ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΑΣ
«Τό καλύτερο αὔριο θά εἶναι ὁ καρπός
τῆς κοινῆς προσπάθειας ὅλων μας»
Στίς 11 Μαρτίου 2013 τρεῖς μαθήτριες καί ἡ φιλόλογος καθηγήτρια κα Κορίννα Δημοπούλου ἀπό τό Λεόντειο Λύκειο Νέας Σμύρνης, μετά ἀπό προσυνεννόηση, ἐπισκέφθηκαν τόν Σεβασμ. Μητροπολίτη Νέας Σμύρνης ὁ ὁποῖος τούς παραχώρησε συνέντευξη, πού δημοσιεύτηκε στό περιοδικό τῶν μαθητῶν τοῦ Λεοντείου Λυκείου Νέας Σμύρνης «Λεοντειό…παις» (τεῦχος 21, Ἀπρίλιος 2013).
Στή συνέχεια παραθέτουμε τό κείμενο τῆς συνεντεύξεως, ὅπως δημοσιεύτηκε στό μαθητικό περιοδικό.
1. Τι σας ώθησε να αφιερώσετε τη ζωή σας στο Θεό;
Εις ό,τι με αφορά προσωπικά, το πράγμα ξεκινάει από πολύ παλιά, από τα μαθητικά μου χρόνια. Θέλω να πιστεύω ότι, όπως συνέβη με μένα, έτσι συμβαίνει και με κάθε άλλη ιερατική κλίση, δηλαδή είναι μια φωνή του Θεού θα λέγαμε, η οποία, όμως, για να καταστεί ευκρινής στη συνείδηση ενός ανθρώπου, συντείνουν και άλλοι παράγοντες: καταβολές ιερατικές, το οικογενειακό περιβάλλον, η χριστιανική ανατροφή ή άλλοι παράγοντες, όπως η φοίτηση σε κατηχητικό σχολείο, η γνωριμία με έναν καλό πνευματικό ιερέα- εξομολόγο. Όλα αυτά αναδεικνύουν πολλές φορές κάτι που με μορφή σπερματική υπάρχει μέσα μας, κάτι που εμείς ως χριστιανοί δεχόμαστε ότι το έχει φυτέψει μέσα μας το χέρι του Θεού. Θα έλεγα πως στη δική μου προσωπική περίπτωση όλα μαζί συνήργησαν.
Υπήρξαν, λοιπόν, αρκετοί θετικοί παράγοντες σαν αυτούς που προανέφερα, οι οποίοι ελεύθερα και αβίαστα συνέτειναν έτσι ώστε στη Β’ Λυκείου είχε σχεδόν αποκρυσταλλωθεί μέσα μου η απόφαση να σπουδάσω θεολογία και γνωστοποιήθηκε στον κύκλο των καθηγητών και των συμμαθητών μου. Κάποιος καθηγητής μου είχε αντιρρήσεις, ο μαθηματικός ήθελε να με δει στο Πολυτεχνείο, με θεωρούσε εκ των καλών μαθητών του. Αλλά τα παιδιά και οι καθηγητές γνώριζαν ότι ο Περικλής (το βαφτιστικό όνομά μου) ήταν σταθερά προσανατολισμένος να σπουδάσει θεολογία.
Στην προοπτική, βέβαια, τη δική μου, την πνευματική, η θεολογία δεν ήταν από μόνη της ο επιδιωκόμενος σκοπός μου, αλλά και η ιερωσύνη, η οποία, όμως, ως απόφαση, ως προσανατολισμός σταθεροποιημένος, πέρασε από διάφορα στάδια. Έφτασα στην ηλικία των 28-29 ετών για να πάρω την οριστική, πλέον, απόφαση και να χειροτονηθώ κληρικός. Βέβαια, υπήρχε και κάποιος ιερομόναχος, αδελφός της γιαγιάς μου, τον οποίο δεν γνώρισα διότι είχε πεθάνει. Εκείνον που γνώρισα, και που με βάφτισε, εκείνος με τον οποίο από μικρό παιδί βρέθηκα κοντά του ήταν γαμβρός επ᾽ αδελφή της γιαγιάς μου, ο μακαριστός Παπα-Μιλτιάδης, εφημέριος στο χωριό μου, τον τόπο της καταγωγής μου. Θα έλεγα, αν όχι στην κλίση την ιερατική, αλλά σε ό,τι αφορά τη σχέση μου με την Εκκλησία και τη μαθητεία μου στο χώρο της λατρείας, άσκησε τη θετική επίδρασή του.
