26 Μαρ2012
Ο ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΑΠΟΔΟΣΕΩΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ στήν Ἁγία Φωτεινή Νέας Σμύρνης
Ο ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΑΠΟΔΟΣΕΩΣ ΕΟΡΤΗΣ
ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ
στήν Ἁγία Φωτεινή Νέας Σμύρνης
ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ
στήν Ἁγία Φωτεινή Νέας Σμύρνης
Μέ σεμνότητα καί ἱεροπρέπεια τελέσθηκε τό ἑσπέρας τῆς Δ΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, 25 Μαρτίου, στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς Νέας Σμύρνης ὁ Ἑσπερινός ἀποδόσεως τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, στόν ὁποῖο χοροστάτησε ὁ Σεβ. Ποιμενάρχης μας, Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης κ. Συμεών.
Στό τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης π. Χρυσόστομος Γκλίβας, Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἁλίμου, ὁμίλησε μέ θέμα «Ἡ ἀγάπη».
Ἀκολουθεῖ ἡ ὁμιλία τοῦ π. Χρυσοστόμου Γκλίβα.
Στό τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης π. Χρυσόστομος Γκλίβας, Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἁλίμου, ὁμίλησε μέ θέμα «Ἡ ἀγάπη».
Ἀκολουθεῖ ἡ ὁμιλία τοῦ π. Χρυσοστόμου Γκλίβα.
* * *
Η ΑΓΑΠΗ
ὑπό τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. π. Χρυσοστόμου Γκλίβα
ὑπό τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. π. Χρυσοστόμου Γκλίβα
Τό θέμα τῆς ἀποψινῆς μας ὁμιλίας εἶναι ἡ ἀρετή τῆς ἀγάπης. Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, στόν τριακοστό λόγο του «Περί ἀγάπης»: «Αὐτός πού θέλει νά μιλεῖ γιά τήν ἀγάπη εἶναι σάν νά ἐπιχειρεῖ νά μιλήσει γιά τόν ἴδιο τόν Θεό. Ἡ ἀνάπτυξη, ὅμως, ὁμιλίας γιά τόν Θεό εἶναι πράγμα ἐπισφαλές καί ἐπικίνδυνο σέ ὅσους δέν προσέχουν. Γιά τήν ἀγάπη γνωρίζουν νά μιλοῦν οἱ Ἄγγελοι, ἀλλά καί αὐτοί ἀνάλογα μέ τό βαθμό τῆς ἐλλάμψεώς τους. Ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός, καί ὅποιος ἐπιχειρεῖ νά δώσει ὁρισμό τοῦ Θεοῦ μοιάζει μέ τυφλό πού μετρᾶ στήν ἄβυσσο τούς κόκκους τῆς ἄμμου». Μᾶς λέει, λοιπόν, ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ὅτι μιλώντας γιά τήν ἀγάπη, οὐσιαστικά κάνουμε λόγο περί τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, διότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» (Α΄ Ἰωάν. 4, 16).
Πράγματι ὁ Θεός μέσα στήν Ἁγία Γραφή ὀνομάζεται «ὁ Ὤν» (ὁ ὑπάρχων), «Πνεῦμα», «Φῶς», ἀλλά καί «Ἀγάπη». «Ἀγάπη» εἶναι τό πιό συγκινητικό ὄνομα καί ἰδίωμα τοῦ Θεοῦ. Καί τό ὄνομα αὐτό μᾶς λέει, πώς ὁ Θεός εἶναι προσωπικός Θεός, διότι μόνο τό πρόσωπο ἀγαπᾶ καί σκορπίζει ἀγάπη καί εὐσπλαχνία. Ὁ Θεός ἀπό ἀγάπη δημιούργησε τόν ἀόρατο καί τόν ὁρατό κόσμο. Ἀπό ἀγάπη δημιούργησε τόν ἄνθρωπο καί τόν τοποθέτησε στόν Παράδεισο. Ὁ ἄνθρωπος, δυστυχῶς, ἁμάρτησε καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό. Καί πάλι ὁ Θεός ὅμως δέν ἐγκατέλειψε τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἀπό ἀγάπη ἔστειλε τόν Μονογενῆ του Υἱό στόν κόσμο.
Λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Τόν Υἱό Του τόν Μονογενή ἀπό τούς κόλπους Του ὁ Πατέρας τόν γέννησε, καί ἀφοῦ ἔλαβε δούλου μορφή, προετοίμασε νά γεννηθεῖ ἀπό τήν Παρθένο καί νά μᾶς συναναστραφεῖ… Ἔκπληκτος ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης μπροστά στό μυστήριο ἀναβοᾶ: “Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον…”. Τόσο μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός, ὥστε νά δώσει τόν Υἱό Του ὑπέρ τῶν δούλων, καί μάλιστα δούλων ἀχαρίστων». Καί συνεχίζει ὁ ἱερός πατήρ: «Γιά μένα ὁ Χριστός ἔλαβε δούλου μορφή. Γιά μένα ἔπαθε ὅσα ἔπαθε. Γιά μένα, τό δοῦλο, τόν ἐχθρό Του, τόν ἀχάριστο. Ἀλλά τόσο πολύ μέ ἀγάπησε, ὥστε τόν ἑαυτό Τοῦ Τόν παρέδωσε σέ σταυρικό θάνατο… Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, λοιπόν, ἕνωσε τόν οὐρανό μέ τή γῆ. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θρόνιασε τόν ἄνθρωπο στό βασιλικό θρόνο. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φανέρωσε τόν Θεό στή γῆ. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔκανε δοῦλο τόν Κύριό του σύμπαντος». Ἡ ἀγάπη Του, Τόν ὁδήγησε στό νά θυσιαστεῖ ὑπέρ ὅλων. Ὁ Θεός, λοιπόν, εἶναι ὅλος ἀγάπη. Γνωρίζει μόνο νά ἀγαπᾶ. Νά ἀγαπᾶ καί νά μή μισεῖ. Νά ἀγαπᾶ καί νά μήν ἐκδικεῖται, ὅσο κακοί καί βλάσφημοι καί ὑβριστές τοῦ Ὀνόματός Του εἶναι οἱ ἄνθρωποι. Ὁ Θεός ἀγαπᾶ, εὐλογεῖ, εὐεργετεῖ, συγχωρεῖ καί τούς χειρότερους ἀνθρώπους. Αὐτό θά πεῖ, ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη.
Πράγματι ὁ Θεός μέσα στήν Ἁγία Γραφή ὀνομάζεται «ὁ Ὤν» (ὁ ὑπάρχων), «Πνεῦμα», «Φῶς», ἀλλά καί «Ἀγάπη». «Ἀγάπη» εἶναι τό πιό συγκινητικό ὄνομα καί ἰδίωμα τοῦ Θεοῦ. Καί τό ὄνομα αὐτό μᾶς λέει, πώς ὁ Θεός εἶναι προσωπικός Θεός, διότι μόνο τό πρόσωπο ἀγαπᾶ καί σκορπίζει ἀγάπη καί εὐσπλαχνία. Ὁ Θεός ἀπό ἀγάπη δημιούργησε τόν ἀόρατο καί τόν ὁρατό κόσμο. Ἀπό ἀγάπη δημιούργησε τόν ἄνθρωπο καί τόν τοποθέτησε στόν Παράδεισο. Ὁ ἄνθρωπος, δυστυχῶς, ἁμάρτησε καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό. Καί πάλι ὁ Θεός ὅμως δέν ἐγκατέλειψε τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἀπό ἀγάπη ἔστειλε τόν Μονογενῆ του Υἱό στόν κόσμο.
Λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Τόν Υἱό Του τόν Μονογενή ἀπό τούς κόλπους Του ὁ Πατέρας τόν γέννησε, καί ἀφοῦ ἔλαβε δούλου μορφή, προετοίμασε νά γεννηθεῖ ἀπό τήν Παρθένο καί νά μᾶς συναναστραφεῖ… Ἔκπληκτος ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης μπροστά στό μυστήριο ἀναβοᾶ: “Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον…”. Τόσο μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός, ὥστε νά δώσει τόν Υἱό Του ὑπέρ τῶν δούλων, καί μάλιστα δούλων ἀχαρίστων». Καί συνεχίζει ὁ ἱερός πατήρ: «Γιά μένα ὁ Χριστός ἔλαβε δούλου μορφή. Γιά μένα ἔπαθε ὅσα ἔπαθε. Γιά μένα, τό δοῦλο, τόν ἐχθρό Του, τόν ἀχάριστο. Ἀλλά τόσο πολύ μέ ἀγάπησε, ὥστε τόν ἑαυτό Τοῦ Τόν παρέδωσε σέ σταυρικό θάνατο… Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, λοιπόν, ἕνωσε τόν οὐρανό μέ τή γῆ. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θρόνιασε τόν ἄνθρωπο στό βασιλικό θρόνο. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φανέρωσε τόν Θεό στή γῆ. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔκανε δοῦλο τόν Κύριό του σύμπαντος». Ἡ ἀγάπη Του, Τόν ὁδήγησε στό νά θυσιαστεῖ ὑπέρ ὅλων. Ὁ Θεός, λοιπόν, εἶναι ὅλος ἀγάπη. Γνωρίζει μόνο νά ἀγαπᾶ. Νά ἀγαπᾶ καί νά μή μισεῖ. Νά ἀγαπᾶ καί νά μήν ἐκδικεῖται, ὅσο κακοί καί βλάσφημοι καί ὑβριστές τοῦ Ὀνόματός Του εἶναι οἱ ἄνθρωποι. Ὁ Θεός ἀγαπᾶ, εὐλογεῖ, εὐεργετεῖ, συγχωρεῖ καί τούς χειρότερους ἀνθρώπους. Αὐτό θά πεῖ, ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη.
*
Οἱ χριστιανοί καλούμαστε νά ἀγαπήσουμε τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως μᾶς ἀγάπησε ἐκεῖνος. Καλούμαστε νά ἀνταποδώσουμε τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό. Νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας μας καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς μας καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας μας καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος μας» (Μάρκ. 12, 30). Νά Τόν ἀγαπήσουμε δηλαδή ὄχι ἁπλῶς μέ ἕνα τρόπο συναισθηματικό, ἀλλά μέ ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή μας. Νά κάνουμε τόν Χριστό κέντρο τῆς ζωῆς μας. Ἔλεγε ὁ μακαριστός γέροντας Πορφύριος: «Ζωή χωρίς Χριστό δέν εἶναι ζωή. Ἄν δέν βλέπεις τόν Χριστό σέ ὅλα σου τά ἔργα καί τίς σκέψεις, εἶσαι χωρίς Χριστό. Ὁ Χριστός εἶναι φίλος μας, εἶναι ἀδελφός μας, εἶναι ὅ,τι καλό καί ὡραῖο. Εἶναι τό Πᾶν. Ἀλλά εἶναι φίλος καί τό φωνάζει: “Σᾶς ἔχω φίλους δέν τό καταλαβαίνετε; Εἴμαστε ἀδέλφια. Δέν βαστάω τήν κόλαση στό χέρι, δέν σᾶς φοβερίζω, σᾶς ἀγαπάω. Σᾶς θέλω νά χαίρεστε μαζί μου τή ζωή”. Ὅταν βρίσκουμε κάποιον θησαυρό ἤ ὅ,τι ἄλλο, δέν θέλουμε νά τό λέμε πουθενά. Ὁ Χριστιανός ὅμως, ὅταν βρεῖ τόν Χριστό, ὅταν γνωρίσει τόν Χριστό, ὅταν ὁ Χριστός ἐγκύψει μέσα στήν ψυχή του, θέλει νά φωνάζει καί νά τό λέει παντοῦ, θέλει νά λέει γιά τόν Χριστό, τί εἶναι ὁ Χριστός. Ἀγαπήσατε τό Χριστό καί μηδέν προτιμῆστε τῆς ἀγάπης Αὐτοῦ».
Ὁ γνήσιος μαθητής τοῦ Χριστοῦ, ἐφαρμόζοντας τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Μάρκ. 12, 31), ὀφείλει νά ἀγαπάει τόν πλησίον του. «Γιατί, ἄν δέν ἀγαπήσει τόν ἀδελφό του πού τόν βλέπει, πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀγαπήσει τόν Θεό ποῦ δέν Τόν βλέπει;» (Α΄ Ἰωάν. 4, 20). Ὅταν λέμε, ὅμως, ἀγάπη πρός τόν πλησίον γιά ποιά ἀγάπη μιλᾶμε; Ὑπάρχουν, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, διαφόρων εἰδῶν ἀγάπες. Ποιές εἶναι αὐτές; Λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής: «Γιά τίς πέντε αὐτές αἰτίες ἀγαπῶνται οἱ ἄνθρωποι ἀναμεταξύ τούς εἴτε εἶναι αὐτές ἀξιέπαινες, εἴτε ἀξιοκατάκριτες. Ἤ δηλαδή ἀγαπῶνται ἐξαιτίας τοῦ Θεοῦ ἤ ἐξαιτίας τῆς φύσεως, ὅπως οἱ γονεῖς τά τέκνα καί ἀντίστροφα ἤ ἀπό ματαιοδοξία, ὅπως ἀγαπᾶ ἐκεῖνος πού τιμᾶται, ἐκεῖνον πού τόν τιμᾶ ἤ ἀπό φιλαργυρία, ὅπως ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν πλούσιο μέ σκοπό νά λάβει χρήματα ἀπό αὐτόν ἤ ἀπό φιληδονία, ὅπως ἐκεῖνος πού ὑπηρετεῖ δουλικά τή γαστέρα καί ὅλα τά σχετικά μέ τήν ἀκολασία. Ἡ πρώτη αἰτία (αὐτή πού προέρχεται ἀπό τόν Θεό, ἡ θεία ἀγάπη) εἶναι ἐπαινετή, ἡ δεύτερη αἰτία (ἡ φυσική ἀγάπη) βρίσκεται στή μεσαία κατάσταση, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες εἶναι ἐκδηλώσεις πάθους».
