19 Μαρ2012
Ο ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ στήν Ἁγία Φωτεινή Νέας Σμύρνης
Ο ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
στήν Ἁγία Φωτεινή Νέας Σμύρνης
Μέ τή δέουσα κατάνυξη τελέσθηκε τό ἑσπέρας τῆς Κυριακῆς Γ΄ τῶν Νηστειῶν (τῆς Σταυροπροσκυνήσεως), 18 Μαρτίου, στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς Νέας Σμύρνης ὁ Κατανυκτικός Ἑσπερινός, στόν ὁποῖο χοροστάτησε ὁ Σεβ. Ποιμενάρχης μας, Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης κ. Συμεών.
Στό τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης π. Γεώργιος Ρουσάκης, Ἰατρός Ἀναισθησιολόγος τοῦ Νοσοκομείου Ἀθηνῶν «Ἐρυθρός Σταυρός» καί Ἐφημέριος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Παλαιοῦ Φαλήρου, ὁμίλησε μέ τόν καθαρό θεολογικοπατερικό του λόγο καί μέ παραδείγματα, γιά τό θέμα «Ἡ ἀρετή τῆς διάκρισης».
Ἀκολουθεῖ ἡ ὁμιλία τοῦ π. Γεωργίου Ρουσάκη (χωρίς τίς προσφωνήσεις).* * *
Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ
ὑπό τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. π. Γεωργίου Ρουσάκη
ὑπό τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. π. Γεωργίου Ρουσάκη
Συνεχίζοντας τήν ἀνάλυση τῶν ἀρετῶν, ἀπόψε ὁ λόγος θά στραφεῖ γύρω ἀπό τήν ἀρετή τῆς διακρίσεως. Μιά ἀρετή πού ἀποτελεῖ τό ἐπιστέγασμα πολλῶν ἄλλων. Ὀφείλω καταρχήν νά ὁμολογήσω ὅτι αἰσθάνομαι ἰδιαίτερη δυσκολία, ὡς ἄπειρος καί ἀδαής, νά προχωρήσω στήν ἀνάλυση τῆς κορυφαίας αὐτῆς ἀρετῆς, τῆς διακρίσεως. Ἐπιτρέψατε λοιπόν νά παραχωρήσουμε τόν λόγο στούς ἔμπειρους πατέρες καί διδασκάλους, οἱ ὁποῖοι θεωρητικῶς καί ἐμπράκτως βίωσαν τήν ἀρετή αὐτή καί μᾶς τήν κατέστησαν φανερή τόσο μέ τή διδαχή τους ὅσο καί μέ τά ζωντανά παραδείγματα τῆς βιωτῆς τους.
Ἄς ἀφήσουμε τόν ὅσιο Ἰωάννη Κασσιανό τόν Ρωμαῖο (μαθητή τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσόστομου, 451 μ.Χ.), νά μᾶς δώσει τόν ὁρισμό καί τό νόημα τῆς ἀρετῆς αὐτῆς μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς συναναστροφῆς μέ ἁγίους ἀσκητές τῆς ἐποχῆς του. Λέγει λοιπόν ὁ ἀββάς Κασσιανός: «Θυμᾶμαι ὅτι κάποτε, ὅταν ἤμουν νέος, πῆγα στά μέρη τῆς Θηβαΐδας, ὅπου ἔμενε ὁ μακάριος Ἀντώνιος. Εἶχαν μαζευτεῖ γέροντες κοντά του καί συζητοῦσαν γιά τήν τελειότητα τῆς ἀρετῆς, ποιά ἄραγε νά εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπό τίς ἀρετές πού μπορεῖ νά μᾶς προφυλάξει ἀπό τά δίχτυα καί τήν ἀπάτη τοῦ διαβόλου. Ὁ καθένας λοιπόν ὅπως τό σκεφτόταν ὁ νοῦς του, ἔλεγε τή γνώμη του. Καί ἄλλοι ἔλεγαν, ἡ νηστεία καί ἡ ἀγρυπνία, ἄλλοι ἔλεγαν, ἡ ἀκτημοσύνη καί ἡ καταφρόνηση τῶν πραγμάτων, γιατί ἔτσι ἡ διάνοια ἐλευθερώνεται ἀπό τά πολύπλοκα σχοινιά τῆς κοσμικῆς φροντίδας καί μπορεῖ εὐκολότερα νά προσεγγίζει τόν Θεό. Ἄλλοι προτίμησαν τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης, γιατί ὁ Κύριος λέει στά Εὐαγγέλια: “Ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι ἀπό τόν Πατέρα μου, κληρονομήσετε τή βασιλεία πού ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιά σᾶς ἀπό τόν καιρό τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, γιατί πείνασα καί μοῦ δώσατε φαγητό κ.