E΄ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ
μέ θέμα: Τό Β΄ κεφ. τῆς Πρώτης πρός Τιμόθεον
Ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου
Ἀρχικά ὁ ὁμιλητής ἐπισήμανε ὅτι τό Β΄ κεφάλαιο τῆς ἐπιστολῆς ἔχει ἔντονο πρακτικό χαρακτήρα, καί ἀποτελεῖται ἀπό δεκαπέντε στίχους. Ἀναφέρεται, στό σύνολό του, σέ κανόνες πού πρέπει νά τηροῦνται στή λατρεία. Χώρισε τό κεφάλαιο σέ δύο ἑνότητες καί προσπάθησε νά ὑπογραμμίσει κυρίως τά σημεῖα ἐκεῖνα, ὅπου αὐτό εἶναι δυνατό, πού παρουσιάζουν ἕνα ποιμαντικό ἐνδιαφέρον.
Ἡ πρώτη ἑνότητα ἀποτελεῖται ἀπό τούς στίχους 1 ἕως 10 καί ἡ δεύτερη ἀπό τούς στίχους 11 ἕως 15.
Ἡ πρώτη ἑνότητα (Α΄ Τιμ. 2, 1-10) ξεκινάει μέ ἀναφορά στήν προσευχή. Ἀλλά καί ὅλο τό πρῶτο τμῆμα τοῦ 2ου κεφαλαίου, ὅπως ἤδη εἴπαμε, ἀσχολεῖται μέ τό ζήτημα τῆς προσευχῆς. Ὅλοι μας γνωρίζουμε τήν ἀξία τῆς προσευχῆς. Ἡ προσευχή εἶναι ἡ πρώτιστη καί θεμελιώδης καί βασική ἀνάγκη τῆς ψυχῆς. Ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος, ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὅτι τό σῶμα παίρνει ζωή ἀπό τήν ψυχή, ἡ δέ ψυχή ἀπό τήν προσευχή.
Τό πρῶτο ἔργο τοῦ κληρικοῦ εἶναι ἡ προσευχή. Ὁ λειτουργός του Θεοῦ ἐπιβάλλεται νά εἶναι ἄνθρωπος προσευχῆς. Νά γρηγορεῖ συνεχῶς προσευχόμενος «ἵνα μή εἰσέλθη εἰς πειρασμόν». Διότι δέν παύει καί αὐτός νά ἔχει ὡς ἄνθρωπος ἀτέλειες καί νά περιβάλλεται ἀπό ποικίλους πειρασμούς. Ἀλλά ἐκτός τῆς προσευχῆς γιά τόν ἑαυτό του, ὁ κληρικός ὡς πρώτιστο μέλημα, ἔχει τήν προσευχή ὑπέρ τοῦ ποιμνίου του. Καί ἐδῶ ἀκριβῶς τίθεται τό ἐρώτημα: Ἐμεῖς προσευχόμαστε; Ἤ ζητᾶμε νά προσεύχονται μόνο οἱ πιστοί;
Οἱ λειτουργοί τῆς Ἐκκλησίας, ἐπίσκοποι καί πρεσβύτεροι, εἶναι πατέρες πνευματικοί. Καί ὅπως τό γνώρισμα τοῦ φυσικοῦ πατέρα εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀνοχή, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν πνευματικό πατέρα. Ἀγαπάει ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὄχι μόνο ἕνα στενό κύκλο δικῶν του προσώπων καί συνεργατῶν, καί προσεύχεται γιά ὅλους, «ὑπέρ πάντων ἀνθρώπων».
