τε ἄρχεσθαι καί εἰς Θεόν ἀναπαύεσθαι» (§ Α’. ΒΕΠΕΣ 58, 246, 9-11). Μετάφραση: Εἶναι στ᾽ ἀλήθεια ἄριστη συνήθεια ὅποιος ἀρχίζει ἕνα λόγο ἤ ἕνα ἔργο, νά τ᾽ ἀρχίζει ἀπό τόν Θεό καί στόν Θεό νά καταλήγει.
β. «Οὐδέν γάρ οὕτως ἡδύ τοῖς ἀνθρώποις ὡς τό λαλεῖν τά ἀλλότρια καί μάλιστα ἐάν τύχωσιν ὑπ᾽ εὐνοίας τινός ἤ μίσους ἑλκόμενοι, ὑφ᾽ ὧν καί φιλεῖ κλέπτεσθαι ὡς τά πολλά ἡ ἀλήθεια» (ΒΕΠΕΣ 58, 246, 16-19). Μετάφραση: Διότι τίποτε δέν εἶναι τόσο εὐχάριστο στούς ἀνθρώπους ὅσο τό νά μιλοῦν γιά ξένες ὑποθέσεις, προπάντων μάλιστα ὅταν συμβαίνει νά παρασύρονται ἀπό κάποια συμπάθεια ἤ ἀπό μίσος, ἀπό τά ὁποῖα ὡς ἐπί τό πλεῖστον συμβαίνει νά διαστρεβλώνεται ἡ ἀλήθεια.
γ. «Ἠσχύνθην ὑπέρ τῶν ἄλλων, ὅσοι, μηδέν τῶν πολλῶν ὄντες βελτίους, μέγα μέν οὖν εἰ καί μή πολλῷ χείρους, ἀνίπτοις χερσίν, ὅ δή λέγεται, καί ἀμυήτοις ψυχαῖς τοῖς ἁγιωτάτοις ἑαυτούς ἐπεισάγουσι καί πρίν ἄξιοι γενέσθαι προσιέναι τοῖς ἱεροῖς μεταποιοῦνται τοῦ βήματος, θλίβονταί τε καί ὠθοῦνται περί τήν ἁγίαν τράπεζαν ὥσπερ οὐκ ἀρετῆς τύπον, ἀλλ᾽ ἀφορμήν βίου τήν τάξιν ταύτην εἶναι νομίζοντες, οὐδέ λειτουργίαν ὑπεύθυνον, ἀλλ᾽ ἀρχήν ἀνεξέταστον» (§ H’. ΒΕΠΕΣ 58, 248,36 - 249,2). Μετάφραση: Ντράπηκα γιά λογαριασμό τῶν ἄλλων, ὅσοι χωρίς νά εἶναι καλύτεροι ἀπό τό πλῆθος –ἀλλά ἐνῶ, ἀκόμη τρομερότερο, εἶναι καί πολύ χειρότεροι– μέ χέρια ἀκάθαρτα, ἄνιπτα, ὅπως ἀκριβῶς λέγεται, καί μέ ἀμύητες ψυχές εἰσάγουν τούς ἑαυτούς των εἰς τά ἁγιώτατα· καί πρίν γίνουν ἄξιοι αὐτοί οἱ ἴδιοι νά πλησιάσουν στά ἱερά πράγματα, διεκδικοῦν τό ἅγιο βῆμα, συγκεντρώνονται καί σπρώχνονται γύρω στήν Ἁγία Τράπεζα, νομίζοντας τό ἱερατικό ἀξίωμα ὄχι τύπο ἀρετῆς, ἀλλά εὐκαιρία βιοπορισμοῦ, ὄχι ὑπεύθυνη ὑπηρεσία ἀλλά ἀξίωμα ἀνεξέλεγκτο.