λπ.”. Καί ὁ καθένας ἔλεγε μέ αὐτό τόν τρόπο διάφορες ἀρετές, μέ τίς ὁποῖες κατά τή γνώμη του μποροῦσε νά προσεγγίσει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, καί πέρασε τό μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας μέ τή συζήτηση αὐτή. Τελευταῖος ἀπό ὅλους ἀποκρίθηκε ὁ μακάριος Ἀντώνιος: “Ὅλα αὐτά πού εἴπατε, καί ἀναγκαῖα εἶναι καί συμφέροντα γιά ἐκείνους πού ζητοῦν τόν Θεό. Ἀλλά δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά δώσουμε σ’ αὐτές τίς ἀρετές τά πρωτεῖα, ἐπειδή ἔχουμε δεῖ πολλούς πού ἔκαναν μεγάλες νηστεῖες καί ἀγρυπνίες καί ἀποτραβήχτηκαν στήν ἔρημο, καί εἶχαν τέλεια ἀκτημοσύνη, ὥστε μηδέ τήν καθημερινή τροφή τους νά κρατοῦν γιά τόν ἑαυτό τους, καί τήν ἐλεημοσύνη καί πού ὕστερα ξέπεσαν ἀξιολύπητα ἀπό τήν ἀρετή καί γλίστρησαν στήν κακία. Ποιό λοιπόν εἶναι ἐκεῖνο πού τούς ἔκανε νά πλανηθοῦν ἀπό τόν ἴσιο δρόμο; Ὄχι τίποτε ἄλλο, κατά τό δικό μου συμπέρασμα καί τή γνώμη μου, παρά τό ὅτι δέν εἶχαν τήν ἀρετή τῆς διακρίσεως. Γιατί ἡ διάκριση διδάσκει τόν ἄνθρωπο ν’ ἀφήνει τίς ὑπερβολές κι ἀπό τά δύο μέρη καί νά βαδίζει τό βασιλικό δρόμο. Καί οὔτε ἐπιτρέπει μέ τήν ἄμετρη ἐγκράτεια νά ἐξαπατᾶται κανείς ἀπό τά δεξιά, οὔτε πάλι νά σέρνεται στήν ἀδιαφορία καί χαλαρότητα ἀπό τ’ ἀριστερά. Καί εἶναι ἡ διάκριση ἕνα μάτι τῆς ψυχῆς καί λυχνάρι, κατά τό Εὐαγγέλιο πού λέει: “Τό λυχνάρι τοῦ σώματος εἶναι τό μάτι. Ἄν λοιπόν τό μάτι σου γίνει ἁπλό, θά εἶναι φωτεινό ὅλο τό σῶμα σου. Ἄν ὅμως τό μάτι σου εἶναι σκοτεινό, ὅλο τό σῶμα σου θά εἶναι σκοτεινό”. Ἔτσι ἔχει τό πράγμα. Ἐπειδή ἡ διάκριση, ἀφοῦ ἐξετάσει ὅλες τίς σκέψεις καί τίς πράξεις τοῦ ἀνθρώπου, διακρίνει καί ξεχωρίζει κάθε τί κακό καί μή ἀρεστό στό Θεό καί ἀπομακρύνει τήν πλάνη».
Κατά τόν μεγάλο ψυχογράφο τῶν ἀρετῶν τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ἔχουμε τρία στάδια στήν ἀρετή τῆς διακρίσεως ἀνάλογα μέ τήν πνευματική κατάσταση τοῦ καθενός πιστοῦ. Στόν μέν ἀρχάριο πιστό διάκριση σημαίνει σωστή ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ του. Στόν πιό προχωρημένο πιστό διάκριση εἶναι ἡ νοερή αἴσθησή του νά γνωρίζει δηλαδή ἀλάνθαστα τό πραγματικό ἀγαθό ἀπό τό φυσικό ἀγαθό καί ἀπό τό ἀντίθετό του κακό. Στούς δέ τέλειους καί φτασμένους χριστιανούς ἡ διάκριση εἶναι ἡ γνώση πού τούς χαρίζεται ἀπό θεϊκή ἔλλαμψη, ἡ ὁποία ἔχει τή δύναμη νά φωτίζει μέ τή λάμψη της καί ὅσα σκοτεινά ὑπάρχουν μέσα στούς ