10 Μαρ2014
Ὀρθόδοξη Πίστη καί Παράδοση
Ο Κ Α Τ Α Ν Υ Κ Τ Ι Κ Ο Σ Ε Σ Π Ε Ρ Ι Ν Ο Σ
Τ Η Σ Α΄ Κ Υ Ρ Ι Α Κ Η Σ Τ Ω Ν Ν Η Σ Τ Ε Ι Ω Ν
Σ Τ Η Ν Α Γ Ι Α Φ Ω Τ Ε Ι Ν Η
Τ Η Σ Α΄ Κ Υ Ρ Ι Α Κ Η Σ Τ Ω Ν Ν Η Σ Τ Ε Ι Ω Ν
Σ Τ Η Ν Α Γ Ι Α Φ Ω Τ Ε Ι Ν Η
Χοροστατοῦντος τοῦ Σεβασμ. Μητροπολίτου μας κ. ΣΥΜΕΩΝ, τελέστηκε στόν Ἱ. Μητροπολιτικό Ναό τῆς ἁγίας Φωτεινῆς Νέας Σμύρνης ὁ Κατανυκτικός Ἑσπερινός τῆς Α΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν.
Ὁμίλησε ὁ Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτης π. Χριστοφόρος Νάνος, Ἐφημέριος τοῦ Ἱ. Ναοῦ Κοιμήσεως Θεοτόκου Παλαιοῦ Φαλήρου.
Τό θέμα τῆς ὁμιλίας ἦταν: Ὀρθόδοξη Πίστη καί Παράδοση. Ἀκολουθεῖ τό κείμενο τῆς ὁμιλίας :
* * *
Ο Ρ Θ Ο Δ Ο Ξ Η Π Ι Σ Τ Η Κ Α Ι Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Η
Ὁμιλία στόν κατανυκτικό Ἑσπερινό
τῆς Α΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν
τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. π. Χριστοφόρου Νάνου
Ὁμιλία στόν κατανυκτικό Ἑσπερινό
τῆς Α΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν
τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. π. Χριστοφόρου Νάνου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ)
Ἡ σημερινή πρώτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι ἡ ἡμέρα πού ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τό θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας! Δηλ. τό γεγονός τῆς ἀναστήλωσης τῶν ἱερῶν εἰκόνων τό 843 μ.Χ. ἐπί βασιλείας τῆς ἁγίας Θεοδώρας τῆς Αὐγούστας μέ τή σύγκληση Τοπικῆς Συνόδου στήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ τοπική αὐτή σύνοδος ἀπεκατέστησε τό κῦρος τῶν ἀποφάσεων τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού συγκροτήθηκε τό 787 μ.Χ. στή Νίκαια τῆς Μ. Ἀσίας ἐπί βασιλείας Εἰρήνης τῆς Ἀθηναίας καί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου. Καί καθιερώθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Μεθόδιο ὡς ἐπίσημη ἑορτή τήν πρώτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν.