Ἡ ἀγάπη, λοιπόν, πρός τόν πλησίον πρέπει νά εἶναι γνήσια, καθαρή, ἀνυπόκριτη, ἀλλά καί ἔμπρακτη. Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος: «Μή μου πεῖς ὅτι ἀγαπῶ τόν ἄλλον περισσότερο καί ἀπό τόν ἑαυτό μου. Αὐτά εἶναι λόγια. Δεῖξε μου μέ τά ἔργα ἄν τόν ἀγαπᾶς περισσότερο ἀπό τόν ἑαυτό σου». Ἡ ἀγάπη στά λόγια εἶναι εὔκολη, στά ἔργα εἶναι δύσκολη. Πῶς, λοιπόν, θά δείξουμε ὅτι ἀγαπᾶμε στήν πράξη τόν πλησίον μας; Μέ συγκεκριμένες ἐνέργειες. Ὑπάρχει οἰκονομική ἀδυναμία σέ κάποιον ἀδελφό μας; Ὀφείλουμε νά τόν βοηθήσουμε. Τά δικά μας χρήματα νά γίνουν καί δικά του. Ὑπάρχει κάποια σωματική ἀδυναμία; Ὀφείλουμε νά τοῦ συμπαρασταθοῦμε. Ὁ δικός του πόνος νά γίνει καί δικός μας. Ὑπάρχει κάποια ψυχική ἀδυναμία; Ὀφείλουμε νά δείξουμε κατανόηση. Νά βαδίσουμε καί ἐμεῖς τό δύσκολο μονοπάτι τῆς θλίψεως τῶν ἄλλων. Καί γιά νά θυμηθοῦμε καί τήν εὐαγγελική περικοπή τῆς Κυριακῆς τῶν Ἀπόκρεω, ποιό ἦταν τό κριτήριο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων; Ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Τό ψωμί στούς πεινασμένους, τό νερό στούς διψασμένους, ἡ ἐπίσκεψη στούς ἀσθενεῖς καί στούς φυλακισμένους, μέ μιά λέξη ἡ ἐλεημοσύνη.
Ἀσφαλῶς ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον δέν ἐκδηλώνεται μόνο μέ πράξεις φιλανθρωπίας, μόνο μέ τό νά δώσουμε κάτι σέ ἐκεῖνον πού ἔχει ἀνάγκη, ἀλλά φανερώνεται καί μέ ἄλλους τρόπους. Μέ τρόπους, πού σχετίζονται μέ τή γενικότερη συμπεριφορά μας πρός τόν πλησίον. Καί ὅταν λέμε συμπεριφορά, δέν ἐννοοῦμε τούς καλούς τρόπους, ἀλλά τή συμπεριφορά μας ἀπέναντι στούς ἄλλους, ὅπως τή θέλει ὁ Θεός. Ποιοί εἶναι λοιπόν οἱ τρόποι αὐτοί; Μᾶς τούς περιγράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του καί συγκεκριμένα στό 13ο κεφάλαιο. Μᾶς λέει, λοιπόν, ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν ζωγραφίζοντας τήν ἀπαράμιλλη ὀμορφιά τῆς ἀγάπης, ὅτι ἡ ἀγάπη «μακροθυμεῖ». Δηλαδή ἡ ἀγάπη πλατύνει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί καθαρίζει τόν ἀγρό τῆς ψυχῆς, χωρίς νά ἀφήνει ἔστω καί ἕνα ἀγκάθι τῆς κακίας νά ἀναπτυχθεῖ. Ἡ ἀγάπη «οὐ ζηλοῖ». Ὁ χριστιανός δέν ζηλεύει, δέν ἀφήνει νά εἰσχωρήσει στήν καρδιά τοῦ ὁ φθόνος. Ἡ ἀγάπη «οὐ περπερεύεται». Ὁ εὐεργετικός καί μακρόθυμος πολλές φορές γίνεται ἀλαζόνας. Ἀλλά καί τήν ὑπερηφάνεια ἡ ἀγάπη τήν ἐξαφανίζει. Ἡ ἀγάπη «πάντα στέγει». Ὅλοι χωρᾶνε κάτω ἀπό τήν ἀγάπη. Ἄν οἱ ἄνθρωποι ὅλης της γῆς ἐφαρμόζανε τήν ἀρετή τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, τότε δέν θά ὑπῆρχε κανένα ἀπολύτως πρόβλημα.
Ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος: «Οὔτε νόμοι, οὔτε δικαστήρια θά χρειάζονταν, οὔτε τιμωρίες καί κολασμοί, οὔτε τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά. Διότι ἄν ὅλοι ἔδιναν καί εἰσέπρατταν ἀγάπη, κανένας δέν θά ἀδικοῦσε σέ τίποτε, ἀλλά φόνοι, φιλονικίες, πόλεμοι, ἐπαναστάσεις, κλοπές, πλεονεξίες καί ὅλα τά κακά θά ἐξαφανίζονταν. Ἀκόμα καί τό ὄνομα “κακία” θά ἦταν ἄγνωστο». Ἀντιλαμβανόμαστε, ὅτι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, πού ζοῦσαν τή χριστιανική ἀγάπη, συμπεριφέρονταν μέ ἕναν τρόπο τελείως παράδοξο γιά ἐμᾶς, πού εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς ἁμαρτίας. Λέει ὁ ἀββάς Δωρόθεος: «Ἡ τήρηση τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον, εἶναι νά μήν κάνει κάποιος τίποτα ἀπολύτως, πού καταλαβαίνει ὅτι θλίβει ἤ πληγώνει τόν πλησίον του, εἴτε με εργο, εἴτε με λογο, εἴτε μέ κάποια κίνηση, εἴτε ἀκόμα καί μέ ἕνα βλέμμα». Ὁ ἀββάς Δωρόθεος, κάποτε διακονοῦσε ἕνα Γέροντα. Ὁ Γέροντας αὐτός εἶχε τέσσερις λόγους, τούς ὁποίους ἔλεγε στόν ἀββά Δωρόθεο. Μιλοῦσε λοιπόν ἔτσι:
«Πάνω ἀπ’ ὅλα, ἀδελφέ μου ὁ Θεός νά φυλάξει τήν ἀγάπη. Εἶπαν οἱ Πατέρες: Τό νά προσέξει κανείς νά μή σκανδαλίσει τή συνείδηση τοῦ πλησίον, γεννάει τήν ταπεινοφροσύνη. Τό ἄλλο βράδυ τοῦ ἔλεγε: Πάνω ἀπ’ ὅλα, ἀδελφέ μου, ὁ Θεός να φυλαξει την ἀγάπη. Εἶπαν οἱ Πατέρες: Ποτέ δέν ἔβαλα τό θέλημά μου, ἐμπρός ἀπό τό θέλημα τοῦ ἀδελφοῦ μου. Ἄλλοτε πάλι ἔλεγε: Πάνω ἀπ’ ὅλα, ἀδελφέ μου, ὁ Θεός να φυλαξει την αγαπη. Εἶπαν οἱ Πατέρες: Φεῦγε ἀπό τά ἀνθρώπινα καί σώζου. Πάλι ἔλεγε: Πάνω ἀπ’ ὅλα, ἀδελφέ μου, ὁ Θεός να φυλαξει τήν ἀγάπη. Νά σηκώνει ὁ ἕνας τά βάρη τοῦ ἄλλου καί ἔτσι νά ἀναπληρώσετε τό νόμο τοῦ Χριστοῦ (Γαλ. 6, 2)».
