Ὁ Κατανυκτικός – Συγχωρητικός Ἑσπερινός στήν Ἁγία Φωτεινή Νέας Σμύρνης
Μέσα σέ κλίμα βαθιᾶς κατανύξεως καί μεγάλης εὐλάβειας τελέσθηκε τό ἑσπέρας τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς, 1ης Μαρτίου, στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς Νέας Σμύρνης ὁ Κατανυκτικός - Συγχωρητικός Ἑσπερινός. Πρόκειται γιά τόν Ἑσπερινό μέ τόν ὁποῖο οὐσιαστικά ἀρχίζει ἡ κατ’ ἐξοχήν ἱερά περίοδος, ἡ ἱερότερη χρονική περίοδος καί ἡ καρδιά τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Μέ τήν εἴσοδό μας στόν Καθεδρικό ἱερό Ναό, κάθε πιστός πῆρε τό καλαίσθητο φυλλάδιο πού περιέχει ὁλόκληρη τήν Ἀκολουθία τοῦ κατανυκτικοῦ Ἑσπερινοῦ, ὥστε νά παρακολουθήσει μέ εὐλάβεια καί κατ’ ἔννοιαν τή μοναδική σέ βάθος καί ὡραιότητα ἀκολουθία. Πρίν ἀπό τό «Νῦν ἀπολύεις» ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Συμεών ἐξεφώνησε τήν πρώτη Ὁμιλία τῶν κατανυκτικῶν Ἑσπερινῶν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μέ θέμα τήν ἐγκράτεια. Ξεκίνησε λέγοντας ὅτι τό ἔλεος καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀξιώνει γιά μιά ἀκόμη φορά νά εἰσέλθουμε στήν ἱερά περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Βρισκόμαστε στό κατώφλι της. Καί τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι τό ἑξῆς: Ποιό εἶναι τό νόημα τό βαθύτερο αὐτῆς τῆς ἱερᾶς περιόδου;
Ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό ἀνευρίσκουμε στήν ἐκκλησιαστική μας ὑμνογραφία· στούς ἱερούς ὕμνους μέ τούς ὁποίους κι ἀπόψε κι ὁλόκληρη τήν Τεσσαρακοστή ἀπευθυνόμαστε πρός τόν Τριαδικό Θεό μας. Οἱ ὕμνοι ἀποτελοῦν τήν ἱερή γλώσσα τῆς λατρείας. Καί σ᾿ αὐτούς ἔχει ἀποταμιευθεῖ ὁ πλοῦτος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας. Μ᾿ αὐτούς ἐκφράζεται ἡ ἐξαγιασμένη αἴσθηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἕνας, λοιπόν, ἀπό τούς ὕμνους πού ψάλαμε καί πού μᾶς ὑποδεικνύει τό τί ὀφείλουμε νά πράξουμε καί πῶς θά πρέπει νά βιώσουμε κατά τή διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, εἶναι καί τό πρῶτο Προσόμοιο τοῦ Τριωδίου. Ὁ ὑμνογράφος ἀπευθύνεται σέ ὅλους μας· ἀπευθύνεται στή συναγμένη Ἐκκλησία καί τήν προτρέπει: «Ἐγκρατείᾳ τήν σάρκα ταπεινῶσαι πάντες σπουδάσωμεν, τό θεῖον ὑπερχόμενοι στάδιον τῆς ἀμώμου νηστείας...». Δηλαδή, καθώς εἰσερχόμαστε στό ἱερό στάδιο τῆς ἄμωμης νηστείας, ἄς ἀγωνιστοῦμε μέ ζῆλο νά ταπεινώσουμε τή σάρκα μέ τήν ἐγκράτεια.
Τό πρῶτο γιά τό ὁποῖο ὀφείλουμε νά ἀναρωτηθοῦμε εἶναι, τί σημαίνει ἐγκράτεια στή γλώσσα τῆς χριστιανικῆς ἀσκήσεως. Προκαταβολικά θά πρέπει νά διευκρινίσουμε ὅτι ἐγκράτεια δέν εἶναι μόνο ἡ νηστεία, νοούμενη ἀποκλειστικά ὡς ἀποχή βρωμάτων. Τό περιεχόμενο τῆς ἐγκράτειας, σύμφωνα μέ τή χριστιανική ἐμπειρία, εἶναι πολύ πιό εὐρύ. Αὐτό μᾶς ἐπισημαίνει καί ὁ Μ. Βασίλειος: «Ἐγκράτειαν δέ ἡγούμεθα ὁρίζεσθαι οὐ μόνον τήν τῶν βρωμάτων ἀποχήν (τοῦτο γάρ πολλοί καί τῶν παρ᾿ Ἕλλησι φιλοσόφων κατώρθωσαν), ἀλλά πρό γέ πάντων τόν τῶν ὀφθαλμῶν ρεμβασμόν». Δηλαδή, «ἡ ἐγκράτεια νομίζουμε πώς δέν περιορίζεται μόνο στήν ἀποχή τῶν βρωμάτων, τῶν τροφῶν (διότι αὐτό τό κατόρθωσαν καί πολλοί ἀπό τούς ἀρχαίους εἰδωλολάτρες φιλοσόφους), ἀλλά προπάντων στόν ρεμβασμό τῶν ματιῶν».
Τί, λοιπόν, εἶναι ἡ ἐγκράτεια; Ἐπικαλοῦμαι δύο πατερικούς ὁρισμούς, ἕναν τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου καί ἕναν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, οἱ ὁποῖοι μᾶς βοηθοῦν νά κατανοήσουμε τό πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς ἐγκράτειας. Κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο «τοῦτο ἐστιν ἐγκράτεια, τό μηδενί ὑποσύρεσθαι πάθει». Ἐγκράτεια εἶναι νά μήν παρασύρεται καί νά μήν ὑποκύπτει ὁ χριστιανός σέ κάποιο πάθος.
Ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι ἀναλυτικότερος: «Ἔστιν οὖν ἡ ἐγκράτεια», μᾶς λέει, «ἁμαρτίας ἀναίρεσις, παθῶν ἀπαλλοτρίωσις, σώματος νέκρωσις μέχρι καί αὐτῶν τῶν φυσικῶν παθημάτων τε καί ἐπιθυμιῶν, ζωῆς πνευματικῆς ἀρχῆς, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν πρόξενος, ἐν ἑαυτῇ τό κέντρον τῆς ἡδονῆς ἀφανίζουσα». Δηλαδή, «ἐγκράτεια εἶναι ἡ ἀναίρεση τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀποξένωση ἀπό τά πάθη, ἡ νέκρωση τοῦ σώματος μέχρι τῶν αὐτῶν τῶν φυσικῶν ἐπιθυμιῶν καί λειτουργιῶν· εἶναι ἡ ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς, αὐτή πού γίνεται πρόξενος τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, ἀφανίζοντας μέ τή δύναμή της τό κεντρί τῆς φιληδονίας».
Ἡ ἐγκράτεια, λοιπόν, στή χριστιανική μας ἐμπειρία εἶναι κάτι πολύ εὐρύτερο ἀπό τή νηστεία τῶν τροφῶν. Ἐκφράζει τό πνεῦμα τοῦ χριστιανικοῦ ἀγώνα μας. Συγκεφαλαιώνει ὅλα τά ἐπιμέρους στοιχεῖα πού ἀπαρτίζουν τήν ἐν Χριστῷ ζωή μας. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος συναριθμεῖ τήν ἐγκράτεια μεταξύ τῶν καρπῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5,23). Καί ὁ ἴδιος ὑπογραμμίζει πώς ὁ ἀγωνιζόμενος χριστιανός «πάντα ἐγκρατεύεται» (Α΄ Κορ. 9,25).