δ. «Ἀνθρώπῳ δέ χαλεποῦ ὄντος τοῦ εἰδέναι ἄρχεσθαι, κινδυνεύει πολλῷ χαλεπώτερον εἶναι τό εἰδέναι ἄρχειν ἀνθρώπων, καί μάλιστα δή ἀρχήν ταύτην τήν ἡμετέραν, τήν ἐν νόμῳ θείῳ καί πρός Θεόν ἄγουσαν, ἧς ὅσον τό ὕψος καί τό ἀξίωμα, τοσοῦτος καί ὁ κίνδυνος τῷ γε νοῦν ἔχοντι» (§ Ι’. ΒΕΠΕΣ 58, 249, 32-36). Μετάφραση: Στόν ἄνθρωπο ὅμως, πού εἶναι δύσκολο νά μάθει νά διοικεῖται, ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νά εἶναι πολύ δυσκολώτερο τό νά μάθει νά κυβερνᾶ ἀνθρώπους καί μάλιστα μέ τή δική μας ἐξουσία, πού διέπεται ἀπό θείους νόμους καί ὁδηγεῖ πρός τόν Θεό καί ἡ ὁποία ὅσο εἶναι ὑψηλότερη καί λαμπρότερη, τόσο μεγαλύτερους κινδύνους περικλείει γιά κεῖνον, βέβαια, πού διαθέτει νοῦ.
ε. «Δύσληπτον μέν τό ἀγαθόν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει, ὥσπερ καί πῦρ ὕλῃ τῇ ὑγροτέρᾳ, ἕτοιμοι δέ πρός τήν τοῦ κακοῦ μετουσίαν οἱ πλεῖστοι καί ἐπιτήδειοι, καλάμη τις πρός σπινθῆρα, οἶμαι, καί ἄνεμον ῥαδίως ἐξαπτομένη καί δαπανωμένη διά ξηρότητα» (§ ΙΒ’. ΒΕΠΕΣ 58, 250, 20-24). Μετάφραση: Τό μέν καλό εἶναι δύσκολο νά τό ἀφομοιώσει ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως εἶναι δύσκολο νά ἑνωθεῖ ἡ φωτιά μέ τό νερό, ἐνῶ οἱ περισσότεροι εἶναι πρόθυμοι καί ἱκανοί νά δεχτοῦν τό κακό, ὅπως μεταδίδεται ἡ σπίθα στήν καλαμιά καί μέ τή βοήθεια τοῦ ἀνέμου τήν ἀνάβει καί τήν κατακαίει ἐπειδή εἶναι ξερή.
στ. Τῷ ὄντι γάρ αὕτη μοι φαίνεται τέχνη τις εἶναι τεχνῶν καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν ἄνθρωπον ἄγειν, τό πολυτροπώτατον τῶν ζῴων καί ποικιλώτατον» (§ ΙΣΤ’. ΒΕΠΕΣ 58, 251, 26-28). Μετάφραση: Πραγματικά μοῦ φαίνεται, ὅτι αὐτό τό ἔργο (τοῦ ποιμένος) εἶναι τέχνη τεχνῶν καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν, τό νά κυβερνᾶς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι, περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα τά ζῶα, εἶναι πολυμήχανοι καί μεταξύ τους τόσο διαφορετικοί.
ζ. «Τῇ δέ τό προκείμενον πτερῶσαι ψυχήν, ἁρπάσαι κόσμου καί δοῦναι Θεῷ καί τό κατ᾽ εἰκόνα, ἤ μένον τηρῆσαι ἤ κινδυνεῦον χειραγωγῆσαι ἤ διαρρυέν ἀνασώσασθαι, εἰσοικίσαι τε τόν Χριστόν ἐν ταῖς καρδίαις διά τοῦ Πνεύματος· καί, τό κεφάλαιον, Θεόν ποιῆσαι καί τῆς ἄνω μακαριότητος τόν τῆς ἄνω συντάξεως» (§ ΚΒ’. ΒΕΠΕΣ 58, 253, 34-39). Μετάφραση: Στή δική μας ὅμως θεραπευτική σκοπός εἶναι νά δώσουμε φτερά στήν ψυχή, νά τήν ἁρπάξουμε ἀπό τόν κόσμο καί νά τή δώσουμε στόν Θεό καί ἤ νά διαφυλάξουμε σῶο τό «κατ᾽ εἰκόνα» ἤ νά τό καθοδηγήσουμε ὅταν κινδυνεύει ἤ γκρεμισμένο νά τό ἀνασυγκροτήσουμε καί νά ἐγκαθιδρύσουμε τόν Χριστό στίς καρδιές μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· βασικά ἀποβλέπουμε στό νά κάνουμε Θεό τόν ἄνθρωπο, κοινωνό τῆς μακαριότητος τῶν οὐρανῶν· ἐκεῖνον πού πλάστηκε νά εἶναι πνευματικός.