Ὁ Ἀρχηγός τῆς πίστεώς μας Ἰησοῦς Χριστός, ἀνεβάζει ἀκόμα πιό ψηλά τόν πήχη τῆς ἀρετῆς τῆς ἀγάπης καί μᾶς ζητάει νά ἀγαπᾶμε τούς ἐχθρούς μας (Λουκ. 6, 35). Καί αὐτό μᾶς τό λέει, γιατί ἄν ἀγαπᾶμε μόνο ἐκείνους ποῦ μας ἀγαποῦν, τότε ποιά χάρη θά ἔχουμε; Καί οἱ ἁμαρτωλοί ἀγαποῦν ἐκείνους πού τούς ἀγαποῦν (Λουκ. 6, 32-33). Εἶναι ἀλήθεια, πώς ἡ ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς ἀποτελεῖ τή δύσκολη ἀγάπη. Αὐτή ὅμως μας δίδαξε καί ἔκανε πράξη ὁ Χριστός. Ἑπομένως ὀφείλουμε καί ἐμεῖς νά τήν ἐφαρμόσουμε. Ἀναφέρει σχετικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Μέχρι τήν τελευταία Του ἀναπνοή ὁ Κύριος ὑπέρ τῶν ἐχθρῶν ἔκανε τά πάντα. Ὑπέρ ἐκείνων φρόντιζε. Καί μετά τό Σταυρό τί δέν ἔκανε γι’ αὐτούς; Δέν ἔστειλε τούς Ἀποστόλους; Δέν ἔκανε τόσα θαύματα; Ἔτσι πρέπει νά ἀγαπᾶμε τούς ἐχθρούς. Ἔτσι νά μιμούμαστε τόν Χριστό». Καί ὁ ἱερός πατήρ μας λέει καί κάτι ἄλλο πολύ σημαντικό: «Ὅταν ἀγαπᾶς τόν ἐχθρό σου εὐεργετεῖς τόν ἑαυτό σου καί γίνεσαι ἴσος µέ τόν Θεό. Ὁ ἐχθρός σου ἐάν ἀγαπηθεῖ ἀπό ἐσένα δέν κερδίζει τίποτα σπουδαῖο, γιατί ἀγαπήθηκε ἀπό ἕνα ὁµόδουλό του, ἐνῶ ἐσύ ἐάν ἀγαπήσεις τόν ὁµόδουλό σου, βγαίνεις πολύ κερδισμένος, γιατί γίνεσαι ὅμοιος µέ τόν Θεό. Ἔτσι δέν κάνεις χάρη σέ ἐκεῖνον ἀλλά στόν ἑαυτό σου, γιατί τό ἔπαθλο δέν πάει σέ ἐκεῖνον ἀλλά σέ ἐσένα. Ἐάν δέ, συμβαίνει νά εἶναι ὁ ἐχθρός σου καί πονηρός, τόσο μεγαλύτερος εἶναι ὁ μισθός σου ὅταν τόν ἀγαπᾶς, γιατί ὅσο κακός εἶναι τόσο αὐξάνεται καί ὁ μισθός σου».
Ἀγάπη στούς ἐχθρούς! Σ’ αὐτή τήν ὑψηλή κορυφή τῆς ἁγιότητας μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος. Καί δέν εἶναι αὐτό ἐξωπραγματικό. Τέτοια ἀγάπη ἔδειξαν Ἅγιοι καί πιστοί της Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἀγάπη τούς αὐτή ἦταν πού ἐντυπωσίασε τόν κόσμο καί ἄλλαξε τόν κόσμο. Ἦταν ἡ σφραγίδα τῆς γνησιότητάς τους. Τέτοια ἀγάπη μᾶς ἔδειξε ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος σταυρώθηκε γιά μᾶς πού ἤμασταν ἀποστάτες καί ἐχθροί του καί ἀπό τό σταυρό Του συγχώρεσε τούς σταυρωτές Του.
Ἡ ἀγάπη, ὅμως, τοῦ χριστιανοῦ πρέπει νά φτάνει ἀκόμη μέχρι καί τή θυσία τῆς ἴδιας του τῆς ζωῆς ὑπέρ τοῦ ἄλλων. Ὁ Κύριός μας, συνομιλώντας μέ τό Νικόδημο, ἀναφέρεται στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν κόσμο, τήν ὁποία καί συνδέει μέ τή σταυρική θυσία Του γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου: «Πρέπει νά ὑψωθεῖ ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου, ὥστε ὅποιος πιστεύει σ’ Αὐτόν νά μή χαθεῖ, ἀλλά νά ζήσει αἰώνια. Τόσο πολύ ἀγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμο, ὥστε παρέδωσε στό θάνατο τόν μονογενῆ του Υἱό, γιά νά μή χαθεῖ ὅποιος πιστεύει σ’ αὐτόν, ἀλλά νά ἔχει ζωή αἰώνια» (Ἰωάν. 3, 14-16). Τή θυσιαστική αὐτή ἀγάπη ζητάει ὁ Θεός καί ἀπό ἐμᾶς. Γι’ αὐτό καί πρός τούς Μαθητές Τοῦ διευκρίνισε, ὅτι τό ἀποκορύφωμα τῆς ἀγάπης εἶναι νά θυσιάζεσαι γιά ἐκεῖνον τόν ὁποῖο ἀγαπᾶς. Εἶπε: «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάν. 15, 13). Μέ τούς λόγους του αὐτούς ὁ Κύριός μας φανέρωσε, ὅτι ἀγάπη σημαίνει θυσία. Ἄν ἀγαπᾶς θυσιάζεσαι γιά ἐκεῖνον τόν ὁποῖο ἀγαπᾶς. Ἄν δέν μπορεῖς νά θυσιάσεις κάτι γι’ αὐτόν εἶναι φανερό, ὅτι δέν ἔχεις μέσα σου ἀγάπη. Λίγο ἀγαπᾶς; Λίγα θυσιάζεις. Πολύ ἀγαπᾶς; Πολλά θυσιάζεις. Τά θυσιάζεις ὅλα, ἀκόμα καί τήν ἴδια σου τή ζωή; Τότε ἔχεις τήν τέλεια καί μείζονα ἀγάπη. Ρώτησαν κάποτε τόν ἀββά Ἀγάθωνα πῶς ἐκδηλώνεται ἡ εἰλικρινής ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Καί ἐκεῖνος ὁ μακάριος, πού εἶχε ἀποκτήσει τή βασίλισσα τῶν ἀρετῶν σέ τέλειο βαθμό, ἀπάντησε:
–Ἀγάπη εἶναι νά βρῶ ἕνα λεπρό καί νά τοῦ δώσω εὐχαρίστως τό σῶμα μου καί, ἄν εἶναι δυνατόν, νά πάρω τό δικό του.