Α΄ Τιμ. 2,2: Μᾶς προτρέπει, λοιπόν, ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν πρῶτο στίχο νά προσευχόμαστε «ὑπέρ πάντων ἀνθρώπων». Ἡ προσευχή μας αὐτή νά μήν ἔχει ὅριο. Γι’ αὐτό καί στόν ἑπόμενο στίχο μᾶς λέει, ὅτι μέσα στήν προσευχή πρέπει νά περικλείονται οἱ βασιλεῖς καί οἱ ἄρχοντες. Νά μήν ξεχνᾶμε ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη οἱ ἄρχοντες καί οἱ βασιλεῖς, ὄχι μόνο δέν ἦταν εὐσεβεῖς καί πιστοί, ἀλλά ἀντιθέτως ἦταν ἀσεβεῖς καί διῶκτες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Παρόλα αὐτά, ὁ Παῦλος, μᾶς παραγγέλλει νά προσευχόμαστε καί γι’ αὐτούς. Γιατί; Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ Παῦλος ἀποδέχεται τίς μορφές ἐξουσίας πού ἔχει ἐνώπιόν του, τυραννικές, μοναρχικές ἤ ὀλιγαρχικές. Τήν αἰτιολογία τή δίνει λέγοντας στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή: «αἱ δέ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπό τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν». Δηλαδή, οἱ ἐξουσίες πού ὑπάρχουν ἔχουν ταχθεῖ ἀπό τόν Θεό. Ἐδῶ προχωράει ἀκόμα περισσότερο, λέγοντας νά προσευχόμαστε καί ὑπέρ τῶν ἀρχόντων, «ἵνα ἤρεμον καί ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καί σεμνότητι». Ἀπό τήν προτροπή αὐτή, γίνεται φανερό ὅτι ὁ Παῦλος ἀξιολογεῖ θετικά τήν ἠρεμία καί ἡσυχία πού ἐξασφαλίζουν στήν κοινωνία οἱ ἄρχοντες. Ἡ θετική του αὐτή ἀξιολόγηση ἔχει τήν ἑξῆς αἰτιολογία, νά ζοῦμε ἤρεμο καί ἥσυχο βίο μέ κάθε εὐσέβεια καί σεμνότητα. Ὡς εὐσέβεια θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἐννοεῖ τήν πίστη καί ὡς σεμνότητα τήν ἐνάρετη ζωή.
Α΄ Τιμ. 2,3: Στόν τρίτο στίχο, ὁ Παῦλος, διευκρινίζει ὅτι ἡ προσευχή γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀποτελεῖ ἔργο ἀγαθό καί εὐάρεστο στό Θεό. Ἄλλωστε ὁ χριστιανός, δέν κάνει ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀρέσουν στούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλά ἐκεῖνα πού ἀρέσουν στό Θεό. Τί ἄλλο θά μποροῦσε νά εἶναι λοιπόν πιό θεάρεστο, ἀπό τή δέση καί τήν ἱκεσία γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως;
Α΄ Τιμ. 2,4: Συνεχίζει στό στίχο αὐτό λέγοντάς μας, ὅτι ὀφείλουμε νά προσευχόμαστε στόν Θεό γιά νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, διότι καί ὁ ἴδιος ὁ φιλάνθρωπος Θεός ἐπιθυμεῖ τή σωτηρία ὁλόκληρου τοῦ κόσμου. Αὐτό τό «πάντας ἀνθρώπους» φανερώνει ἔντονα τήν καθολική καί ἀδιάκριτη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος Δημιουργός καί ὁ Πατέρας ὅλων. Νοιάζεται γιά ὅλα τά δημιουργήματά Του καί τά παιδιά Του, χωρίς νά κάνει καμία ἀπολύτως διάκριση. Ὁ Θεός λοιπόν, «θέλει πάντας σωθῆναι», ἀλλά «καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Θέλει νά γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι αὐτή τήν ἀλήθεια. Γιατί ναί μέν ὁ Χριστός ἦρθε στή γῆ, ἔπαθε, σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε, ἀλλά ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν γνωρίσει, δέν πιστέψει στήν ἀλήθεια τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ, τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, δέν θά σωθεῖ. Καί ὁ τόπος τῆς γνωριμίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ Ἐκκλησία Του. Καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θά τόν μυήσουν στό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, εἶναι οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας. Πῶς; Μέ τό λόγο τους, ἀλλά κυρίως μέ τή ζωή τους. Μέ τό φωτεινό τους παράδειγμα.
Α΄ Τιμ. 2,5: «Εἷς Θεός», ἕνας καί μόνος Θεός ὑπάρχει, καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει δεύτερος, διότι δέν εἶναι δυνατόν παρά ἕνα καί μόνο ἀπειροτέλειο Ὅν νά ὑπάρχει. Αὐτός ὁ ἕνας Θεός, ὁ Πατέρας τῶν ὅλων, ὑπάρχει γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ἐνδιαφέρεται γιά ὅλους ἀδιακρίτως, προσφέροντας τά ἀγαθά Του. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ πνευματικός πατέρας, ὁ ποιμένας, πρέπει νά νοιάζεται, χωρίς καμία ἀπολύτως διάκριση, γιά κάθε ἕνα ἀπό τά παιδιά του, τά πρόβατα τῆς ποίμνης του.
Α΄ Τιμ. 2,6: Ὁ Παῦλος στόν ἕκτο στίχο ὑπογραμμίζει πώς ὁ Χριστός εἶναι «ὁ δούς ἑαυτόν ἀντίλυτρον ὑπέρ πάντων, τό μαρτύριον καιροῖς ἰδίοις», δηλαδή, «Αὐτός πού ἔδωσε τόν ἑαυτό Του ἀντί λύτρου γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, πράγμα πού εἶχε ὁριστεῖ καί ἔγινε στόν καιρό του». Ὁ Χριστός εἶναι ὁ καλός ποιμένας πού θυσίασε τή ζωή Του ὑπέρ τῶν προβάτων. Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, ἐπίσκοποι καί πρεσβύτεροι, μιμούμενοι τό Μεγάλο Ποιμένα, ὀφείλουν νά ἀγαποῦν χωρίς κανένα ὅριο τά πρόβατα τῆς ποίμνης τους. Καί νά φτάνουν καί ἐκεῖνοι, ἄν αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο, καί στήν προσφορά ἀκόμα καί τῆς ἴδιας τους τῆς ζωῆς, γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Α΄ Τιμ. 2,7: «Γιά τή μαρτυρία αὐτή, –ὅτι ὁ Χριστός ἔδωσε τόν ἑαυτό Του γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου–», μᾶς λέει στόν ἑπόμενο στίχο, «ὁρίστηκα κήρυκας καί ἀπόστολος ἀπό τόν Θεό. Λέω ἀλήθεια, ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, δέν ψεύδομαι, ὁρίστηκα διδάσκαλος τῶν ἐθνικῶν, πραγματικά καί ἀληθινά».
Α΄ Τιμ. 2,8: Στόν ὄγδοο στίχο, ὁ Παῦλος, μετά τή μικρή παρένθεση πού ἀνοίγει μεταξύ τῶν στίχων 5 ἕως 7, συνεχίζει τόν λόγο τοῦ περί προσευχῆς. Ἀναφέρει λοιπόν ὅτι θέλει νά προσεύχονται οἱ ἄνδρες σέ κάθε τόπο, καί νά σηκώνουν πρός τόν Οὐρανό χέρια καθαρά ἀπό κάθε μολυσμό, ἐλεύθεροι ἀπό ὀργή καί δισταγμό ὀλιγοπιστίας. Ἡ προσευχή μπορεῖ νά πραγματοποιεῖται σέ ὁποιονδήποτε τόπο. Ὁ Θεός βρίσκεται παντοῦ, συνεπῶς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά τόν συναντήσει σέ ὁποιοδήποτε χῶρο καί νά συνομιλήσει μαζί Του. Σημασία δέν ἔχει ὁ τόπος πού γίνεται ἡ προσευχή, ἀλλά ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο γίνεται.
Ἡ προσευχή ὅμως πρέπει νά γίνεται καί μέ σωστή στάση τοῦ σώματος: «Ἐπαίροντας ὁσίους χεῖρας». Εἶναι καί ἐξωτερική λοιπόν ὑπόθεση ἡ προσευχή, ἐκτός ἀπό ἐσωτερική. Ἡ ὕψωση τῶν χεριῶν, δηλώνει τήν ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου πού θέλει νά τόν σώσει ὁ Θεός.
Α΄ Τιμ. 2,9: Στόν ἔνατο στίχο, ὁ Παῦλος, λέει πώς ὅσα ἰσχύουν γιά τούς ἄντρες, ἰσχύουν σαφῶς καί γιά τίς γυναῖκες, προσθέτοντας καί στοιχεῖα γιά τόν τρόπο τῆς ἀμφίεσής τους. Ἡ γυναίκα ὀφείλει νά προσεύχεται μέ ἐνδυμασία σεμνή. Νά στολίζει τόν ἑαυτό της ὄχι μέ προκλητικά ροῦχα, ἀλλά μέ συστολή καί σωφροσύνη. Ὁ Παῦλος ἀπορρίπτει καί τήν ἐπιτηδευμένη κόμμωση, τό φιλάρεσκο πλέξιμο τῶν γυναικείων μαλλιῶν. Καταδικάζει ἐπίσης τά κοσμήματα καί τά πολυτελῆ ἐνδύματα. Ὅλα αὐτά σαφῶς εἶναι περιττά, μάταια καί δέν ταιριάζουν μέ τήν καθαρή προσευχή.
