ΣΤ΄ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ μέ θέμα «Ψευδοκανονικές Διατάξεις καί Κανονικές Ἀποκρίσεις»
<div style="text-align: justify;">
<div style="text-align: center;"><span style="font-size: 14pt;"><span style="color: #993300;"><strong>ΣΤ΄ Ι Ε Ρ Α Τ Ι Κ Η Σ Υ Ν Α Ξ Η</strong><br />μέ θέμα <strong>«Ψευδοκανονικές Διατάξεις<br />καί Κανονικές Ἀποκρίσεις»</strong></span><br /></span></div>
<br /><span style="font-size: 13pt;">Πραγματοποιήθηκε τό ἀπόγευμα τῆς Πέμπτης, 8 Ἰανουαρίου ἐ.ἔ., στό Πνευματικό Κέντρο τῆς ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Σώστη (λεωφ. Συγγροῦ) ἡ ΣΤ΄ Ἱερατική Σύναξη γιά τούς Κληρικούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης. Στή Σύναξη ὁμιλητής ἦταν ὁ ἐλλογιμότατος κ. Θεόδωρος Γιάγκου, Πρόεδρος τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ., Καθηγητής μέ γνωστικό ἀντικείμενο τίς Πηγές τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου καί μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση στή μελέτη τῆς χειρόγραφης νομοκανονικῆς γραμματείας, ὁ ὁποῖος εἰσηγήθηκε τό θέμα «Ψευδοκανονικές Διατάξεις καί Κανονικές Ἀποκρίσεις».</span><br /><span style="font-size: 13pt;">Τή Σύναξη ἄνοιξε μέ τήν προσφώνησή του ὁ Σεβ. Ποιμενάρχης μας, Μητροπολίτης Νέας Σμύρμης κ. Συμεών, ὁ ὁποῖος παρουσίασε τόν Εἰσηγητή, λέγοντας ὅτι εἶναι κατ’ ἐξοχήν ἁρμόδιος γιά τήν ἀνάπτυξη τοῦ συγκεκριμένου θέματος, καθώς στά ἐπιστημονικά του ἐνδιαφέροντα εἶναι οἱ Πηγές τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, ἡ χειρόγραφη νομοκανονική γραμματεία, οἱ σχέσεις Λατρείας καί Κανόνων, ἡ σύγχρονη Καταστατική Νομοθεσία καί οἱ Μοναχικοί Θεσμοί.</span><br />
<div style="text-align: center;"><img alt="1p1000011" src="/images/stories/mitropolis_2015/Ier.Syn/1p1000011.jpg" height="375" width="500" /><br /><img alt="1p1000010" src="/images/stories/mitropolis_2015/Ier.Syn/1p1000010.jpg" height="667" width="500" /></div>
<span style="font-size: 13pt;">Ὁ ἐλλογιμότατος Καθηγητής κ. Γιάγκου ἔθεσε ἐξαρχῆς τό πλαίσιο τῆς ἱστορικῆς περιόδου πού θά ἀναφερθεῖ, δηλαδή ἀπό τόν 9ο αἰώνα μέχρι τήν πρόσφατη ἐκκλησιαστική ἱστορία. Πρίν ἀπό τήν περίοδο αὐτή, τό νομοθετικό ἔργο εἶχαν ἀναλάβει οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι, ἀλλά μετά τόν 9ο αἰώνα παύουν νά συγκαλοῦνται Οἰκουμενικές Σύνοδοι, μέ τελευταία τό 789. Ἤδη, μέ τόν 2ο κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, κατά τήν ἔκφραση τοῦ Μητρ. Σουηδίας Παύλου Μενεβίσογλου (νῦν Μητρ. Ἀμασείας), ἔχουμε τήν κωδικοποίηση τῶν μέχρι τόν 7ο αἰώνα θεσπισθέντων κανόνων, ἐκείνων πού εἶχαν λάβει οἰκουμενικό κύρος.