Ὁ γνήσιος μαθητής τοῦ Χριστοῦ, ἐφαρμόζοντας τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Μάρκ. 12, 31), ὀφείλει νά ἀγαπάει τόν πλησίον του. «Γιατί, ἄν δέν ἀγαπήσει τόν ἀδελφό του πού τόν βλέπει, πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀγαπήσει τόν Θεό ποῦ δέν Τόν βλέπει;» (Α΄ Ἰωάν. 4, 20). Ὅταν λέμε, ὅμως, ἀγάπη πρός τόν πλησίον γιά ποιά ἀγάπη μιλᾶμε; Ὑπάρχουν, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, διαφόρων εἰδῶν ἀγάπες. Ποιές εἶναι αὐτές; Λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής: «Γιά τίς πέντε αὐτές αἰτίες ἀγαπῶνται οἱ ἄνθρωποι ἀναμεταξύ τούς εἴτε εἶναι αὐτές ἀξιέπαινες, εἴτε ἀξιοκατάκριτες. Ἤ δηλαδή ἀγαπῶνται ἐξαιτίας τοῦ Θεοῦ ἤ ἐξαιτίας τῆς φύσεως, ὅπως οἱ γονεῖς τά τέκνα καί ἀντίστροφα ἤ ἀπό ματαιοδοξία, ὅπως ἀγαπᾶ ἐκεῖνος πού τιμᾶται, ἐκεῖνον πού τόν τιμᾶ ἤ ἀπό φιλαργυρία, ὅπως ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν πλούσιο μέ σκοπό νά λάβει χρήματα ἀπό αὐτόν ἤ ἀπό φιληδονία, ὅπως ἐκεῖνος πού ὑπηρετεῖ δουλικά τή γαστέρα καί ὅλα τά σχετικά μέ τήν ἀκολασία. Ἡ πρώτη αἰτία (αὐτή πού προέρχεται ἀπό τόν Θεό, ἡ θεία ἀγάπη) εἶναι ἐπαινετή, ἡ δεύτερη αἰτία (ἡ φυσική ἀγάπη) βρίσκεται στή μεσαία κατάσταση, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες εἶναι ἐκδηλώσεις πάθους».
Ἡ ἀγάπη, λοιπόν, πρός τόν πλησίον πρέπει νά εἶναι γνήσια, καθαρή, ἀνυπόκριτη, ἀλλά καί ἔμπρακτη. Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος: «Μή μου πεῖς ὅτι ἀγαπῶ τόν ἄλλον περισσότερο καί ἀπό τόν ἑαυτό μου. Αὐτά εἶναι λόγια. Δεῖξε μου μέ τά ἔργα ἄν τόν ἀγαπᾶς περισσότερο ἀπό τόν ἑαυτό σου». Ἡ ἀγάπη στά λόγια εἶναι εὔκολη, στά ἔργα εἶναι δύσκολη. Πῶς, λοιπόν, θά δείξουμε ὅτι ἀγαπᾶμε στήν πράξη τόν πλησίον μας; Μέ συγκεκριμένες ἐνέργειες. Ὑπάρχει οἰκονομική ἀδυναμία σέ κάποιον ἀδελφό μας; Ὀφείλουμε νά τόν βοηθήσουμε. Τά δικά μας χρήματα νά γίνουν καί δικά του. Ὑπάρχει κάποια σωματική ἀδυναμία; Ὀφείλουμε νά τοῦ συμπαρασταθοῦμε. Ὁ δικός του πόνος νά γίνει καί δικός μας. Ὑπάρχει κάποια ψυχική ἀδυναμία; Ὀφείλουμε νά δείξουμε κατανόηση. Νά βαδίσουμε καί ἐμεῖς τό δύσκολο μονοπάτι τῆς θλίψεως τῶν ἄλλων. Καί γιά νά θυμηθοῦμε καί τήν εὐαγγελική περικοπή τῆς Κυριακῆς τῶν Ἀπόκρεω, ποιό ἦταν τό κριτήριο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων; Ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Τό ψωμί στούς πεινασμένους, τό νερό στούς διψασμένους, ἡ ἐπίσκεψη στούς ἀσθενεῖς καί στούς φυλακισμένους, μέ μιά λέξη ἡ ἐλεημοσύνη.
Ἀσφαλῶς ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον δέν ἐκδηλώνεται μόνο μέ πράξεις φιλανθρωπίας, μόνο μέ τό νά δώσουμε κάτι σέ ἐκεῖνον πού ἔχει ἀνάγκη, ἀλλά φανερώνεται καί μέ ἄλλους τρόπους. Μέ τρόπους, πού σχετίζονται μέ τή γενικότερη συμπεριφορά μας πρός τόν πλησίον. Καί ὅταν λέμε συμπεριφορά, δέν ἐννοοῦμε τούς καλούς τρόπους, ἀλλά τή συμπεριφορά μας ἀπέναντι στούς ἄλλους, ὅπως τή θέλει ὁ Θεός. Ποιοί εἶναι λοιπόν οἱ τρόποι αὐτοί; Μᾶς τούς περιγράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του καί συγκεκριμένα στό 13ο κεφάλαιο. Μᾶς λέει, λοιπόν, ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν ζωγραφίζοντας τήν ἀπαράμιλλη ὀμορφιά τῆς ἀγάπης, ὅτι ἡ ἀγάπη «μακροθυμεῖ». Δηλαδή ἡ ἀγάπη πλατύνει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί καθαρίζει τόν ἀγρό τῆς ψυχῆς, χωρίς νά ἀφήνει ἔστω καί ἕνα ἀγκάθι τῆς κακίας νά ἀναπτυχθεῖ. Ἡ ἀγάπη «οὐ ζηλοῖ». Ὁ χριστιανός δέν ζηλεύει, δέν ἀφήνει νά εἰσχωρήσει στήν καρδιά τοῦ ὁ φθόνος. Ἡ ἀγάπη «οὐ περπερεύεται». Ὁ εὐεργετικός καί μακρόθυμος πολλές φορές γίνεται ἀλαζόνας. Ἀλλά καί τήν ὑπερηφάνεια ἡ ἀγάπη τήν ἐξαφανίζει. Ἡ ἀγάπη «πάντα στέγει». Ὅλοι χωρᾶνε κάτω ἀπό τήν ἀγάπη. Ἄν οἱ ἄνθρωποι ὅλης της γῆς ἐφαρμόζανε τήν ἀρετή τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, τότε δέν θά ὑπῆρχε κανένα ἀπολύτως πρόβλημα.
Ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος: «Οὔτε νόμοι, οὔτε δικαστήρια θά χρειάζονταν, οὔτε τιμωρίες καί κολασμοί, οὔτε τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά. Διότι ἄν ὅλοι ἔδιναν καί εἰσέπρατταν ἀγάπη, κανένας δέν θά ἀδικοῦσε σέ τίποτε, ἀλλά φόνοι, φιλονικίες, πόλεμοι, ἐπαναστάσεις, κλοπές, πλεονεξίες καί ὅλα τά κακά θά ἐξαφανίζονταν. Ἀκόμα καί τό ὄνομα “κακία” θά ἦταν ἄγνωστο». Ἀντιλαμβανόμαστε, ὅτι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, πού ζοῦσαν τή χριστιανική ἀγάπη, συμπεριφέρονταν μέ ἕναν τρόπο τελείως παράδοξο γιά ἐμᾶς, πού εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς ἁμαρτίας. Λέει ὁ ἀββάς Δωρόθεος: «Ἡ τήρηση τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον, εἶναι νά μήν κάνει κάποιος τίποτα ἀπολύτως, πού καταλαβαίνει ὅτι θλίβει ἤ πληγώνει τόν πλησίον του, εἴτε με εργο, εἴτε με λογο, εἴτε μέ κάποια κίνηση, εἴτε ἀκόμα καί μέ ἕνα βλέμμα». Ὁ ἀββάς Δωρόθεος, κάποτε διακονοῦσε ἕνα Γέροντα. Ὁ Γέροντας αὐτός εἶχε τέσσερις λόγους, τούς ὁποίους ἔλεγε στόν ἀββά Δωρόθεο. Μιλοῦσε λοιπόν ἔτσι:
«Πάνω ἀπ’ ὅλα, ἀδελφέ μου ὁ Θεός νά φυλάξει τήν ἀγάπη. Εἶπαν οἱ Πατέρες: Τό νά προσέξει κανείς νά μή σκανδαλίσει τή συνείδηση τοῦ πλησίον, γεννάει τήν ταπεινοφροσύνη. Τό ἄλλο βράδυ τοῦ ἔλεγε: Πάνω ἀπ’ ὅλα, ἀδελφέ μου, ὁ Θεός να φυλαξει την ἀγάπη. Εἶπαν οἱ Πατέρες: Ποτέ δέν ἔβαλα τό θέλημά μου, ἐμπρός ἀπό τό θέλημα τοῦ ἀδελφοῦ μου. Ἄλλοτε πάλι ἔλεγε: Πάνω ἀπ’ ὅλα, ἀδελφέ μου, ὁ Θεός να φυλαξει την αγαπη. Εἶπαν οἱ Πατέρες: Φεῦγε ἀπό τά ἀνθρώπινα καί σώζου. Πάλι ἔλεγε: Πάνω ἀπ’ ὅλα, ἀδελφέ μου, ὁ Θεός να φυλαξει τήν ἀγάπη. Νά σηκώνει ὁ ἕνας τά βάρη τοῦ ἄλλου καί ἔτσι νά ἀναπληρώσετε τό νόμο τοῦ Χριστοῦ (Γαλ. 6, 2)».
Ὁ Ἀρχηγός τῆς πίστεώς μας Ἰησοῦς Χριστός, ἀνεβάζει ἀκόμα πιό ψηλά τόν πήχη τῆς ἀρετῆς τῆς ἀγάπης καί μᾶς ζητάει νά ἀγαπᾶμε τούς ἐχθρούς μας (Λουκ. 6, 35). Καί αὐτό μᾶς τό λέει, γιατί ἄν ἀγαπᾶμε μόνο ἐκείνους ποῦ μας ἀγαποῦν, τότε ποιά χάρη θά ἔχουμε; Καί οἱ ἁμαρτωλοί ἀγαποῦν ἐκείνους πού τούς ἀγαποῦν (Λουκ. 6, 32-33). Εἶναι ἀλήθεια, πώς ἡ ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς ἀποτελεῖ τή δύσκολη ἀγάπη. Αὐτή ὅμως μας δίδαξε καί ἔκανε πράξη ὁ Χριστός. Ἑπομένως ὀφείλουμε καί ἐμεῖς νά τήν ἐφαρμόσουμε. Ἀναφέρει σχετικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Μέχρι τήν τελευταία Του ἀναπνοή ὁ Κύριος ὑπέρ τῶν ἐχθρῶν ἔκανε τά πάντα. Ὑπέρ ἐκείνων φρόντιζε. Καί μετά τό Σταυρό τί δέν ἔκανε γι’ αὐτούς; Δέν ἔστειλε τούς Ἀποστόλους; Δέν ἔκανε τόσα θαύματα; Ἔτσι πρέπει νά ἀγαπᾶμε τούς ἐχθρούς. Ἔτσι νά μιμούμαστε τόν Χριστό». Καί ὁ ἱερός πατήρ μας λέει καί κάτι ἄλλο πολύ σημαντικό: «Ὅταν ἀγαπᾶς τόν ἐχθρό σου εὐεργετεῖς τόν ἑαυτό σου καί γίνεσαι ἴσος µέ τόν Θεό. Ὁ ἐχθρός σου ἐάν ἀγαπηθεῖ ἀπό ἐσένα δέν κερδίζει τίποτα σπουδαῖο, γιατί ἀγαπήθηκε ἀπό ἕνα ὁµόδουλό του, ἐνῶ ἐσύ ἐάν ἀγαπήσεις τόν ὁµόδουλό σου, βγαίνεις πολύ κερδισμένος, γιατί γίνεσαι ὅμοιος µέ τόν Θεό. Ἔτσι δέν κάνεις χάρη σέ ἐκεῖνον ἀλλά στόν ἑαυτό σου, γιατί τό ἔπαθλο δέν πάει σέ ἐκεῖνον ἀλλά σέ ἐσένα. Ἐάν δέ, συμβαίνει νά εἶναι ὁ ἐχθρός σου καί πονηρός, τόσο μεγαλύτερος εἶναι ὁ μισθός σου ὅταν τόν ἀγαπᾶς, γιατί ὅσο κακός εἶναι τόσο αὐξάνεται καί ὁ μισθός σου».
Ἀγάπη στούς ἐχθρούς! Σ’ αὐτή τήν ὑψηλή κορυφή τῆς ἁγιότητας μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος. Καί δέν εἶναι αὐτό ἐξωπραγματικό. Τέτοια ἀγάπη ἔδειξαν Ἅγιοι καί πιστοί της Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἀγάπη τούς αὐτή ἦταν πού ἐντυπωσίασε τόν κόσμο καί ἄλλαξε τόν κόσμο. Ἦταν ἡ σφραγίδα τῆς γνησιότητάς τους. Τέτοια ἀγάπη μᾶς ἔδειξε ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος σταυρώθηκε γιά μᾶς πού ἤμασταν ἀποστάτες καί ἐχθροί του καί ἀπό τό σταυρό Του συγχώρεσε τούς σταυρωτές Του.
Ἡ ἀγάπη, ὅμως, τοῦ χριστιανοῦ πρέπει νά φτάνει ἀκόμη μέχρι καί τή θυσία τῆς ἴδιας του τῆς ζωῆς ὑπέρ τοῦ ἄλλων. Ὁ Κύριός μας, συνομιλώντας μέ τό Νικόδημο, ἀναφέρεται στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν κόσμο, τήν ὁποία καί συνδέει μέ τή σταυρική θυσία Του γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου: «Πρέπει νά ὑψωθεῖ ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου, ὥστε ὅποιος πιστεύει σ’ Αὐτόν νά μή χαθεῖ, ἀλλά νά ζήσει αἰώνια. Τόσο πολύ ἀγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμο, ὥστε παρέδωσε στό θάνατο τόν μονογενῆ του Υἱό, γιά νά μή χαθεῖ ὅποιος πιστεύει σ’ αὐτόν, ἀλλά νά ἔχει ζωή αἰώνια» (Ἰωάν. 3, 14-16). Τή θυσιαστική αὐτή ἀγάπη ζητάει ὁ Θεός καί ἀπό ἐμᾶς. Γι’ αὐτό καί πρός τούς Μαθητές Τοῦ διευκρίνισε, ὅτι τό ἀποκορύφωμα τῆς ἀγάπης εἶναι νά θυσιάζεσαι γιά ἐκεῖνον τόν ὁποῖο ἀγαπᾶς. Εἶπε: «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάν. 15, 13). Μέ τούς λόγους του αὐτούς ὁ Κύριός μας φανέρωσε, ὅτι ἀγάπη σημαίνει θυσία. Ἄν ἀγαπᾶς θυσιάζεσαι γιά ἐκεῖνον τόν ὁποῖο ἀγαπᾶς. Ἄν δέν μπορεῖς νά θυσιάσεις κάτι γι’ αὐτόν εἶναι φανερό, ὅτι δέν ἔχεις μέσα σου ἀγάπη. Λίγο ἀγαπᾶς; Λίγα θυσιάζεις. Πολύ ἀγαπᾶς; Πολλά θυσιάζεις. Τά θυσιάζεις ὅλα, ἀκόμα καί τήν ἴδια σου τή ζωή; Τότε ἔχεις τήν τέλεια καί μείζονα ἀγάπη. Ρώτησαν κάποτε τόν ἀββά Ἀγάθωνα πῶς ἐκδηλώνεται ἡ εἰλικρινής ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Καί ἐκεῖνος ὁ μακάριος, πού εἶχε ἀποκτήσει τή βασίλισσα τῶν ἀρετῶν σέ τέλειο βαθμό, ἀπάντησε:
–Ἀγάπη εἶναι νά βρῶ ἕνα λεπρό καί νά τοῦ δώσω εὐχαρίστως τό σῶμα μου καί, ἄν εἶναι δυνατόν, νά πάρω τό δικό του.