Α΄ Τιμ. 2,10: Οἱ γυναῖκες, μᾶς λέει στό δέκατο στίχο, ὀφείλουν νά προσεύχονται μέ ὅ,τι ἁρμόζει σέ γυναῖκες, πού παρουσιάζονται στά μάτια ὅλων ὅτι σέβονται τόν Θεό. Θέλω, γράφει ὁ Παῦλος, οἱ γυναῖκες νά στολίζονται μέ ἔργα ἀγαθά. Τά ἀγαθά ἔργα εἶναι ὁ καλύτερος στολισμός. Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ αὐτά εἶναι πολύτιμα.
Ἡ δεύτερη ἑνότητα (Α΄ Τιμ. 2, 10-15). Ὁ Παῦλος ἀπαγορεύει στίς γυναῖκες νά λαμβάνουν τό λόγο στίς δημόσιες συναθροίσεις τῶν πιστῶν. Ἀναφέρεται στήν ἐκκλησιαστική σύναξη. Καί ἐπιχειρεῖ νά δώσει τίς ποιμαντικές ὁδηγίες, γιά τό τί πρέπει νά γίνεται μέσα στή σύναξη.
Κατ’ ἀρχάς, σύμφωνα μέ τόν ἑνδέκατο στίχο, μέσα στή σύναξη οἱ γυναῖκες δέν πρέπει νά μιλᾶνε. Νά μήν δημιουργοῦν θόρυβο ἀπό τήν πολυλογία. Ἡ ἡσυχία εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαία γιά τή λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ ναός εἶναι τόπος προσευχῆς. Δέν ἐπιτρέπεται νά θορυβοῦν οἱ γυναῖκες, ἀλλά καί οἱ ἄντρες. Οἱ γυναῖκες εἰδικότερα δέν εἶναι σωστό νά διδάσκουν κατά τήν ἐκκλησιαστική λατρεία. Παρόμοια ἀναφέρει ὁ Παῦλος καί στήν Ἅ΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή: «Ὡς ἐν πάσαις ταῖς ἐκκλησίαις τῶν ἁγίων, αἱ γυναῖκες ὑμῶν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις σιγάτωσαν• οὐ γάρ ἐπιτέτραπται αὐταῖς λαλεῖν, ἀλλ’ ὑποτάσεσθαι, καθώς καί ὁ νόμος λέγει» (Α΄ Κορ. 14,34). Ἡ ἡσυχία τῆς γυναίκας στό ναό φανερώνει τήν ταπείνωσή της. Ὁ ρόλος της δέν εἶναι γιά νά λειτουργεῖ στό ναό.
Α΄ Τιμ. 2,12: Στό στίχο δώδεκα, ὁ Παῦλος, δέν ἐπιτρέπει στή γυναίκα νά διδάσκει στίς συνάξεις τῆς λατρείας. Ἀλλά οὔτε καί νά ἐξουσιάζει καί νά γίνεται κυρία τοῦ ἀνδρός της, ἀλλά πρέπει νά μένει ἥσυχη χωρίς νά ἀντιλέγει καί νά θορυβεῖ. Ἡ γυναίκα δέν πηγαίνει στήν Ἐκκλησία γιά νά διδάξει, ἀλλά γιά νά προσευχηθεῖ. Ἐπίσης δέν εἶναι ἡ κεφαλή τοῦ ἄντρα, ὁ ἄντρας εἶναι ἡ κεφαλή τῆς γυναικός. Ἑπομένως δέν τόν διδάσκει, ἀλλά διδάσκεται ἀπό αὐτόν.