Ἡ φροντίδα καί ὁ ἀγώνας του εἶναι πῶς νά καταπολεμήσει καί ὄχι νά ἱκανοποιήσει τίς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας (Ρωμ. 13,14). Φοβᾶται μήπως φανεῖ «ἀδόκιμος», ἀκατάλληλος καί ἀσυνεπής, καί γι᾿ αὐτό «ὑπωπιάζει», σκληραγωγεῖ δηλαδή μέ τήν ἄσκηση, τό σῶμα του καί τό «δουλαγωγεῖ», τό ὑποτάσσει, γιά νά μήν παρασυρθεῖ ἀπό τίς ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες του (Α΄ Κορ. 9,27).
Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ὁμιλίας ὁ Σεβασμιώτατος ἀνέφερε ὅτι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν ἐγκράτεια καί τήν ταπείνωση τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος συχνά παρεξηγεῖται. Καί παρεξηγεῖται ὄχι μόνο ἀπό ἀνθρώπους πού βρίσκονται ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί ἀπό χριστιανούς, ἀπό ἀνθρώπους δηλαδή πού εἶναι μέλη της. Ἀγνοώντας τό βαθύτερο νόημα τῆς πίστεώς μας καί παρερμηνεύοντας τή γλώσσα τῆς χριστιανικῆς διδαχῆς, μᾶς κατηγοροῦν ὅτι περιφρονοῦμε τό ἀνθρώπινο σῶμα, θεωρώντας το σάν κάτι τό κακό. Μιά τέτοια ἀντίληψη, ἀπ᾿ ὅποιους κι ἄν ὑποστηρίζεται, ἀποτελεῖ δεινή πλάνη.
Γιά τή χριστιανική ἀνθρωπολογία τό σῶμα μας εἶναι κάτι τό ἱερό. Πλασμένο «καλόν λίαν» (Γεν. 1,31), τιμήθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Κύριο, ἀφοῦ κατά τήν ἐνανθρώπησή Του δέν προσέλαβε μόνο τήν ψυχή ἀλλά καί τό ἀνθρώπινο σῶμα. Ἔτσι, μετέχει στόν ἐν Χριστῷ ἁγιασμό καί τό σῶμα πού φέρουμε. Καί αὐτή ἡ συμμετοχή εἶναι πού τό ἀναδεικνύει, ὅπως διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ναό τοῦ Θεοῦ καί κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Α’ Κορ. 3,17· 6,19). Καί τό ἀνθρώπινο σῶμα, ἐξαγιασμένο μέ τήν ἐν Χριστῷ ἄσκηση καί τή ζωοποιό χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπό τόν παρόντα κόσμο, μέλλει νά μετάσχει καί στήν ἄκτιστη δόξα τῆς θείας Βασιλείας.
Στό σημεῖο αὐτό ὁ Σεβασμιώτατος τόνισε ὅτι ἄν κάτι πολεμοῦμε οἱ χριστιανοί μέ τήν ἄσκηση καί τήν ἐγκράτεια, αὐτό δέν εἶναι τό σῶμα ἀλλά «τό φρόνημα τῆς σαρκός» (Ρωμ. 8,6-7)· οἱ ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες, ἡ ροπή πρός τή φιληδονία πού μετά τήν πτώση ἐμφιλοχώρησε μέσα μας. Μέ τήν ἐν Χριστῷ ἐγκράτειά μας, κατά τήν παροιμιώδη διατύπωση τοῦ ἀββᾶ Ποιμένος στό Γεροντικό, δέν ἐπιδιώκουμε νά γίνουμε «σωματοκτόνοι», ἀλλά «παθοκτόνοι». Καί, ὅπως διδάσκει ὁ Μ. Βασίλειος, ὡς ἐγκράτεια οἱ χριστιανοί δέν ἐννοοῦμε τήν ἀποχή τῶν βρωμάτων «εἰς τό παντελές» –ἀφοῦ κάτι τέτοιο ὁδηγεῖ στόν θάνατο, ἀλλά «τήν ἐπιτηδευόμενην ἀποχήν τῶν ἡδέων», ἀποχή πού ἀποσκοπεῖ στήν ὑπερνίκηση τοῦ φρονήματος τῆς σαρκός καί στήν πραγματοποίηση «τοῦ τῆς εὐσεβείας σκοποῦ», πού εἶναι ὁ ἁγιασμός μας.