*
Μετά ἀπό ὅλα αὐτά ποῦ ἀναφέρθηκαν, τίθεται τό ἑξῆς ἐρώτημα: Πῶς θά ἀποκτήσουμε τήν ἀρετή τῆς ἀγάπης; Κατ’ ἀρχάς νά διευκρινίσουμε πώς δέν εἶναι δυνατόν, νά ποῦμε ξαφνικά: «Ἀγαπῶ τόν Θεό καί τόν πλησίον μου μέ ὅλη μου τήν καρδιά, μέ ὅλη μου τήν ψυχή, μέ ὅλη μου τή δύναμη». Δέν πρόκειται νά ἀποκτήσουμε τήν ἀρετή τῆς ἀληθινῆς καί τέλειας ἀγάπης ἀπό τή μία στιγμή στήν ἄλλη. Τότε, πῶς μποροῦμε νά ἀγαπήσουμε τόν ἄλλον ὅπως τόν ἑαυτό μας καί ἀκόμα περισσότερο, πῶς μποροῦμε νά φτάσουμε σέ ἕνα ἐπίπεδο πού νά θέλουμε νά θυσιάσουμε τή ζωή μας ὑπέρ τοῦ ἄλλου;
Ὅταν ἔθεσε κάποιος ἕνα παρόμοιο ἐρώτημα στόν ἀββά Δωρόθεο, ἐκεῖνος ἀπάντησε ὡς ἑξῆς: «Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ὑπάρχουν δυό σκάλες πού ἡ μιά ὁδηγεῖ στόν οὐρανό καί ἡ ἄλλη ὁδηγεῖ κάτω στόν Ἅδη. Ἐσύ βρίσκεσαι πάνω στή γῆ ἀνάμεσα στίς δυό σκάλες. Μή θελήσεις νά σκεφτεῖς καί νά πεῖς: “Πῶς μπορῶ μέ μιᾶς νά πετάξω ἀπό τή γῆ καί νά βρεθῶ στήν κορυφή τῆς σκάλας”; Δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει αὐτό, οὔτε ζητάει ἀπό σένα κάτι τέτοιο ὁ Θεός. Ἀγωνίσου ἀρχικά νά μήν πάρεις τήν ἄλλη σκάλα πού πάει πρός τά κάτω. Νά μήν κάνεις κακό στόν πλησίον, νά μήν πληγώσεις, νά μήν καταλαλήσεις, νά μήν προσβάλεις, νά μήν ἐξουδενώσεις. Καί ἔτσι ἀρχίζεις καί νά εὐεργετεῖς λίγο τόν ἀδελφό σου, ἀνακουφίζοντας τόν μέ τόν καλό σου λόγο, πάσχοντας μαζί του καί δίνοντάς του κάτι ἄν χρειαστεῖ. Καί ἀνεβαίνοντας μέ αὐτόν τόν τρόπο μία μία βαθμίδα, φτάνεις, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, στήν κορυφή τῆς σκάλας».
Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον εἶναι καρπός, δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5, 22). Καί γιά νά ἀποκτήσουμε τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρέπει νά ἀγωνιστοῦμε πνευματικά. Πῶς; Μέ τήν προσευχή, τή νηστεία, τή συμμετοχή στή λατρεία καί στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν θεοφόρων Πατέρων. Ἡ ἀπόκτηση τῆς ἀγάπης, ὅπως καί ὅλων τῶν ἄλλων ἀρετῶν, δέν μπορεῖ νά γίνει μέ τρόπο μαγικό. Εἶπε κάποτε ὁ γέροντας Παΐσιος: «Ἐμεῖς μερικές φορές πᾶμε νά ἀποκτήσουμε τή Χάρη καί τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ μέ ἕνα μαγικό τρόπο. Νομίζουμε πώς χωρίς ἀγώνα θά ἀποκτήσουμε μία ἀρετή ἤ ἀκόμη καί θά ἁγιάσουμε. Γιά νά δώσει ὅμως ὁ Θεός, πρέπει νά σπείρουμε. Πῶς θά δώσει ὁ Θεός χωρίς νά ἐργασθοῦμε; Τί λέει τό τροπάριο; “Τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας”. Ὁ Θεός ρίχνει- ρίχνει βροχή, μαλακώνει τό χῶμα, ἀλλά καί ἐμεῖς πρέπει νά “γεωργήσουμε” τό χωράφι μας. Τό χῶμα εἶναι ἕτοιμο, ἀλλά πρέπει νά βάλουμε τό ὑνί στό χωράφι καί νά τό σπείρουμε καί ὅτι σπείρουμε, θά θερίσουμε. Ἄν ὅμως δέν ὀργώσουμε, πῶς θά σπείρουμε; Κι ἄν δέν σπείρουμε, τί θά θερίσουμε; Γι’ αὐτό λέει, νά μή ρωτᾶτε μόνον τί μπορεῖ νά κάνει ὁ Θεός, ἀλλά νά ρωτᾶτε καί τόν ἑαυτό σας τί μπορεῖτε νά κάνετε καί ἐσεῖς. Ἡ τράπεζα τοῦ Χριστοῦ δίνει πολύ μεγάλο τόκο. Ἀλλά, ἄν δέν κάναμε κατάθεση στήν τράπεζα, πῶς θά κάνουμε ἀνάληψη»;
Ὁ Θεός εἶναι ἕτοιμος νά μᾶς δώσει ὅλες τίς ἀρετές, ἀρκεῖ ἐμεῖς νά ἀγωνιστοῦμε νά τίς ἀποκτήσουμε. Καί τό πρῶτο πρᾶγμα πού πρέπει νά κάνουμε, εἶναι νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό καί νά ἐφαρμόσουμε τίς ἐντολές Του. Γιατί ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό, προσπαθεῖ νά τηρεῖ τίς ἐντολές Του (Ἰωάν. 14, 15). Ὀφείλουμε, λοιπόν, ὡς Χριστιανοί νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, νά συνειδητοποιήσουμε τήν εὐθύνη μας ἀπέναντι στούς ἄλλους καί νά τούς ἀγαπήσουμε ἀληθινά καί νά εὐαισθητοποιηθοῦμε γιά τίς ἀνάγκες τοῦ κόσμου.