Ἡ ὀξύτατη και πολυχρόνια πολεμική διαμάχη μεταξύ εἰκονομάχων καί εἰκονοφίλων στό Βυζάντιο διήρκεσε ἕνα αἰῶνα (100 καί πλέον ἔτη) μέ διαδοχική καί ρευστή ἐπικράτηση ἀμφοτέρων τῶν παρατάξεων. Εἶχε βέβαια ἐπηρεασθεῖ ἀπό πρίν τό εἰκονοκλαστικό ρεῦμα τόσο μέ τήν αἵρεση τῶν Παυλικανιστῶν, πού κρατοῦσαν ἐχθρική στάση σέ κάθε μορφή ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, ὅσο καί μέ τίς δεισιδαίμονες προλήψεις πού μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου συνδέθηκαν μέ τήν προσκύνηση τῶν ἱ. εἰκόνων. Ταυτόχρονα στίς πλησίον τῶν Ἀράβων ἐπαρχίες τῆς Αὐτοκρατορίας οἱ Ἴσαυροι εὐνοοῦσαν μονοφυσιτικές καί ἀνεικονικές ἀντιλήψεις γιά νά ἔχουν τήν εὔνοια τοῦ στρατοῦ πού ἐνισχυόταν ἀπό τίς περιοχές αὐτές. Βυζαντινές ἐπαρχίες διαιρέθηκαν προσωρινά· ἀφαιρέθηκαν ζωές βασιλέων, ἀρχόντων καί ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν· ἔγιναν ἄσκοπες σπάταλες τοῦ κρατικοῦ πλούτου, βανδαλισμοί ἱερῶν μονῶν, ἱερῶν συμβόλων· πολλές εἰκόνες θαυματουργές ἀπομακρύνθησαν ἤ φυγαδεύθηκαν ἀπό τούς πιστούς· διαπράχθηκαν ἀγριότητες, βασανισμοί ἀντιφρονούντων, κηρύχθηκαν διωγμοί· διασαλεύθηκε ἡ συνοχή τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους ἀλλά καί τῆς Ἐκκλησίας. Ταυτόχρονα ὅμως ἀνεδείχθησαν ὁμολογητές καί μάρτυρες τῆς ἐν Χριστῷ πίστεως καί διδασκαλίας, ὅπως ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης κ.ἄ.
Ἡ ἀπαγόρευση τῆς προσκύνησης τῶν ἱ. εἰκόνων ἄρχισε το 726 μ.Χ. ἐπί βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Γ’ καί συγκεκριμένα μέ τήν ἀποκαθήλωση τῆς εἰκόνας τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἀπό τή Χαλκή Πύλη τῆς εἰσόδου τῶν ἀνακτόρων τῆς βασιλεύουσας πόλεως (Κωνσταντινουπόλεως). Τό γεγονός αὐτό ξεσήκωσε τόν λαό καί πάνω στήν ὀργή τους ἀφαίρεσαν τή ζωή τοῦ ἐντεταλμένου ἀξιωματικοῦ πού προέβη στήν ἀποκαθήλωση τῆς εἰκόνος. Καί ἄρχισε ἕνας ἐμφύλιος πόλεμος μεταξύ τῶν εἰκονομάχων πού ὑποστηρίζονταν ἀπό τόν ἴδιο τόν Αὐτοκράτορα καί μερίδα τοῦ κλήρου καί τῶν εἰκονοφίλων.
Ὁ Πατριάρχης Γερμανός Α΄, ὁ Πάπας Γρηγόριος Β΄, ἀλλά καί ἡ συντριπτική πλειοψηφία τοῦ κλήρου ἀντετάχθησαν καί ἀποκήρυξαν τίς αὐτοκρατορικές εἰκονοκλαστικές ἀντιλήψεις. Ὁ Λέων συγκάλεσε εὐρεία σύσκεψη (σιλέντιον) κρατικῶν λειτουργῶν, αὐλικῶν ἀλλά καί συνοδικῶν. Καί μέ τήν ἀναγόρευση νέου πατριάρχη, τοῦ Ἀναστασίου, ἀφοῦ ἀναγκάσθηκε σέ παραίτηση ὁ Πατριάρχης Γερμανός, ἄρχισε νά ἐπιβάλει καί ἐπισήμως τίς ἀπόψεις του. Ἡ προσκύνηση τῶν ἱ. εἰκόνων χαρακτηρίστηκε ὡς εἰδωλολατρία καί τό 730 μ.Χ. καθιερώθηκε μέ βασιλικό διάταγμα ἡ καταστροφή τῶν εἰκόνων καί ὁ διωγμός τῶν εἰκονοφίλων. Τό 754 μ.Χ., ἐπί Κωνσταντίνου τοῦ Ε΄ τοῦ ἐπονομαζομένου «κοπρώνυμου ἤ καβαλλίνου», ἔγινε ἡ σύγκληση τῆς ἐν Ἰερείᾳ Συνόδου τῶν Εἰκονομάχων, χωρίς βέβαια τή συναίνεση καί παρουσία ἐκπροσώπων τῶν ἄλλων Πατριαρχείων καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, οἱ ἀποφάσεις τῆς ὁποίας ἑδραίωσαν ἐκκλησιολογικά (προσωρινά) τήν Εἰκονομαχία.