η. «Ὥσπερ τοῖς σώμασιν οὐ τήν αὐτήν φαρμακείαν τε καί τροφήν προσφέρονται, ἄλλοι δέ ἄλλην ἤ εὐεκτοῦντες ἤ κάμνοντες, οὕτω καί τάς ψυχάς διαφόρῳ λόγῳ καί ἀγωγῇ θεραπεύονται» (§ Λ’. ΒΕΠΕΣ 58, 256, 3-5). Μετάφραση: Ὅπως λοιπόν σέ ὅλα τά σώματα δέν προσφέρουν τά ἴδια φάρμακα καί τήν ἴδια τροφή, ἀλλά χρειάζονται διαφορετική οἱ γεροί καί διαφορετική οἱ ἄρρωστοι, ἔτσι καί τίς ψυχές τίς θεραπεύουν μέ διαφορετική διδασκαλία καί κατάλληλη ἀγωγή.
θ. «Τό οἴεσθαι τοῦ εἶναι τό πλεῖστον ἀφαιρεῖται καί μέγα τοῖς ἀνθρώποις ἡ κενοδοξία πρός ἀρετήν ἐμπόδιον» (§ ΝΑ’. ΒΕΠΕΣ 58, 263, 16-18). Μετάφραση: Τό νά ἔχει κανείς μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, ἀφαιρεῖ πολύ ἀπό ἐκεῖνο πού εἶναι· καί ἡ ματαιοδοξία εἶναι μεγάλο ἐμπόδιο στήν ἀρετή.
ι. «Οὗτος ὅρος πάσης πνευματικῆς προστασίας, πανταχοῦ τό καθ᾽ ἑαυτόν παρορᾶν πρός τό τῶν ἄλλων συμφέρον» (§ ΝΔ’. ΒΕΠΕΣ 58, 264, 31-32). Μετάφραση: Θεμελιῶδες καθῆκον κάθε πνευματικοῦ ἡγέτου (ποιμένος δηλαδή) εἶναι τό νά παραβλέπει σέ κάθε περίπτωση τό δικό του συμφέρον χάριν τοῦ συμφέροντος τῶν ἄλλων.
*
Μετά τόν ἔξοχο θεολογικό σχολιασμό καί τήν ἐπικαιροποιημένη ἐμβάθυνση στά ἀνωτέρω ἐκλεκτά ἀποσπάσματα, ἀναδεικνύοντας μέ ὄμορφες ἐκφράσεις καί μέ ἀξιωματικές ἀρχές τήν ἀρχή τῆς ἐξατομικεύσεως στήν τέχνη τῆς ποιμαντικῆς, ὁ Σεβασμιώτατος ἀνέφερε τίς σχετικά πρόσφατες ἐκδόσεις τοῦ ἔργου:α. Τό ἔτος 1948 ἀπό τόν Θεόδωρο Καστανά (Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Περί φυγῆς λόγος ἀπολογητικός, Ἀθῆναι, ἔκδ. «Ἐνορίας»).
β. Τό ἔτος 1968 ἀπό τόν Θεοδόσιο Κ. Σπεράντσα (Ὁ περί Ἱερωσύνης Λόγος Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου τοῦ Ναζιανζηνοῦ. Ἀρχαῖον κείμενον - ἑρμηνεία - σχόλια, Ἀθῆναι).
γ. Στήν πατερική σειρά «Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας» (ΕΠΕ) ἀπό τόν Νικ. Ἀποστολάκη (κείμενο-μετάφραση).
δ. Στήν πατερική σειρά «Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων» (ΒΕΠΕΣ) τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας (πρωτότυπο κείμενο).
Ἐκτενεῖς τοποθετήσεις ἀπό τούς συμμετέχοντες ἱερεῖς δέν ἀκολούθησαν, πλήν ἐκείνης τοῦ π. Δημοσθένους Παπακωστόπουλου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρθηκε στή σύγκριση τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης μέ τήν ποιμαντική τέχνη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ἡ Ἱερατική Σύναξη ἔκλεισε μέ τά ἐμπνευσμένα λόγια τοῦ Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας κ. Συμεών.