Θ΄ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ
μέ θέμα: Τό ΣΤ΄ κεφ. τῆς Πρώτης πρός Τιμόθεον
Ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου
Ὁ σεβαστός εἰσηγητής ἀνέφερε ὅτι ἐννοιολογικά ἀλλά καί μεθοδολογικά μποροῦμε νά χωρίσουμε τό κεφάλαιο σέ τέσσερεις ἐπιμέρους ἑνότητες:
Ἡ πρώτη ἀπό τούς στίχους 1&2, ὅπου γίνεται λόγος «περί τῆς ὑπακοῆς τῶν δούλων».
Ἡ δεύτερη ἀπό τούς στίχους 3-5, ὅπου γίνεται λόγος «κατά ψευδοδισκάλων καί φιλοκερδῶν».
Ἡ Τρίτη ἀπό τούς στίχους 6-10, ὅπου γίνεται λόγος «περί ἀληθοῦς πλουτισμοῦ».
Τέλος ἡ τέταρτη ἑνότητα περιέχει τήν κατακλείδα τῆς ἐπιστολῆς, ἀπό τόν στίχο 11 ἕως τέλους, μέ “προσωπικές συμβουλές” τοῦ Παύλου πρός τόν Τιμόθεο «περί τῆς ὄντως ζωῆς».
Στό δεύτερο στίχο ὑποδεικνύει τήν συμπεριφορά τῶν δούλων πού εὑρίσκονται ὑπό χριστιανούς κυρίως. Προτρέπει λοιπόν νά μήν παίρνουν θάρρος καί νά ἐκμεταλλεύονται τό γεγονός τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφότητος ἀλλά ἀντίθετα νά ἐργάζονται μέ μεγαλύτερη φιλοτιμία. Τό δέ ἐπιχείρημα πού παραθέτει «ὅτι πιστοί εἰσι καὶ ἀγαπητοὶ οἱ τῆς εὐεργεσίας ἀντιλαμβανόμενοι» μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ κατά δυό τρόπους. Ὅτι ἡ πρόθυμος ἐργασία ἔχει ἀποδέκτας ἀδελφούς καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι εὐάρεστη. Ἐπίσης ἐάν τό ἀντιλαμβανόμενοι (οἱ δεσπότες τῶν δούλων) ἀποδοθεῖ στούς ἐργαζομένους τότε ἔχει τήν ἔννοια ὅτι ἡ φιλότιμος ἐργασία τῶν δούλων ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἀντίστοιχη «ἀντίληψη» τῶν ἀναγκῶν τους ἀπό μέρους τῶν ἐπίσης καλῶν κυρίων τους.
Συνεχίζει δέ τῶν περί ψευδοδιδασκάλων λόγο, λέγοντας ὅτι ἐάν κάποιος «ἑτεροδιδασκαλεῖ» δηλαδή διδάσκει πράγματα μή σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο καί δέν ἀκολουθεῖ τούς ὑγιεῖς λόγους τοῦ Κυρίου καί τήν διδασκαλία τήν σύμφωνη μέ τήν εὐσέβεια, τότε αὐτός εἶναι τυφλωμένος ἀπό τήν ὑπερηφάνεια. Νομίζει ὅτι τά γνωρίζει ὅλα ἀλλά κατ’ οὐσίαν δέν γνωρίζει τίποτε. Ἀντιμετωπίζει ἐδῶ ὁ Παῦλος τούς «ἑτεροδιδασκάλους» ὡς βαρέως νοσοῦντες, θεωρώντας τήν ἐκτροπή ἀπό τόν ὑγιῆ λόγο τοῦ Κυρίου ὡς βαρεῖα νόσο.
Πῶς ἐκδηλώνεται ἡ νόσος τῆς ἐτεροδιδασκαλίας καί πλάνης; Μέ ἄκαιρες συζητήσεις καί λογομαχίες οἱ ὁποῖες προκαλοῦν φθόνο, φιλονεικία, διάφορες κακολογίες καί ὑπόνοιες πονηρές. Τό δέ τελευταῖο «ὑπόνοιαι πονηραί» μπορεῖ νά ἐννοηθεῖ ὡς τά «νόθα δόγματα» (λογισμοί βλάσφημοι κατά τοῦ Θεοῦ) κατά τόν Οἰκουμένιο, ἀλλά καί σάν διάφορες κακές ὑποψίες τοῦ ἑνός κατά τοῦ ἄλλου. «Ὅταν ἡ ψυχή πυρέσσει ἀπό λογισμούς, πᾶν νοσηρόν δύναται νά εἰσέλθῃ», κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο.