</span><br /><span style="font-size: 13pt;">Ἀρχική ἀναφορά ἔκανε ὁ ὁμιλητής στόν Ἰωάννη Δ΄, τόν λεγόμενο Νηστευτή, ὁ ὁποῖος ἦταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τήν περίοδο 582-595. Ἦταν συντάκτης Κανόνων (περί ἐξομολογήσεως), τοῦ ὁποίου ἡ συλλογή ἐμφανίζεται κατά τόν 7ο-8ο αἰώνα. Προβάλλει τήν ἐπιείκεια στήν ἐξομολόγηση, καθώς προτιμοῦσε νά χαρακτηριστεῖ ὡς ἐπιεικής ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, παρά ὡς ἀσυμπαθής.</span><br /><span style="font-size: 13pt;">Τόν 11ο αἰώνα ὁ Νικόλαος Γ' ὁ Γραμματικός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1084-1111), ὁ ὁποῖος διακρίθηκε γιά τήν εὐρεία μόρφωση καί τό ἀσκητικό του ἦθος, ἔθεσε τό ἐρώτημα ἐάν οἱ ἐξομολόγοι θά πρέπει νά στηρίζονται στό corpus κανόνων τοῦ Νηστευτῆ. Ἡ ἀπάντηση βρίσκεται ἀνάμεσα στίς δύο διαφορετικές τάσεις: (α) τῆς ἐπιείκειας ἤ οἰκονομίας, καί (β) τῆς ἀκρίβειας.</span><br /><span style="font-size: 13pt;">Στά χρόνια αὐτῆς τῆς περιόδου ὀφείλουμε νά ἔχουμε ὑπόψη μας κάποια βασικά γνωρίσματα: (α) τήν ἀνάπτυξη τοῦ μοναχισμοῦ. (β) Τήν ταύτιση τοῦ ἡγουμένου μέ τόν πνευματικό. Καί (γ) τήν ἀνάπτυξη τῆς ἑορτολογικῆς παράδοσης, δηλαδή διόγκωσης τῶν ἑορτῶν. Τότε μιλᾶμε γιά ψευδοκανονική παράδοση καί Κανονικές ἀπαντήσεις. Οἱ τελευταῖες εἴτε ἐπιβάλλονται στή Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως, εἴτε ἀπό ἐγκρατή στά νομοκανονικά ἐπιφανή πρόσωπα.</span><br /><span style="font-size: 13pt;">Κανονικές ἀπαντήσεις ἔχουμε ἀπό προσωπικότητες ὅπως: (α) τοῦ ἱεροῦ Φωτίου (810-891), ὁ ὁποῖος διακρινόταν γιά τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του καί τήν τεράστια μόρφωσή του, (β) τοῦ Λουκᾶ Χρυσοβέργη (1156-1169), τοῦ ὁποίου ἡ πατριαρχεία ἀντιμετώπισε μέ σύνεση καί ἀποφασιστικότητα τά ποικίλα ἐκκλησιαστικά προβλήματα, (γ) τοῦ Γεννάδιου Σχολάριου (1398-1472), πρώτου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως μετά τήν Ἅλωση τῆς Κων/πόλεως, κ.ἄ. Κύρια στόχευση στίς Κανονικές ἀπαντήσεις ἦταν ἡ λειτουργική πράξη τῆς Ἐκκλησίας.