2. Ένας επίσκοπος δεν επιτρέπεται να έχει οικογένεια. Πώς αναπληρώνεται η οικογένεια στη ζωή ενός επισκόπου;
Επιβάλλεται να έχει οικογένεια και πράγματι έχει μια πολύ μεγάλη οικογένεια! Η οικογένεια ενός επισκόπου είναι ολόκληρο το ποίμνιό του. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον πνευματικό μου πατέρα, έναν εξαίρετο κληρικό, ο οποίος σε μια ανάλογη άποψη απαντούσε: «Μα έχουμε όχι ένα και δύο παιδιά, αλλά δεκάδες και εκατοντάδες παιδιά, με τα οποία συνεχώς ασχολούμαστε και όχι μόνο σε ό,τι αφορά την πνευματική τους πορεία, αλλά και τις βιοτικές τους πολλές φορές ανάγκες. Πράγματι, έχουμε κληρικούς οι οποίοι ανέστησαν ανθρώπους από κάθε πλευρά. Δηλαδή, όχι μόνο στήριξαν πνευματικά, καθοδήγησαν χριστιανικά, αλλά θα έλεγα και υλικά υποστήριξαν παιδιά, τα οποία δεν είχαν τις οικονομικές δυνατότητες για να σπουδάσουν και να αναδειχθούν σε λαμπρούς επιστήμονες. Φυσική οικογένεια ένας επίσκοπος δεν μπορεί να δημιουργήσει. Δεν έχει, διότι οι επίσκοποι μας επιλέγονται από την τάξη των άγαμων κληρικών.
Η δική μας Εκκλησία είναι φιλελεύθερη Εκκλησία και την αντιπαραθέτω προς τη Ρωμαιοκαθολική. Στη Ρωμαιοκαθολική, όπως γνωρίζετε, ισχύει η λεγόμενη υποχρεωτική αγαμία του κλήρου. Όλοι οι κληρικοί της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είναι άγαμοι υποχρεωτικά. Σε μάς, εννοώ στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, επικράτησε μια πιο ισορροπημένη αντίληψη. Έχουμε τον έγγαμο και τον άγαμο κλήρο. Μέχρι την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, το 691, η οποία όρισε ότι οι επίσκοποι πλέον πρέπει να επιλέγονται από τις τάξεις των μοναχών, των αφιερωμένων κληρικών, είχαμε και εγγάμους επισκόπους. Φαίνεται, όμως ότι διάφορα ζητήματα, όχι δογματικά εμπόδια, όπως, για παράδειγμα ότι τα παιδιά ενός επισκόπου είχαν την αίσθηση ότι είναι οι κληρονόμοι της Επισκοπής ή η σύζυγος τού επισκόπου παρενέβαινε στα πράγματα της επισκοπής, όλες αυτές οι δυσκολίες οδήγησαν τους πατέρες της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου να ορίσουν ότι οι επίσκοποι θα πρέπει να επιλέγονται από τις τάξεις των αφιερωμένων, πλέον, κληρικών.
Το έργο και η αποστολή ενός επισκόπου είναι πολύ βαριά και πολύ ευρεία, άρα όρεξη να έχει ένας επίσκοπος να δουλεύει, να θυσιάζεται, να προσφέρεται χάριν του ποιμνίου του, των κληρικών και των συνεργατών του, τους οποίους επίσης καθοδηγεί και στηρίζει και φυσικά των χριστιανών μελών της τοπικής Εκκλησίας, Μητροπόλεως, Επισκοπής. Δεν το θέτω μόνο σε επίπεδο κόπου ή πολυάσχολης εργασίας, το θέτω καταρχήν σε επίπεδο πνευματικό και ψυχικό. Δηλαδή, ένας επίσκοπος και ένας άγαμος κληρικός εν γένει ασκώντας το έργο του γεμίζει, πρέπει να γεμίζει, να αισθάνεται πληρότητα εσωτερική, πνευματική από αυτό που είναι και από αυτό το έργο το οποίο ασκεί.
3. Στους χαλεπούς καιρούς τους οποίους διανύουμε, με ποιους τρόπους η Εκκλησία βοηθά τους άπορους ή αυτούς που έρχονται να ζητήσουν πνευματική και υλική βοήθεια;
Κάθε εποχή, έχω τη γνώμη ότι είχε τις δυσκολίες της, και η Εκκλησία μας καθ΄όλη την ιστορική της διαδρομή, παράλληλα με το ποιμαντικό, πνευματικό έργο της καθοδηγήσεως των ανθρώπων, της λατρείας του Θεού, πάντοτε μεριμνούσε και για τις υλικές ανάγκες μελών της που πράγματι είχαν ανάγκη υλικής στήριξης. Το βλέπουμε στα πιο αρχαϊκά κείμενα: αν ανοίξουμε, λόγου χάρη, τις Πράξεις των Αποστόλων ή τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, θα δούμε μεταξύ των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων το φαινόμενο που λέγεται «λογία», έρανος, όπου Εκκλησίες ευπορότερες συγκέντρωναν ό,τι πρόσφεραν οι χριστιανοί για να ενισχύσουν Εκκλησίες φτωχότερες και, κυρίως, την Εκκλησία των Ιεροσολύμων, και ό,τι συγκεντρωνόταν το απεκόμιζε ο Απόστολος Παύλος ή οι συνεργάτες του με τις διάφορες αποστολικές οδοπορίες, τις οποίες διεξήγαγε χάρη των φτωχών Εκκλησιών των Ιεροσολύμων.
Αυτή η παράδοση συνεχίστηκε δια μέσου των αιώνων και έχουμε και ανθρώπους της Εκκλησίας, ποιμένες, οι οποίοι διακρίθηκαν στην ανάπτυξη ενός πλούσιου και πολύμορφου φιλανθρωπικού έργου. Παραδείγματος χάρη, ο Μέγας Βασίλειος με την περίφημη «Βασιλειάδα» που είχε ιδρύσει στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, ένα σύμπλεγμα φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Το έργο αυτό συνεχίζεται και στις μέρες μας. Ακόμα περισσότερο λόγω της οικονομικής κρίσης που προέκυψε την τελευταία τετραετία. Να περιοριστώ πολύ απλά στα λεγόμενα συσσίτια. Αυτό το έργο είχε ξεκινήσει πολύ παλιά για τα ελλαδικά δεδομένα στη δική μας εκκλησία, σαράντα περίπου χρόνια, από τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο τον Α’, τα είχε ονομάσει «σπίτια γαλήνης Χριστού» και μπορούσαν οι άνθρωποι, οι ηλικιωμένοι, οι φτωχοί, οι άποροι να βρίσκουν ένα πιάτο ζεστό, καλομαγειρεμένο φαγητό. Στις μέρες μας, όμως, καθώς η κρίση αυτή προκάλεσε σωρεία προβλημάτων και βοηθήθηκε αυτή η προσπάθεια και από ορισμένα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, αναδείχθηκε και επεξετάθη ακόμα περισσότερο.
Στη δική μας Μητρόπολη, εννοώ τη Μητρόπολη Νέας Σμύρνης, που απαρτίζεται από τους Δήμους Νέας Σμύρνης, Παλαιού Φαλήρου, Αλίμου και Αργυρούπολης, περιοχές θα λέγαμε μεσοαστικές με χριστιανούς κατοίκους κάποιων εισοδημάτων, όχι ιδιαίτερα δύσκολες, αυτή τη στιγμή ετοιμάζουμε καθημερινά γύρω στις 750 μερίδες φαγητού. Υπάρχουν, επίσης, και τα σπουδαστικά βοηθήματα, το γηροκομείο μας, τα δέματα τα οποία προσφέρουμε Χριστούγεννα και Πάσχα ή, παράλληλα με τα συσσίτια, πολλές φορές τροφοδοτούμε με τρόφιμα, τα οποία μας προσφέρουν Χριστιανοί, για να μπορούν ορισμένες οικογένειες, να ετοιμάζουν κατ’ οίκον το φαγητό τους, και δεν θα ήθελαν, ίσως και για λόγους αξιοπρέπειας, κοινωνικούς, να προσέρχονται στα συσσίτια για να πάρουν μια μερίδα φαγητό. Γεγονός είναι ότι η Εκκλησία μας με την πλούσια παράδοση που διαθέτει και στο έργο αυτό καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια.
Ωστόσο, υπάρχει μια διαφορά πάρα πολύ ουσιαστική: ότι σε μας το έργο αυτό δεν γίνεται από κρατικές υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας και φροντίδας. Γίνεται σε επίπεδο προσωπικό. Αν θα πάτε να δείτε τώρα στον Άγιο Ανδρέα, κάτω, που λειτουργεί το σπίτι γαλήνης, θα δείτε τρεις- τέσσερις κυρίες που έχουν αφήσει σήμερα το σπίτι τους από τις εφτά το πρωί, το έχουν προγραμματίσει και ξέρουν ότι σήμερα είναι εκείνες οι οποίες πρέπει να ετοιμάσουν το φαγητό του συσσιτίου. Και όπως δουλεύουν σπίτι τους, στην κουζίνα τους, για να ετοιμάσουν φαγητό για το σύζυγο και τα παιδιά τους, με την ίδια φροντίδα, με την ίδια αγάπη, με την ίδια επιμέλεια ετοιμάζουν και εδώ το φαγητό. Άρα δίνουμε κάτι από τον εαυτό μας, από την ψυχή μας, με πολλή διάθεση και με πολύ σεβασμό στον άνθρωπο ο οποίος έχει ανάγκη. Επιπλέον έχουμε ανθρώπους που είναι ανήμποροι στο σπίτι τους, άρα σε αυτούς τους ανθρώπους το να τους διατεθεί μία δύο μερίδες φαγητό της ημέρας έτοιμο, παρασκευασμένο, είναι μια πολύ ουσιαστική βοήθεια.
4. Αναμφισβήτητα η οικονομική κρίση που βιώνουμε αυτή τη στιγμή, πέρα από τον οικονομικό παράγοντα, έχει και κάποια κοινωνική πτυχή. Βλέπετε, τώρα που μειώνεται το εισόδημα, ο άνθρωπος να γίνεται πιο ανθρώπινος;
Ας πάρουμε τον όρο «αλληλεγγύη», εμείς το λέμε χριστιανική αγάπη, που είναι πάρα πολύ όμορφος όρος, πρέπει να ομολογήσουμε ότι έχουμε μια ευαισθησία η οποία ανεδείχθη και φαίνεται ότι ως λαός παρά τις πολλές αδυναμίες που έχουμε, έχουμε και κάποιες αρετές, είναι αλήθεια. Μία εξ αυτών είναι και ότι είμαστε συμπονετικοί σε ό,τι αφορά την ανάγκη και τη δυσκολία του άλλου. Λένε ότι σε πολλές μεγαλουπόλεις, όταν πέφτει ένας άνθρωπος κάτω στο δρόμο και λιποθυμά, τον προσπερνούν οι άλλοι αδιάφορα, γιατί θεωρούν υποχρεωμένη την πολιτεία καί τις υπηρεσίες της να πάει, να συμπαρασταθεί, να παραλάβει και να τον οδηγήσει στο νοσοκομείο. Σε μας δεν μπορεί να γίνει, είναι αδιανόητο κάτι τέτοιο. Εμείς θα τρέχαμε να του συμπαρασταθούμε, να δώσουμε νερό, κάποιος άλλος να ειδοποιήσει, άλλος να φωνάξει γιατρό και λοιπά. Είναι η διαφορά αυτή της νοοτροπίας μας.