Θά κλείσουμε μέ τά λόγια του ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ: «Πολλοί, βέβαια, ἔχουν πεῖ πολλά γιά τήν ἀγάπη. Θά βρεῖς ὅμως αὐτήν, ἄν τήν ἀναζητήσεις στούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Γιατί μόνο αὐτοί εἶχαν τήν ἀληθινή Ἀγάπη (τόν Χριστό), δάσκαλο ἀγάπης, γιά τήν ὁποία ἔλεγαν: “Ἐάν ἔχω τό χάρισμα νά προφητεύω καί νά γνωρίζω ὅλα τά μυστήρια, καθώς καί ὅλη τή γνώση, ἀλλά δέν ἔχω ἀγάπη, σέ τίποτα δέν ὠφελοῦμαι (Α΄ Κορ. 13, 2)”. Ἐκεῖνος λοιπόν πού ἀπέκτησε τήν ἀγάπη, ἀπέκτησε τόν ἴδιο τόν Θεό, διότι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη (Ἰωάν. 4, 46)».
Εὐχηθεῖτε, Σεβασμιώτατε, αὐτή τήν ἀγάπη νά ἀποκτήσουμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὅλοι μας. Ἀμήν!
Ὅταν ἔθεσε κάποιος ἕνα παρόμοιο ἐρώτημα στόν ἀββά Δωρόθεο, ἐκεῖνος ἀπάντησε ὡς ἑξῆς: «Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ὑπάρχουν δυό σκάλες πού ἡ μιά ὁδηγεῖ στόν οὐρανό καί ἡ ἄλλη ὁδηγεῖ κάτω στόν Ἅδη. Ἐσύ βρίσκεσαι πάνω στή γῆ ἀνάμεσα στίς δυό σκάλες. Μή θελήσεις νά σκεφτεῖς καί νά πεῖς: “Πῶς μπορῶ μέ μιᾶς νά πετάξω ἀπό τή γῆ καί νά βρεθῶ στήν κορυφή τῆς σκάλας”; Δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει αὐτό, οὔτε ζητάει ἀπό σένα κάτι τέτοιο ὁ Θεός. Ἀγωνίσου ἀρχικά νά μήν πάρεις τήν ἄλλη σκάλα πού πάει πρός τά κάτω. Νά μήν κάνεις κακό στόν πλησίον, νά μήν πληγώσεις, νά μήν καταλαλήσεις, νά μήν προσβάλεις, νά μήν ἐξουδενώσεις. Καί ἔτσι ἀρχίζεις καί νά εὐεργετεῖς λίγο τόν ἀδελφό σου, ἀνακουφίζοντας τόν μέ τόν καλό σου λόγο, πάσχοντας μαζί του καί δίνοντάς του κάτι ἄν χρειαστεῖ. Καί ἀνεβαίνοντας μέ αὐτόν τόν τρόπο μία μία βαθμίδα, φτάνεις, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, στήν κορυφή τῆς σκάλας».
Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον εἶναι καρπός, δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5, 22). Καί γιά νά ἀποκτήσουμε τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρέπει νά ἀγωνιστοῦμε πνευματικά. Πῶς; Μέ τήν προσευχή, τή νηστεία, τή συμμετοχή στή λατρεία καί στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν θεοφόρων Πατέρων. Ἡ ἀπόκτηση τῆς ἀγάπης, ὅπως καί ὅλων τῶν ἄλλων ἀρετῶν, δέν μπορεῖ νά γίνει μέ τρόπο μαγικό. Εἶπε κάποτε ὁ γέροντας Παΐσιος: «Ἐμεῖς μερικές φορές πᾶμε νά ἀποκτήσουμε τή Χάρη καί τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ μέ ἕνα μαγικό τρόπο. Νομίζουμε πώς χωρίς ἀγώνα θά ἀποκτήσουμε μία ἀρετή ἤ ἀκόμη καί θά ἁγιάσουμε. Γιά νά δώσει ὅμως ὁ Θεός, πρέπει νά σπείρουμε. Πῶς θά δώσει ὁ Θεός χωρίς νά ἐργασθοῦμε; Τί λέει τό τροπάριο; “Τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας”. Ὁ Θεός ρίχνει- ρίχνει βροχή, μαλακώνει τό χῶμα, ἀλλά καί ἐμεῖς πρέπει νά “γεωργήσουμε” τό χωράφι μας. Τό χῶμα εἶναι ἕτοιμο, ἀλλά πρέπει νά βάλουμε τό ὑνί στό χωράφι καί νά τό σπείρουμε καί ὅτι σπείρουμε, θά θερίσουμε. Ἄν ὅμως δέν ὀργώσουμε, πῶς θά σπείρουμε; Κι ἄν δέν σπείρουμε, τί θά θερίσουμε; Γι’ αὐτό λέει, νά μή ρωτᾶτε μόνον τί μπορεῖ νά κάνει ὁ Θεός, ἀλλά νά ρωτᾶτε καί τόν ἑαυτό σας τί μπορεῖτε νά κάνετε καί ἐσεῖς. Ἡ τράπεζα τοῦ Χριστοῦ δίνει πολύ μεγάλο τόκο. Ἀλλά, ἄν δέν κάναμε κατάθεση στήν τράπεζα, πῶς θά κάνουμε ἀνάληψη»;
Ὁ Θεός εἶναι ἕτοιμος νά μᾶς δώσει ὅλες τίς ἀρετές, ἀρκεῖ ἐμεῖς νά ἀγωνιστοῦμε νά τίς ἀποκτήσουμε. Καί τό πρῶτο πρᾶγμα πού πρέπει νά κάνουμε, εἶναι νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό καί νά ἐφαρμόσουμε τίς ἐντολές Του. Γιατί ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό, προσπαθεῖ νά τηρεῖ τίς ἐντολές Του (Ἰωάν. 14, 15). Ὀφείλουμε, λοιπόν, ὡς Χριστιανοί νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, νά συνειδητοποιήσουμε τήν εὐθύνη μας ἀπέναντι στούς ἄλλους καί νά τούς ἀγαπήσουμε ἀληθινά καί νά εὐαισθητοποιηθοῦμε γιά τίς ἀνάγκες τοῦ κόσμου.
Θά κλείσουμε μέ τά λόγια του ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ: «Πολλοί, βέβαια, ἔχουν πεῖ πολλά γιά τήν ἀγάπη. Θά βρεῖς ὅμως αὐτήν, ἄν τήν ἀναζητήσεις στούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Γιατί μόνο αὐτοί εἶχαν τήν ἀληθινή Ἀγάπη (τόν Χριστό), δάσκαλο ἀγάπης, γιά τήν ὁποία ἔλεγαν: “Ἐάν ἔχω τό χάρισμα νά προφητεύω καί νά γνωρίζω ὅλα τά μυστήρια, καθώς καί ὅλη τή γνώση, ἀλλά δέν ἔχω ἀγάπη, σέ τίποτα δέν ὠφελοῦμαι (Α΄ Κορ. 13, 2)”. Ἐκεῖνος λοιπόν πού ἀπέκτησε τήν ἀγάπη, ἀπέκτησε τόν ἴδιο τόν Θεό, διότι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη (Ἰωάν. 4, 46)».
Εὐχηθεῖτε, Σεβασμιώτατε, αὐτή τήν ἀγάπη νά ἀποκτήσουμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὅλοι μας. Ἀμήν!