Κατόπιν τόνισε ὅτι χριστιανική ζωή χωρίς ἄσκηση καί χωρίς ἐγκράτεια δέν νοεῖται. Αὐτό μᾶς διδάσκει ὁ ζῶν λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτό μᾶς ὑποδεικνύουν οἱ Ἅγιοι τῆς πίστεώς μας μέ τήν ἁγιασμένη ζωή τους. Καθώς γράφει πάλι ὁ θεοφόρος Βασίλειος, ὁ μέγας αὐτός διδάσκαλος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, «ἐν ἐγκρατείᾳ οἱ ἅγιοι πάντες ἐμαρτυρήθησαν». Ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἀνεδείχθησαν, εὐαρέστησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ἐγκράτεια καί τήν ἐν Χριστῷ ἄσκησή τους.
Ὅπως συνήθιζε νά ὑπογραμμίζει ἕνας σύγχρονος ποιμήν καί θεοφώτιστος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἀναπαύεται ἤδη στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δυνατόν νά ἀνεύρει κανείς διαφορές σέ πολλά θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά ζητήματα. Σέ ἕνα ὅμως εἶναι ἀπολύτως ὁμόφωνοι, καί αὐτό εἶναι ἡ ἀναγκαιότητα τῆς ἐν Χριστῷ ἀσκήσεως, τῆς ἐγκρατείας, τῆς νηστείας, τῆς προσευχῆς. Ἅγιος καί διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας πού νά διδάσκει πώς στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μποροῦμε νά εἰσέλθουμε μέ τήν καλοπέραση, τό φαγοπότι καί τήν τρυφηλή ζωή δέν ὑπάρχει. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι «βρῶσις καί πόσις» (Ρωμ. 14,17), ἀλλά ἄσκηση, ἐγκράτεια, ἁγιασμός.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ Σεβασμιώτατος εἶπε ὅτι ἡ ἐγκράτεια δέν εἶναι μόνο ἡ νηστεία τῶν τροφῶν· ἡ ἀποχή ἀπό ὁρισμένες τροφές ἤ ἡ περιορισμένη ἀσιτία. Ἡ ἐγκράτεια ἔχει ἕνα πολύ εὐρύτερο περιεχόμενο. Ἐπεκτείνεται καί σέ ἄλλες πλευρές τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ἐπιδιώκει τήν ἀπαλλαγή τοῦ ἀσκουμένου χριστιανοῦ ἀπό κάθε εἴδους πάθος.
Ὁ ἀνώνυμος σχολιαστής τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος διακρίνει τήν ἐγκράτεια σέ αἰσθητή καί σέ νοητή. «Ἐγκράτεια αἰσθητή ἐστιν ἔκκλισις ἀπό πάντων τῶν διά σαρκός ἐνεργουμένων παραλόγων πράξεων· ἐγκράτεια δέ νοητή ἐστιν ἔκκλισις νοῦ ἀπό ἡδονῆς νοημάτων ἐμπαθῶν». Δηλαδή, «αἰσθητή ἐγκράτεια εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό ὅλες τίς ἀθέμιτες πράξεις πού ἐνεργοῦμε μέσω τῆς σάρκας. Καί νοητή ἐγκράτεια εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ νοῦ ἀπό τή φιληδονία πού προκαλοῦν οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί».