Συνεχίζοντας τήν παράθεση τῶν ἐκτροπῶν ὁμιλεῖ γιά «παραδιατριβάς διεφθαρμένων ἀνθρώπων τόν νοῦν καί ἀπεστερημένων τῆς ἀληθείας». Μέ τή λέξη «παραδιατριβαί» ἐννοεῖ τίς ἐπίμονες ἐνασχολήσεις, ἐπίσης τίς προστριβές καί λογοτριβές, τίς ἀπρεπεῖς καί θορυβώδεις λογομαχίες (κατά τόν Κοραή στόν «Συνέκδημο Ἱερατικό») μεταξύ ἀνθρώπων μέ διεφθαρμένο-χαλασμένο νοῦ καί στερουμένων τῆς ἀληθείας.
Ὁλοκληρώνει τόν «περί φιλοκερδῶν» λόγο του μέ τούς στίχους 9 & 10. Ἀντίθετα μέ τούς ὀλιγαρκεῖς αὐτοί πού ἐπιθυμοῦν τόν πλοῦτο περιπίπτουν σέ πειρασμό καί παγίδα καί σέ πολλές ἀνόητες καί βλαβερές ἐπιθυμίες οἱ ὁποῖες βυθίζουν τούς ἀνθρώπους σέ ὄλεθρο καί σέ ἀπώλεια. Χαρακτηριστικά δέν λέγει ὅσοι πλουτίζουν ἀλλά ὅσοι ἐπιθυμοῦν τόν πλουτισμό. Οἱ ἑρμηνευτές καί μάλιστα ὁ Ἱερός Χρυσόστομος τό ἐντοπίζει καί σχολιάζει: «Οὐχ ἁπλῶς εἶπεν οἱ πλουτοῦντες ἀλλά οἱ βουλόμενοι πλουτεῖν. Τούς ἐπιθυμοῦντας ψέγει». Θεωρεῖ σοφά ὁ Παῦλος ὅτι ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλουτισμοῦ ἀποτελεῖ τήν ἀπαρχή τοῦ ὀλισθήματος τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος κινδυνεύει νά βυθιστεῖ στόν πνευματικό ὄλεθρο καί τήν πνευματική ἀπώλεια.
Τελειώνει αὐτή τήν ἑνότητα ἐπισημαίνοντας ὅτι ρίζα πάντων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία. Ὅποιος δέ τήν ὀρέγεται, κινδεύει νά ἀποκλήνει ἀπό τήν ὀρθή πίστη καί ἐπιπλέον νά προκαλέσει τέτοια βλάβη στόν ἑαυτό του σάν νά καρφώνεται μέ καρφιά.
Ὄντως ὁ ἀγώνας τῆς πίστεως εἶναι ἀγώνας καλός ὑπό πολλές ἔννοιες. Εἶναι κατά βάσιν ὁ ἀγώνας τοῦ καλοῦ ἔναντι τοῦ κακοῦ. Εἶναι ὁ ἀγώνας πού ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος περγράφει στήν πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολή (κεφ. 6, στίχ. 12): Γιατί ὁ ἀγώνας μας δέν εἶναι ἐνάντια σέ ἀνθρώπινες δυνάμεις, ἀλλά ἐνάντια στίς ἀρχές, ἐνάντια στίς ἐξουσίες, ἐνάντια στούς κοσμοκράτορες πού προξενοῦν τό σκοτάδι στόν κόσμο τοῦτο. Ἐνάντια, δηλαδή, στά οὐράνια πονηρά πνεύματα.
Καλεῖται λοιπόν ὁ Τιμόθεος –καί ταυτόχρονα κάθε πιστός- στόν καλόν ἀγώνα κατά τῶν ψευδοδιδασκάλων καί τῶν λοιπῶν ὁρατῶν ἐχθρῶν, πού προαναφέρθηκαν, ἀλλά καί κατά τῶν ἰδίων παθῶν καί κατά τέλος τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν. Εἶναι δέ ὁ ἀγώνας αὐτός διηνεκής μέ τήν ἀρχή τοῦ ἐδῶ καί τήν κατάληξή του στόν οὐρανό.