Ἀπό τή σθεναρή θεολογική μάχη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ ἐναντίον τῶν εἰκονομάχων μέχρι καί τόν ἀσυγκατάβατο ἀγώνα τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἡ Ἐκκλησία μέ πολύ πόνο καί αἷμα ἀγωνιζόταν νά στηρίξει τήν ἀλήθεια γιά τήν προσκύνηση τῶν ἱ. εἰκόνων.
Παρά τό γεγονός τῆς συγκροτήσεως τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου πού τεκμηρίωσε θεολογικά καί ἐκκλησιολογικά τήν προσκύνηση τῶν ἱ. εἰκόνων, ἡ ἐμφύλια διαμάχη δέν τερματίστηκε. Ὑπῆρξε καί δεύτερη εἰκονομαχική περίοδος ἐπί αὐτοκράτορος Λέοντος Ε΄ τοῦ Ἀρμενίου, ὁ ὁποῖος ἀκύρωσε τίς ἀποφάσεις τῆς Οἰκουμ. Συνόδου καί συνέχισε τήν ἀπαγόρευση προσκύνησης τῶν ἱ. εἰκόνων. Εἶναι ἐνδεικτικό τό γεγονός, ὅταν στίς 25 Μαρτίου τοῦ 815 μ.Χ., παρά τήν αὐτοκρατορική ἀπαγόρευση, ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης μαζί μέ ἱερεῖς καί πιστούς λαϊκούς ἔκανε περιφορά τῶν ἱ. εἰκόνων πέριξ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Μέ ἀποτέλεσμα νά ξυλοκοπηθεῖ, νά κακοποιηθεῖ καί νά ἐξορισθεῖ στή Σμύρνη. Ἐκεῖ φυλακίσθηκε καί ὑπέμεινε συνεχεῖς καθημερινές μαστιγώσεις μέχρι νά ἀνακληθεῖ ἀπό τήν ἐξορία τό 850 μ.Χ. ἐπί αὐτοκράτορος Μιχαήλ τοῦ Β΄.
Ἦλθε ὅμως καί ἡ εὐλογημένη στιγμή, μετά τό θάνατο τοῦ τελευταίου εἰκονομάχου βασιλέως Θεοφίλου καί τή συνδρομή τῆς εὐσεβεστάτης βασιλίσσης Θεοδώρας νά ἐπέλθει ἡ πολυπόθητη εἰρήνη στήν Ἐκκλησία. Καί ἑδραιώθηκε τό ὀρθόδοξο φρόνημα γιά τό σεβασμό καί τήν προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων.
*
Α. ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ«Ὑπέρτιμον κόσμισιν ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἀπείληφεν» (ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπέλαβε ἀνεκτίμητο στολισμό) ἀπό τῆς τῶν σεπτῶν εἰκόνων τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων «φαιδροτάτην ἀναστήλωσιν», ἀναφέρει ἡ ἐκκλησιαστική ὑμνολογία. Τό γεγονός τῆς ἀναστήλωσης τῶν ἱ. εἰκόνων εἶναι ἡ ἐπαναφορά τοῦ φυσικοῦ καί πνευματικοῦ στολισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἀφ’ ἑνός ἐπανῆλθε ὁ εἰκονικός συμβολισμός τῶν ἱερῶν προσώπων, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἔγινε ἡ ἀποκατάσταση τῆς εὐσέβειας τῆς πίστεως.