</span><br /><span style="font-size: 13pt;">Τό ἔτος 1054 πραγματοποιεῖται τό Σχίσμα μέ συνέπεια τή διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας σέ Ἀνατολική καί Δυτική. Ὁ 7ος κανόνας τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ὁ 95ος τῆς Πενθέκτης ἀναφέρονται στό ζήτημα τῶν ἐπιστρεφόντων αἱρετικῶν στήν Ἐκκλησία, δηλαδή κανονίζουν «τούς προστιθεμένους τῇ ὀρθοδοξίᾳ, καί τῇ μερίδι τῶν σῳζομένων ἀπό αἱρετικῶν». </span><br /><span style="font-size: 13pt;">Φαίνεται ὅτι τό ζήτημα αὐτό κλήθηκε νά ἐπιλύσει κι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Γνωστικός με ἀνήρ φοβερόν ἐπηρώτησε πρόβλημα, Ποία, φήσας, ἁμαρτία, φόνου καί ἀρνήσεως χωρίς, βαρυτέρα πάντων καθέστηκε; Κἀμοῦ, τό εἰς αἵρεσιν πεσεῖν εἰρηκότος· Καί πῶς, φησίν, αἱρετικούς Ἐκκλησία μέν καθολική δεχομένη σύν τῷ γνησίῳ τῆς οἰκείας αἱρέσεως ἀναθεματισμῷ τῆς τῶν μυστηρίων αὐτούς ἀξιοῖ μεταλήψεως· τόν δέ πεπορνευκότα ἐξομολογούμενον, καί τῆς ἁμαρτίας παυόμενον εἰσδεχομένη ἐπί χρόνους αὐτόν τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἀφορίζειν παρά τῶν ἀποστολικῶν ὑποτρέπεται κανόνων; Κἀμοῦ τῇ ἀπορίᾳ καταπλαγέντος, τό ἄπορον μεμένηκεν ἄπορον καί ἀδιάλυτον» (Λόγος Α΄, Περί ἀποταγῆς βίου, 46).</span><br /><span style="font-size: 13pt;">Σχετικό μέ τό θέμα αὐτό εἶναι καί τό γράμμα τοῦ Θεόδωρου Στουδίτη (759-826), πού ἀποστέλλει στό πνευματικό του παιδί Ναυκράτιο, ἐκφράζοντας τή λύπη του γιά κάποιο μοναχό ὀνόματι Ὀρέστη πού λιποτάκτησε στούς εἰκονομάχους καί τόν ἐνθαρρύνει νά μείνει πιστός στίς αρχές του: <em>«ἀλλὰ χάρις Κυρίῳ, οὐδενὸς λόγον ποιοῦμαι, κἂν ἁμαρτωλός εἰμι, χάριν τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, ὑπὲρ οὗ δονεῖται ἡ ταπεινὴ Γραικία μάλα»</em> (Ἐπιστολή 145, Ναυκρατίῳ τέκνῳ).</span><br />
<div style="text-align: center;"><span style="font-size: 13pt;">* * *</span></div>
<span style="font-size: 13pt;">Ὁ Εἰσηγητής στή Β΄ ἑνότητα ἀναφέρθηκε στήν περίοδο Τουρκοκρατίας, ἐποχή πού διαμορφώθηκε διαφορετική ἐκκλησιαστική κατάσταση. Εἰδικότερα, τό ἔτος 1756 παρατηρεῖται <em>νέα μετάλλαξη</em>, σύμφωνα μέ τόν ὅρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Κυρίλλου Ε΄ (α’ 1748-1751 καί β’ 1752-1757). Ὁ ἴδιος στράφηκε πρός τήν ἀκρίβεια τῶν Κανόνων, καθώς «ζηλωτής τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων διάπυρος ἐγνωρίζετο», κατά τή μαρτυρία τοῦ Σέργιου Μακραίου. Μέσα στό πνεῦμα αὐτό ἐργάστηκε ἰδιαίτερα γιά τόν περιορισμό τῆς προπαγάνδας τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί πῆρε τό μέτρο τοῦ ἐπαναβαπτισμοῦ τῶν Καθολικῶν πού ἐπανέρχονταν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Αὐτό τόν ἔκανε ἀποδεκτό ἀπό τήν κίνηση τῶν Κολλυβάδων Πατέρων (1754-1845), ἄν καί ὁ Κύριλλος ὁ Ε΄ δέν ἦταν κολλυβάς, καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης δέν κανει χρήση αὐτοῦ τοῦ ὅρου στό Πηδάλιο.