Ἐν συνεχείᾳ παραγγέλει στόν Τιμόθεο ἔντονα καί μέ τήν μορφή ὑπέρτατης πνευματικῆς δεσμεύσεως νά τηρεῖ ὅλες τίς προαναφερθεῖσες ἐπιταγές. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Κοραής ἡ ὅλη αὐτή προτροπή αὐτή ἔχει τόν χαρακτήρα «ὀρκισμοῦ». Ὅπως δέ παρατηρεῖ ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «τόν Θεόν ποιεῖται μάρτυρα, δεικνύς ὡς οὐκ ἀνθρώπινα τά παραγγέλματα, ἵνα ὡς παρ΄αὐτοῦ τοῦ Δεσπότου λαμβάνων ἤ τήν παραγγελίαν».
Ἐξορκίζει λοιπόν –τρόπον τινά– τόν Τιμόθεο ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, νά τηρήσει τήν ἐντολή καί τίς ὑποχρεώσεις πού ἀνέλαβε μέ τό βάπτισμα καί τήν χειροτονία του, ὅλο δηλαδή τό ἔργο τῆς διακονίας πού τοῦ ἔχει ἐμπιστευθεῖ, μακρυά ἀπό κάθε μολυσμό, ἀπό κάθε ψόγο καί κατηγορία. Μάλιστα τόν καλεῖ νά τό τηρήσει ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ὄχι μέχρι τῆς τελευτῆς του, ἀλλά μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου, μέχρι δηλαδή τῆς δευτέρας καί ἐνδόξου Του Παρουσίας, «ἵνα μᾶλλον αὐτόν διεγείρει». Εὐκαίρως τονίζει ὅτι ἡ Ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου εἶναι μέν βέβαιη ἀλλά ὁ χρόνος πού θά γίνει παραμένει ἄγνωστος σέ ἐμᾶς, μέσα πάντως στήν βουλή τοῦ Θεοῦ.
Ἀποδίδει δέ στόν Κύριο σειρά προσαγορεύσεων οἱ ὁποῖες ἀπαντῶνται συχνά στά ἱερά κείμενα, οἱ ὁποῖες ἄν καί ἀντανακλοῦν στοιχεῖα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, παραμένουν στήν καθημερινή ἐκκλησιαστική χρήση. Ἀποκαλεῖ τόν Κύριο μακάριο καὶ μόνος δυνάστη, βασιλέα τῶν βασιλευόντων καὶ κύριο τῶν κυριευόντων, ἀντιδιαστέλλοντας καί ἀνυψώνοντάς Τον, ὑπεράνω κάθε βασιλέως, αὐτοκράτορος ἤ δυνάστου τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀλλά καί κάθε ἐποχῆς.
Ἀκόμη ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ὁ μόνος πού ἔχει ἄφ΄Ἐαυτοῦ τήν ἀθανασία. Διότι μόνον ὁ Θεός ἔχει τήν ἀπόλυτη ἀθανασία, τά λοιπά πλάσματα –ἄγγελοι, ἄνθρωποι– ἔχομε τό ἀθάνατον «χάριτι τοῦ μόνου Ἀθανάτου», ὅπως χαρακτηριστικά παρατηρεῖ ὁ Οἰκουμένιος. Αὐτός δέ μόνος κατοικεῖ εἰς φῶς ἀπρόσιτον. Ἐάν τό κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ, εἶναι φῶς ἀπρόσιτον, πόσω μᾶλλον ἀπρόσιτος εἶναι ὁ κατοικῶν, ὅπως παρατηρεῖ πάλι ὁ Οἰκουμένιος. Σέ Αὐτόν λοιπόν τόν Κύριο ἀνήκει ἡ τιμή καί τό κράτος -ἡ ἀπόλυτος ἰσχύς- εἰς τούς αἰῶνας.