Ποιά εἶναι αὐτή ἡ ἀποκατάσταση; Δηλ. τί στερήθηκε ἡ Ἐκκλησία μέ τήν ἀπαγόρευση τῆς προσκυνήσεως τῶν ἱ. εἰκόνων; Στερήθηκε τά ἀναγωγικά της σύμβολα, τήν ὀρθότητα τῆς πίστεως, τήν Ὀρθοδοξία της. Διότι ἡ ἐκ παραδόσεως προσκύνηση τῶν ἱ. εἰκόνων ἔχει ἄμεσο θεολογικό συμβολισμό, εἶναι πράξη ὁμολογίας τῆς ἀληθείας. Τί μᾶς λέγει ἐπ’ αὐτοῦ ὁ ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός; «Οὐ τήν ἀόρατον εἰκονίζω θεότητα, ἀλλ΄ εἰκονίζω Θεοῦ τήν ὁραθεῖσα σάρκα» (στήν εἰκόνα δέν ἀπεικονίζεται ὁ ἀόρατος Θεός διότι «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε»· Ἰω. 1,18). Τί ἀπεικονίζεται στήν εἰκόνα; «Εἰκονίζω Θεόν», γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «οὐχ ὡς ἀόρατον ἀλλ’ ὡς ὁρατόν δι’ ἡμᾶς γενόμενον μεθέξει σαρκός καί αἵματος»! Δηλ. εἰκονίζουμε τόν Θεό πού ἔγινε ἄνθρωπος. Ἀπεικονίζουμε τό ὁρατό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ!
Ἡ Ἐκκλησία δηλ. στερήθηκε τό γεγονός τῆς πίστεως ὅτι «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν»· στερήθηκε «τόν δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμέτεραν σωτηρίαν σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου, καί ἐνανθρωπήσαντα»· ἡ Ἐκκλησία στερήθηκε νά βλέπει εἰκονιζόμενο τό πιστευόμενο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στερηθήκαμε σάν χριστιανοί «ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περί τοῦ λόγου τῆς ζωῆς» (Ἰω.1,1), δηλ. τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἱερά παράδοση προσκυνήσεως τῶν ἱ. εἰκόνων ἔχει τήν ἱστορία της ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες. Πολλές εἰκόνες ἀποδίδονται στόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ καί ἄλλες χαρακτηρίζονται ὡς ἀχειροποίητες ἤ καί θαυματουργές. Ἔχουν θεσπισθεῖ ὁλόκληρες ἑορτές μέ ἐπίκεντρο ἱ. εἰκόνες. Μέ τήν προσκύνηση τῶν ἱ. εἰκόνων καί ἰδιαίτερα τῆς εἰκόνος τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας μεταφέρεται ταυτόχρονα ἡ ἀποστολική διαβεβαίωση ὅτι οἱ ἀπόστολοι, πρωτίστως δέ ἡ Θεομήτωρ, ἔγιναν οἱ ἴδιοι «ἐπόπται τῆς Ἐκείνου μεγαλειότητος», αὐτόπτες μάρτυρες (Πέτρ. 1,16). Δηλ. ἡ ἀποστολική παράδοση διέσωζε τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως.
Γι’ αὐτό καί ἡ ἀπόφαση τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στήριξε αὐτή τήν παράδοση γιατί στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ προσκυνοῦμε καί τό πρόσωπο τοῦ Πατέρα, ὅπως ὁ ἴδιος μᾶς εἶπε: « ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα». Πράγματι δηλ. «ἡ τιμή τῆς εἰκόνος εἰς τό πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ. Βασίλειος) καί αὐτή ἡ ἀναγωγή γίνεται διά Πνεύματος Ἁγίου. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ προσκυνοῦμε καί τό πρόσωπο τοῦ Πατέρα ἀλλά καί τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδή ἡ σάρκωση τοῦ Κυρίου ἔγινε διά Πνεύματος Ἁγίου, ἀλλά καί διότι ἐμεῖς ἔχουμε βαπτισθεῖ εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Προσκυνοῦμε τήν εἰκόνα τοῦ Θεανθρώπου καί ταυτόχρονα διά τῆς χάριτος προσκυνοῦμε τόν ἐν Τριάδι Θεό.