Ἡ ἀποψινή βραδιά μᾶς εἰσάγει στό πνευματικό στάδιο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Εἶναι περίοδος αὐξημένου πνευματικοῦ ἀγώνα. Εἶναι καιρός ἐγκρατείας. Ἡ ἐγκράτειά μας ἄς μήν περιοριστεῖ μόνο στίς τροφές. Ἡ νηστεία μας ἄς μήν ἐκπέσει σέ μία ἁπλή ἀλλαγή τῶν διαιτολογικῶν συνηθειῶν μας. Χρειάζεται νά ἐγκρατευθοῦμε πολύπλευρα. Καί νά ἐγκρατευθοῦμε ὅλοι μας, κληρικοί καί λαϊκοί, ἄγαμοι καί ἔγγαμοι, μεγάλοι καί μικροί.
Ἐγκράτεια ἀπό τροφές πού ἡ ἐκκλησιαστική μας παράδοση ὁρίζει. Ἐγκράτεια ὅμως καί στήν ποσότητα! Ἐγκράτεια στή γλώσσα! Ἐγκράτεια στά μάτια! Ἐγκράτεια στά αὐτιά! Τί ὠφελεῖ ἡ νηστεία τῶν τροφῶν καί ἡ ἀποχή ἀπό τή συζυγική συνεύρευση, ὅταν ἡ γλώσσα μας κακολογεῖ καί κατακρίνει; ὅταν τά μάτια μας τρέφονται μέ θεάματα αἰσχρά; ὅταν τ' αὐτιά μας ἀκοῦνε εὐχαρίστως διαβολές καί συκοφαντίες; Ἐγκράτεια στίς τροφές, ἀλλά ἐγκράτεια καί στή λάμψη καί τήν αἰχμαλωσία τοῦ χρήματος! Τί ἀξία ἔχει ἡ νηστεία, ὅταν ἡ φιλαργυρία μᾶς ἔχει κυριεύσει; Καί, δυστυχῶς, ὄχι μόνο ἐγγάμους ἀλλά καί ἀγάμους; ὄχι μόνο λαϊκούς ἀλλά καί μελανειμονοῦντας;
Ἐγκράτεια ἀκόμη καί ἀπό ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες. Ἡ ἐγκράτεια, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, «καταμαραίνει τό ἐπιθυμητικόν τῆς ψυχῆς». Ταπεινώνει τά πάθη. Μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τούς ἀκάθαρτους λογισμούς. Χωρίς τή νέκρωση τῶν ἐμπαθῶν ἐπιθυμιῶν καί τήν ἀπελευθέρωσή μας ἀπό τούς ἀκάθαρτους λογισμούς, δέν μποροῦμε νά ὁμιλοῦμε γιά ἀληθινή νηστεία καί πραγματική ἐγκράτεια.
Κλείνοντας ὁ Σεβασμιώτατος κ. Συμεών τόνισε ἐπιγραμματικά: Τό στάδιο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἄνοιξε! Τό σύνθημα τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα δόθηκε! Καί ὅλοι μας «ἐγκρατείᾳ τήν σάρκα ταπεινῶσαι σπουδάσωμεν». Ἄλλος δρόμος πού νά ὁδηγεῖ στήν κοινωνία μέ τόν ζῶντα Θεό, πού νά μᾶς καθιστᾶ μετόχους τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ, πού νά μᾶς προετοιμάζει γιά μίαν ἐπάξια συμμετοχή στά ἄχραντα Πάθη καί τήν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας δέν ὑπάρχει!
Μέ τό πέρας τῆς ὁμιλίας τοῦ πρώτου αὐτοῦ κατανυκτικοῦ Ἑσπερινοῦ, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Συμεών, ὁ ἱερός Κλῆρος καί ὁ πιστός λαός τῆς Νέας Σμύρνης ζητήσαμε συγχώρηση ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο καί εὐχηθήκαμε νά εἶναι καλή καί εὐλογημένη καί ἡ ἐφετινή Μεγάλη Τεσσαρακοστή.