Ἡ Ἔφεσος ἦταν μία πλούσια πόλις, μέ ἀρκετούς πλούσιους κατοίκους. Ζητᾶ ἀπό τόν Τιμόθεο νά παραγγέλλει στούς πλουσίους τῆς ἐποχῆς του νά μήν ὑψηλοφρονοῦν, δηλαδή θεωροῦν τούς ἑαυτούς ὑπεράνω τῶν ἄλλων, ἐξαιτίας τοῦ πλούτου των. Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ πλοῦτος προδιαθέτει στήν ὑψηλοφροσύνη καί νά θυμηθοῦμε τό σχόλιο τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Οὐδέν οὕτω τίκτει τῦφον καί ἀπόνοιαν καί ἀλαζονείαν ὡς τά χρήματα». Ἐπί πλέον ὑπενθυμίζει νά μήν ἔχουν τήν ἐλπίδα τους στόν ἀβέβαιο πλοῦτο, ἀλλά στόν ζωντανό Θεό πού μᾶς παρέχει τά πάντα πλούσια.
Σχολιάζει τό συγκεκριμένο χωρίο ὁ Κοραῆς στόν «Ἱερατικό του Συνέκδημο»: «Διατί τόσα κατά τοῦ πλούτου; Ἤθελε τίς ἐρωτήσειν. Ὄχι διότι ὁ πλοῦτος εἶναι καθ’ αὐτόν κακός, ἀλλ’ ὅτι ἡ καλή χρῆσις τοῦ πλούτου εἶναι τόσον δύσκολος, ὥστε ὅστις δέν τόν ἀπέκτησεν, ἄν ἔχει νοῦν, δέν πρέπει νά τόν ἐπιθυμῇ, ἀλλά μᾶλλον νά τόν φοβεῖται ὡς πειρασμόν ὑψηλοφροσύνης. Ὅστις δέ τόν ἔχει, νά τόν προσέχη, ὡς ἐχθρόν ἰσχυρόν, καί ἀντί τῆς σπουδῆς νά τόν αὐξήση, νά τοῦ κόπτει μᾶλλον τᾶς δυνάμεις, δαπανῶν αὐτόν εἰς ἔργα μεγαλοφροσύνης» (σελ. 285).
Καλεῖ ἀκόμη τόν Τιμόθεο νά παροτρύνει τούς πλουσίους: Νά ἀγαθοεργοῦν, νά πλουτίζουν σέ ἔργα καλά, νά εἶναι πρόθυμοι στό νά δίνουν, κοινωνικοί. Ζητᾶ ἀπό τούς πλουσίους νά εἶναι εὐπροσήγοροι, νά μή δίδουν ἁπλῶς ἀλλά νά «εὐμεταδίδουν», δηλαδή νά ἀγαθοεργοῦν ἀπό τόν πλοῦτο τους μέ εὐχαρίστηση, ὄχι μέ πίεση. Ἡ δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἀγαθοεργία ἔχει τήν ἀπόδοσή της στήν αἰωνιότητα. Ἔτσι θά ἀποταμιεύσουν γιά τούς ἑαυτούς του ἕνα καλό θεμέλιο στό μέλλον, ὥστε νά κρατήσουν τήν πραγματική αἰώνιο ζωή.
Τέλος ζητᾶ καί πάλι ἀπό τόν Τιμόθεο, νά ἀποφεύγει τούς κούφιους καί μάταιους λόγους (τούς γραώδεις μύθους τοῦ προηγουμένου κεφαλαίου) καί τίς ἀντιλογίες καί λογομαχίες τῆς ψευδωνύμου γνώσεως. Ἡ δέ «ψευδώνυμος γνῶσις», εἶναι ἡ «τόνομα μόνον τῆς γνώσεως φέρουσα, τό δέ πρᾶγμα μωραίνει τούς ἐπαιρομένους εἰς αὐτήν», κατά τόν Θεοφύλακτο. Ὀρθῶς δέ λέγεται καί κενοφωνία, διότι ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ Κοραῆς ἐπαναλαμβάνοντας τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου, προέρχεται ἀπό «κεφαλάς μέ ἄνεμον φουσκωμένας καί κενάς νοῦ». Ἐπαναλαμβάνει δέ μέ ἔμφαση, ὅτι ὅσοι ἀκολούθησαν τήν «ψευδώνυμον γνῶσιν», ἐναυάγησαν περί τήν πίστη. Τέλος δέ εὔχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ νά εἶναι μαζί του.