</span><br /><span style="font-size: 13pt;">Τήν ἐποχή αὐτή δεσπόζει ἡ μορφή τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη (1749-1809), μιᾶς ἀπό τίς σημαντικότερες ἀσκητικές μορφές τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὑπέρμαχος τοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων ἄφησε πλούσιο συγγραφικό ἔργο. Μαζί μέ τόν ἱερομόναχο Ἀγάπιο συνέταξε τό <em>«Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός, τῆς Μίας Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας»</em>, πού ἀποτελεῖ συλλογή τῶν ἱερῶν κανόνων καί τῆς ἑρμηνείας τους ἀπό τούς ἔγκριτους βυζαντινούς κανονολόγους Θεόδωρο Βαλσαμώνα, Ἰωάννη Ζωναρᾶ καί Ἀλέξιο Ἀριστηνό. Ἡ συμβολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Νεοφύτου Ζ΄ (α’ 1789-1794 καί β’ 1798-1801), στήν ἔκδοση (τό 1800 στή Λειψία) τοῦ ἀνωτέρω ἔργου, ὕστερα ἀπό τίς διορθώσεις καί παρατηρήσεις τοῦ Δωρόθεου Βουλησμᾶ ὑπῆρξε σημαντική.</span><br /><span style="font-size: 13pt;">Ἐπίσης ἀξιόλογη συλλογή ἱερῶν κανόνων ἀποτελεῖ καί τό ἔργο τοῦ Χριστοφόρου Προδρομίτη, μέ τόν τίτλο Κανονικόν: Ἤτοι οἱ Θεῖοι Κανόνες τῶν Ἁγίων καί Πανσέπτων Ἀποστόλων, τῶν τε Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, καί τῶν κατά μέρος θεοφόρων Πατέρων (ἐν ἐπιτομῆ συνειλεγμένοι παρά Χριστοφόρου Μοναχοῦ τοῦ ἐκ τῆς κατά τήν εὐαγῆ Μονήν τῶν Ἰβήρων Προδρομικῆς Σκήτεως). Μελετώντας τήν δύσκολη περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας χρειάζεται νά διαθέτουμε ἐκκλησιαστικό νοῦ καί πολλές μαρτυρίες πηγαίου ὑλικοῦ, κι ὄχι νά βασιζόμαστε σέ μία μόνο μαρτυρία ἤ σέ μία πλευρά.</span><br />
<div style="text-align: center;"><span style="font-size: 13pt;">* * *</span></div>
<span style="font-size: 13pt;">Στή συνέχεια ὁ ἐλλογιμότατος Καθηγητής κ. Γιάγκου ἀναφέρθηκε στά κωλύματα ἱερωσύνης ὡς ἀπάντηση στό ἐρώτημα «μετά τό ἁμάρτημα, νά καθαιρεῖται ὁ κληρικός;». Τήν ἀπάντηση ἔδωσε ὁ Νίκων ὁ πρεσβύτερος λέγοντας «οὐκ ἐστιν ὁ ἱερεύς φύσει ἄγγελος, ἀλλά ἄνθρωπος». Καί τό ἕτερο: «Τί οὖν φησί· πάντας ὁ Θεός χειροτονεῖ, καί τούς ἀναξίους; Πάντας μέν ὁ Θεός οὐ χειροτονεῖ, διά πάντων δέ αὐτός ἐνεργεῖ, εἰ καί αὐτοί εἶεν ἀνάξιοι, διά τό σωθῆναι τόν λαόν. Εἰ γάρ δι' ὄνου, καί διά Βαλαάμ, διά μιαροῦ ἀνθρώπου, τοῦ λαοῦ ἕνεκεν ἐλάλησε, πολλῷ μᾶλλον διὰ τοῦ ἱερέως» (Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὁμιλία Β΄ εἰς τήν πρός Τιμόθεον Β΄ἐπιστολήν).