Ακόμα, σ’ εμάς υπάρχει, παρά την αστυφιλία και την αστικοποίηση στο λεκανοπέδιο και στις μεγάλες πόλεις, η έννοια της κοινότητας, της αδελφοσύνης και του πνεύματος της αλληλεγγύης. Βέβαια, όταν η κρίση έχει την έκταση στην οποία έχουμε φτάσει, περικοπές μισθών, απολύσεις, αντιλαμβάνεστε ότι τα πράγματα έχουν δυσκολέψει πολύ. Ίσως έχουμε και φαινόμενα κοινωνικά τα οποία είναι κατακριτέα, κλοπές, διαρρήξεις... Πάντοτε υπήρχαν, αλλά γεγονός είναι ότι δύσκολες και έκρυθμες καταστάσεις έχουν και κοινωνικές παρενέργειες αρνητικές, εντονότερες.
5. Πιστεύετε ότι η Εκκλησία μπορεί να αλλάξει κάτι ώστε να προσεγγίσει περισσότερο τους νέους και να τους φέρει πιο κοντά της;
Η Εκκλησία είναι θεσμός παραδόσεως. Υφίσταται από τα χρόνια του Κυρίου μας, δηλαδή είκοσι ολόκληρους αιώνες. Πιστεύει ότι εμπερικλείει στα σπλάχνα της την αποκαλυμμένη αλήθεια του Θεού, κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει και επαγγέλλεται ακόμα έναν τρόπο ζωής ο οποίος φέρει τη σφραγίδα του θείου θελήματος, έναν ευαγγελικό τρόπο ζωής. Τώρα, το πώς αυτό το πράγμα το προσλαμβάνουν οι άνθρωποι από εποχή σε εποχή, το πώς με ποιούς συγκεκριμένους τρόπους βιώνεται πάλι σε κάθε εποχή, αυτό ασφαλώς διαφέρει. Αποκτά, θα λέγαμε, ξεχωριστά χαρακτηριστικά, γιατί άλλο ήταν το πλαίσιο καί η γλώσσα του 4ο αιώνα, των χρόνων της Τουρκοκρατίας και άλλο του 21ου αιώνα.
Να αλλάξει η Εκκλησία στην ουσία της, στην πίστη της, στο ήθος της, στην ελπίδα της, ασφαλώς δεν είναι εύκολο και δεν είναι και επιτρεπτό, δεν είναι θεμιτό. Να αλλάξει σε ό,τι αφορά πάλι τους θεμελιώδεις κανόνες του χριστιανικού βίου, ούτε και αυτό μπορεί να γίνει. Το «ου κλέψεις» θα παραμείνει «ου κλέψεις». Δεν μπορεί ποτέ να φτάσουμε και να θεσμοθετήσουμε, να αποδεχθούμε ηθικά το αντίθετο. Το να πούμε ότι οι άνθρωποι οφείλουν να είναι δίκαιοι στις σχέσεις τους ανάμεσά τους, είναι αξίωμα χριστιανικό, θεμελιώδες και, θα έλεγα, πανανθρώπινης εμβέλειας. Η εκμετάλλευση, η αδικία ποτέ δεν μπορεί να καταστεί πλαίσιο ζωής ηθικά δικαιωμένο. Η αγάπη, ότι οφείλουμε να αγαπούμε τον άλλον όπως τον εαυτό μας, είναι εντολή του Χριστού μας μοναδικής και αιώνιας αξίας.
Σε δευτερεύοντα, τώρα, ζητήματα σε ό,τι αφορά την έκφραση του χριστιανικού μηνύματος, τον τρόπο που θα επικοινωνήσουμε αυτό το μήνυμα του Ευαγγελίου στους σημερινούς νέους ανθρώπους, αυτό ασφαλώς είναι κάτι το οποίο πρέπει σε κάθε εποχή, από την πλευρά της ευθύνης ημών των ποιμένων, των ιερωμένων, να το επιδιώκουμε. Η αλήθεια είναι ότι πρέπει να σταθούμε με σοφία και με διάκριση και να προσεγγίσουμε τους ανθρώπους κάθε εποχής με πρόθεση και σκοπό όχι να αρέσουμε αλλά να βοηθήσουμε.