Α΄ Τιμ. 2,13: Στόν ἑπόμενο στίχο, τόν δέκατο τρίτο, ὁ ἀπόστολος αἰτιολογεῖ τό «οὐδέ αὐθεντεῖν». Γιατί, μᾶς λέει, ὁ Ἀδάμ πλάσθηκε πρῶτος καί μετά ἡ Εὔα. Ἄντρας καί γυναίκα εἶναι ἴσοι ὡς πρός τήν ἀξία, ἐπιβάλλεται ὅμως ἡ διάκριση τοῦ γένους γιά νά τηροῦνται οἱ ἰσορροπίες. Ἄλλο ἡ ἀξία καί ἄλλο ὁ ρόλος καί ἡ ἀποστολή. Δέν εἶναι ἀποστολή τῆς γυναίκας νά γίνεται ἱερέας, ἐπίσκοπος, ποιμένας, ἱεροκήρυκας, διδάσκαλος στούς ἄντρες. Ὁ ρόλος της εἶναι νά διακονεῖ τήν Ἐκκλησία, ἔχοντας ὡς πρότυπο τό πρόσωπο τῆς Παναγίας.
Α΄ Τιμ. 2,14: Ἀκούγοντας κάποιος τό στίχο δεκατέσσερα, τό ὅτι ὁ Ἀδάμ δέν ἀπατήθηκε, ἐνῶ ἡ γυναίκα ἀπατήθηκε καί ἔκανε παράβαση, λογικά θά σκεφτεῖ: «Ἀφοῦ καί οἱ δύο ἁμάρτησαν, δοκιμάζοντας τόν ἀπαγορευμένο καρπό, γιατί ὁ Παῦλος λέει ὅτι ὁ Ἀδάμ δέν ἀπατήθηκε, καί ἀπατήθηκε μόνο ἡ Εὔα;». Λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Δέν εἶναι τό ἴδιο νά δεχτεῖς τήν ἀπάτη ἀπό τήν ὁμόφυλη καί συγγενῆ, ἀπ’ ὅτι νά τή δεχτεῖς ἀπό θηρίο, ἀπό τό δοῦλο, ἀπό τόν ὑποταγμένο. Τό τελευταῖο εἶναι ἀπάτη. Σέ σύγκριση λοιπόν μέ τή γυναίκα, λέει ὁ Παῦλος, αὐτός δέν ἀπατήθηκε, διότι ἐκείνη ἀπατήθηκε ἀπό δοῦλο καί ὑποταγμένο, ἐνῶ αὐτός ἀπό ἐλεύθερη».
Α΄ Τιμ. 2,15: Καί περνᾶμε στό δέκατο πέμπτο καί τελευταῖο στίχο. Ναί μέν ἡ γυναίκα δέν μπορεῖ νά χειροτονηθεῖ, νά γίνει ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας, νά κηρύττει μέσα στή σύναξη, ἀλλά μπορεῖ νά κάνει κάτι πολύ σπουδαῖο. Νά ἐπιτελέσει μία ἄλλη λειτουργία πολύ σημαντική, πού δέν μπορεῖ νά πραγματοποιήσει ὁ ἄντρας. Νά τελέσει τή λειτουργία τῆς μητρότητας. Ὁ Θεός τῆς ἔδωσε τό χάρισμα, τό δῶρο τῆς τεκνογονίας. Ποιᾶς τεκνογονίας ὅμως; Τῆς χριστιανικῆς. Καί ἐδῶ ἀκριβῶς ὀφείλει ὁ ποιμένας, ὁ ἱερέας τῆς ἐνορίας, νά στηρίζει μέ κάθε τρόπο, ἠθικό, πνευματικό, ὑλικό, τό θεσμό τοῦ γάμου καί τῆς χριστιανικῆς οἰκογένειας. Νά ἀγωνίζεται γιά τά ζευγάρια νά παραμείνουν στήν πίστη. Νά ἔχουν πίστη μεταξύ τους καί πίστη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Νά διδάσκει τούς γονεῖς νά ἔχουν μεταξύ τους ἀνυπόκριτη ἀγάπη, ἀληθινή ἀγάπη στά παιδιά τους καί προπαντός ἀγάπη στό Χριστό. Καί τέλος νά βοηθήσει τούς πατέρες καί τίς μητέρες, νά ἀγωνίζονται μέ σωφροσύνη διαρκῶς στό πνευματικό στάδιο, μέ στόχο τόν ἁγιασμό τους.
Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τήν ὁμιλία του ὁ Πανοσιολογιώτατος π. Χρυσόστομος, ὁ Σεβασμιώτατος ἐξέφρασε τίς βαθιές του εὐχαριστίες καί ἐν συνεχείᾳ ὑποβλήθηκαν ἐρωτήματα καί ἔγιναν τοποθετήσεις ἀπό τούς ἀρκετούς Κληρικούς.