</span><br /><span style="font-size: 13pt;">Ἐπίσης, ὁ Νικηφόρος Χαρτοφύλαξ ὅρισε ὅτι «τό δίς λειτουργεῖν συνοδικῶς κεκώλυται», δηλαδή μία θεία Λειτουργία νά τελεῖ ὁ ἱερέας τήν ἡμέρα. Αὐτό εἶχε διατυπώσει κι ἡ ἐν Ἀντισιοδώρῳ τοπική σύνοδος ἐπί Ἡρακλείου (913), νά μή γίνονται δύο Λειτουργίες μέσα στή μέρα στήν ἴδια μάλιστα ἁγία Τράπεζα: «Οὐκ ἔξεστιν ἐν μιᾷ τραπέζῃ κατά τήν αὐτήν δύω λειτουργίας εἰπεῖν, οὐδέ ἐν τῇ αὐτῇ τραπέζῃ».</span><br /><span style="font-size: 13pt;">Τέλος, ὁ Εἰσηγητής ἀναφέρθηκε στή 2η Ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου περί τοῦ χαρίσματος τῆς πνευματικῆς πατρότητας, στό ζήτημα τῶν Διακονισσῶν, στήν Ἁγία Γοργανία ἡ ὁποία εἰσῆλθε στό ἅγιο Βῆμα καί παρέμεινε γονατιστή μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα ὥσπου νά θεραπευτεῖ, στήν Ἐπιστολή τοῦ ἀββᾶ Νείλου <em>Πρός Χαρικλή πρεσβύτερο</em>, ὅπου παρακινεῖ τόν συγκεκριμένο πρεσβύτερο νά θυμᾶται πιό πολύ κατά τήν ποιμαντική του διακονία τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τήν κρίση, ὅπως τό παράδειγμα τοῦ Τελώνη καί τοῦ ληστῆ (PG 79).</span><br /><span style="font-size: 13pt;">Ὁ κ. Γιάγκου ὁλοκλήρωσε τήν ὁμιλία του λέγοντας ὅτι χρειάζεται καλή μελέτη τῆς πνευματικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας σχετικά μέ τήν κανονική της παράδοση. Δέν χρειάζονται ἀκραῖες θέσεις, ἀλλά ποιμαντική διαίσθηση ἀπό τόν κληρικό, ὥστε να μυσταγωγεῖ τούς πιστούς στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτό προϋποθέτει ἐποπτεία τῆς χειρόγραφης κανονικῆς παράδοσης, ἰδιαίτερα τῆς ἱστορικῆς περιόδου ἀπό τόν 9ο αἰώνα μέχρι τή σύγχρονη ἐκκλησιαστική ἱστορία, περίοδο κατά τήν ὁποία εἴχαμε ὄχι μόνο παραγωγή δικαίου, ἀλλά καί ἑρμηνεία του.</span><br />
<div style="text-align: center;"><span style="font-size: 13pt;">* * *</span></div>
<span style="font-size: 13pt;">Στό τέλος τῆς Ἱερατικῆς Σύναξης ὁ Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας κ. Συμεών εὐχαρίστησε τόν Εἰσηγητή, ἐλλογιμότατο Καθηγητή κ. Θεόδωρο Γιάγκου, γιά τήν πληρότητα καί τή σαφήνειά του, καί ἀκολούθησε συζήτηση. Τέθηκαν ἐρωτήματα σέ ἕνα εὐρύ φάσμα ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων καί δόθηκαν ἀπαντήσεις ἀπό τόν Εἰσηγητή καί παράλληλα ἀπό τόν Σεβ. Μητροπολίτη μας κ. Συμεών.<br /></span>
<div style="text-align: center;"><span style="font-size: 13pt;"><img alt="1p1000008" src="/images/stories/mitropolis_2015/Ier.Syn/1p1000008.jpg" height="375" width="500" /></span><span style="font-size: 13pt;"></span></div>
</div>