Βλέπουμε λοιπόν τήν ἄρρηκτη σχέση τῆς Εὐαγγελικῆς καί Ἀποστολικῆς Πίστεως μέ τήν Ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστός ἀπεκάλυψε τόν Πατέρα Του στούς ἀνθρώπους καί οἱ ἄνθρωποι ὁδηγοῦνται καί δι΄ ὁρατῶν συμβόλων στόν Πατέρα Θεόν διά Ἰησοῦ Χριστοῦ χάριτι καί ἐνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅλη αὐτή ἡ θεολογία τῆς πίστεως παρεδόθη στούς Ἀποστόλους καί ἀπό ἐκείνους σέ μᾶς. Δηλ. ἡ Ἱερά Παράδοση εἶναι δοχεῖον ἀληθείας προσώπων μέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ὁ φορέας τῆς ὀρθοδόξου πίστεως μέσα ἀπό τή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας και τή διδασκαλία τῶν Πατέρων σέ σημεῖο πού Ὀρθοδοξία καί Ἐκκλησία νά εἶναι ἔννοιες ταυτόσημες. Ἡ ἁρμονία πίστεως καί παραδόσεως στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ διατηρεῖ τήν ἑνότητα τῆς πίστεως μέσα στήν Ἐκκλησία καί προσδιορίζει τήν ἔννοια τῆς ὀρθοδοξίας σέ κάθε πιστό.
*
Β. ΟΡΘΟΤΟΜΗΣΗἩ Ὀρθοδοξία ὅμως, γιά νά διακρίνει τήν πλάνη πού ἐμφανίζεται ἀπό τήν ἀλήθεια πού ὁμολογεῖται, καταθέτει τήν πνευματική της διάκριση μεταξύ τοῦ ὀρθοῦ καί τοῦ λανθασμένου, ἀναπτύσσει τήν ὀρθή διδασκαλία μέ ἀκρίβεια, δηλ. ὀρθοτομεῖ!
Καί στό συγκεκριμένο θέμα τῶν ἱ. εἰκόνων ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι σαφής: Δέν εἰδωλοποιοῦμε τήν εἰκόνα, ὅπως κατηγοροῦσαν οἱ εἰκονομάχοι ὅσους προσκυνοῦσαν τίς ἱ. εἰκόνες, δέν ἀποδίδουμε λατρεία στό ὑλικό σύμβολο ἀλλά προσκύνησιν· καί εἰς μέν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ λατρευτικήν προσκύνησιν, εἰς δέ τό πρόσωπο τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων τιμητικήν προσκύνησιν! Διότι, ὅπως γράφει πάλι ὁ ἅγ. Ἰ. Δαμασκηνός, «ὑποτυπώσεως καί τιμῆς ἐστί σύμβολον» ἡ εἰκόνα. Καί διά τῆς προσκυνήσεως γίνεται κατά χάριν ἡ νοερή ἐπαφή τοῦ προσκυνοῦντος τήν εἰκόνα μέ τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο.
Εἶναι θαυμαστή ἡ θεολογική ἔκφραση τοῦ Ἀπ. Παύλου: «τά γάρ ἀπό κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασιν νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις και θειότης» (Ρωμ. 1,20). Τί λέγει ὁ Ἀπόστολος; Παρ’ ὅτι εἶναι ἀόρατες στά φυσικά μάτια ἡ αἰώνια δύναμη τοῦ Θεοῦ καί ἡ θεϊκή του ἰδιότητα, μποροῦμε νά τίς δοῦμε νοερά μέ τά μάτια τῆς πίστεως, χρησιμοποιώντας ὡς σύμβολα τά ὑλικά δημιουργήματα. Καί ἡ εἰκόνα εἶναι ὑλικό δημιούργημα πού ὡς σύμβολο συνεργεῖ σ’ αὐτή τήν κατανόηση. Διότι ὁ Θεός ἐνεργεῖ καί διά ὁρατῶν συμβόλων καί δι’ ἀοράτων πνευματικῶν πληροφοριῶν νά ὑψώνεται ὁ ἄνθρωπος πρός τό θεῖον.