Από την άλλη, όμως, θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα άγρυπνοι και προσεκτικοί για να διαφυλάξουμε την ουσία της πίστεώς μας και της κατά Χριστόν ζωής από έναν κίνδυνο που λέγεται εκκοσμίκευση, δηλαδή να αφομοιωθεί η πίστη ή να προσαρμοστεί η πίστη στα ρευστά και μεταβλητά σχήματα του κόσμου τούτου.
6.Τι θα λέγατε σήμερα στους νέους όσον αφορά τη ζωή τους, τα όνειρά τους, τις επιθυμίες και τις επιδιώξεις τους;
Οι νέοι είναι πολύ φυσικό, κι εμείς οι μεγαλύτεροι περάσαμε από την ηλικία αυτή, να οραματίζονται έναν κόσμο καλύτερο από αυτόν τον οποίο παραλαμβάνουν. Είναι κάτι πολύ όμορφο και πολύ συγκινητικό. Αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι είναι ότι ένα καλύτερο αύριο δεν θα έρθει κατά έναν τρόπο μαγικό. Το καλύτερο αύριο, μια καλύτερη κοινωνία όπως την ονειρευόμαστε, θα πρέπει να δουλέψουμε για να το αποκτήσουμε. Επομένως, αυτό που θα είχα έτσι ταπεινά να προτείνω, να συμβουλέψω, να επισημάνω είναι ότι το καλύτερο αύριο θα είναι ο καρπός της κοινής προσπάθειας όλων μας. Μην περιμένουμε να μας έρθει εξ ουρανού κάτι το οποίο είναι καρπός και της δικής μας προσπάθειας. Από το Θεό μας έρχεται αυτό το οποίο αδυνατούμε οι άνθρωποι να πραγματοποιήσουμε με τις δικές μας δυνάμεις, με τις δικές μας ικανότητες, με τα χαρίσματα που μας έχει δώσει ο Θεός. Ό,τι εξαρτάται από εμάς και ό,τι μπορούμε εμείς να καταβάλουμε, οφείλουμε να το πράξουμε, είναι το χρέος μας.
Πιστεύω ότι οι νέες γενιές είναι ειλικρινέστερες σε ό,τι αφορά τα κίνητρα, τις επιδιώξεις, τους οραματισμούς τους. Βέβαια, μερικές φορές εύκολα παγιδεύεται και ένας νέος άνθρωπος κάτω από παραπλανητικά συνθήματα ή ενθουσιάζεται υπέρμετρα και ουρανοβατεί και φεύγει από μια πραγματικότητα η οποία όμως, είναι υπαρκτή, υπάρχει και δεν μπορούμε να την αγνοούμε.
Ελπίζω και εύχομαι για ένα αύριο καλύτερο από το σήμερα. Τα λάθη ημών των μεγαλυτέρων και των παλαιοτέρων, σείς οι νεότερες γενιές να τα επισημάνετε και να τα διορθώσετε έτσι ώστε να πάει πράγματι μπροστά η κοινωνία μας. Η κοινωνία πηγαίνει μπροστά, όμως, όταν οικοδομεί πάνω σε γερά θεμέλια, και τα γερά θεμέλια πρέπει να ομολογήσουμε μας τα κληροδοτεί το παρελθόν. Όχι το οποιοδήποτε παρελθόν, αλλά το γνήσιο που άντεξε στο χρόνο και που μπορούμε, αν έχουμε αγρυπνούσα συνείδηση καί κριτική σκέψη, να γνωρίσουμε και να αξιοποιήσουμε.
Φανή Καρβουνοπούλου, Χαρά Κοντοχρήστου (4Β)
Μαριάννα Κουφάκη (5Β)