*
Γ. ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑΓιατί ὅμως πρέπει νά ἀποδίδουμε λατρευτική ἤ τιμητική προσκύνηση στά εἰκονιζόμενα πρόσωπα; Βάσει τῶν ὡς ἄνω λεχθέντων «ἡ ἅπαξ παραδοθεῖσα τοῖς ἁγίοις» (Ἰουδ. στ. 3) πίστις εἶναι τό θεμέλιο τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Ὁ δέ τρόπος ζωῆς αὐτῆς εἶναι πράξη πίστεως καί ὁμολογίας. Εἶναι ἡ ἐφαρμογή τῶν ἀκουσθέντων καί λεχθέντων ἀληθειῶν: «ὅστις ὁμολογήσει ἐν Ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10,33). Ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως εἶναι μιά ἐντολή τοῦ Κυρίου πού γίνεται κυρίως μπροστά στούς ἄλλους. Ὄχι ἀσφαλῶς γιά «τό θεαθῆναι», δηλ. γιά ἐπίδειξη, ἀλλά ὡς ἔκφραση ὀρθόδοξου φρονήματος. Ἡ Ὀρθοδοξία, ὅπως ἐκφράζεται μέσα ἀπό τήν προσκύνηση τῶν ἱ. εἰκόνων, δέν εἶναι μιά θεωρητική μόνο διατύπωση ἀλλά καί κατάθεση ἐμπειρίας πίστεως ὅσων τίς προσκυνοῦν. Δέν εἶναι μόνο θεωρία ἀλλά «ἐπίβασις θεωρίας», ὅπως μᾶς λέγει ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Θεωρία εἶναι τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ καί πρᾶξις εἶναι ἡ ὁδός πρός γνῶσιν και ἐμπειρίαν τοῦ μυστηρίου. Και ἡ προσκύνηση μᾶς ὁδηγεῖ στά πρόσωπα πού προχώρησαν σ΄ αὐτή τήν ὁδό καί γνώρισαν ἐμπειρικά τόν Θεό «καθώς ἐστι».
Στήν Ὀρθοδοξία ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ ἀπ. Φιλίππου στόν ἀπ. Ναθαναήλ: «ἔρχου καί ἴδε»! Δηλ. μᾶς ὁδηγεῖ στά πρόσωπα τῶν ἁγίων προφητῶν, ἀποστόλων, εὐαγγελιστῶν, μαρτύρων, ὁμολογητῶν, ὁσίων ἀσκητῶν καί δικαίων ἀνδρῶν καί γυναικῶν τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης καί τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοί μέ σφραγίδα τήν ἴδια τή ζωή τους, πού ἔγινε ζωή τοῦ Χριστοῦ, ζωή τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου, ζωή τοῦ ἀνάρχου Θεοῦ καί Πατρός, μᾶς κατέθεσαν τήν Ὀρθοδοξία τῆς πίστεως καί τή γνησιότητα τῆς Παραδόσεως χωρίς παρεμβολές πλάνης, προλήψεων, εὐσεβισμοῦ, παγανισμοῦ, ἐκκοσμίκευσης, ἐθνικιστικῶν τάσεων, ἄκρατου συναισθηματισμοῦ καί τυφλοῦ φανατισμοῦ, ἀλλά μέ τή προσωπική θεοπρεπή καί θεόληπτη ἐμπειρία τους.
Διότι, ἄν ἡ παράδοση ἔχει ἀπόσταση ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς πίστεως στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων, τότε στερεῖται ἐκκλησιαστικῆς αὐτογνωσίας, δημιουργεῖ μιά δική της αὐτογνωσία ἄκριτη, ἀπελεύθερη, ὄχι ὅμως κατά Χριστόν ἐλεύθερη. Ἡ ἀπλανής γνώση τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας μᾶς ὁδηγεῖ στήν κατά Χριστόν ἐλευθερία! Διαφορετικά μπορεῖ νά ἀναδείξει στοιχεῖα παγανισμοῦ, ψευδευλάβειας καί προλήψεων ὡς σημεῖα ἀποκαλύψεως καί τοῦτο εἶναι πλάνη, πού μπορεῖ νά ἀγγίξει τά ὅρια τῆς μαγείας. Ἐπίσης μιά ἀκαδημαϊκή θεώρηση τῆς πίστεως στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, χωρίς νά λαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν ἡ λαϊκή εὐσέβεια, μπορεῖ νά καταστήσει τήν παράδοση ἐλίτ τῶν ὀλίγων. Ἀλλά καί ἡ λογική ἀπομύθευση τῶν ἀποκαλυπτικῶν στοιχείων τῆς πίστεως καί τῆς ὀρθόδοξης πρακτικῆς τῆς ἱερᾶς παραδόσεως (τίς ἐκδηλώσεις εὐλάβειας τοῦ πιστοῦ λαοῦ στόν Χριστό καί τούς ἁγίους) ὁδηγεῖ σέ ἀπόλυτες σχέσεις Θεοῦ καί ἀνθρώπου ἀπ΄ τή μιά πλευρά καί σέ ἐκκοσμικευμένες λύσεις πού ὑποκαθιστοῦν τήν ἐνεργό χάρη τοῦ Παρακλήτου ἀπό τήν ἄλλη.
Σέ ὅλες αὐτές τίς ἀποκλίσεις, ἀκόμη καί στίς ἐνθουσιαστικές ἐσχατολογικές παρορμήσεις, κριτήριο εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως προσδιορίζει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό Του, ὅπως οἱ ἀπόστολοι τόν ἔζησαν και τόν ὁμολογοῦν, ὅπως οἱ πατέρες τόν θεολόγησαν, ὅπως ἡ Ἐκκλησία τόν ζεῖ μέσα στή λειτουργική καί μυστηριακή ζωή της. Ἡ Χριστολογία, ὡς θεολογία τοῦ προσώπου τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ ἀλλά καί τά μυστηριακά βιώματα τῶν ἁγίων ἀπαρτίζουν τήν ὀρθοδοξία, δηλ. Χριστόν «παρατεινόμενον εἰς τούς αἰῶνας», διότι μέσα ἀπ‘ αὐτά καταδεικνύεται ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀνάγει τό νοῦ τοῦ πιστοῦ ὥστε «εἰς Υἱόν νά ἀναβλέπει καί δι’ Αὐτοῦ ὡς ἐν εἰκόνι νά θεωρεῖ τόν Πατέρα», κατά τόν Μ. Βασίλειο.
*
ΕΠΙΛΟΓΟΣΕἶναι σοφό τό Ἀπολυτίκιο τῆς ἡμέρας: «Τήν ἄχραντον εἰκόνα Σου προσκυνοῦμεν ἀγαθέ, αἰτούμενοι συγχώρησιν τῶν πταισμάτων ἡμῶν Χριστέ ὁ Θεός». Ἐάν ἡ Ὀρθοδοξία πού πιστεύουμε καί πράττουμε δέν σώζει, δέν λυτρώνει τήν ψυχή μας, δέν βεβαιώνει θεοπρεπῶς τήν ὕπαρξή μας, τότε ὀφείλουμε νά ἀναζητήσουμε τή γνησιότητά της στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων Αὐτοῦ καί ὄχι στίς δικές μας ἰδεοληψίες καί συναισθηματισμούς. «Μάθετε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» εἶναι ὁ δείκτης αὐτογνωσίας, πίστεως καί ὀρθοδοξίας γιά κάθε ἄνθρωπο, ἰδιαίτερα δέ γιά κάθε πιστό. Νά ἀνατρέχουμε σ’ αὐτούς πού ἔζησαν τήν ἀλήθεια, πού ἔγιναν σύσσωμοι καί σύναιμοι μέ τόν Χριστό μέσα στή μυσταγωγική λατρεία τῆς θείας Λειτουργίας καί τῆς κατά Χριστόν πολιτείας τους. «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν ἁγίων, αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουμένην ἐφώτισεν»!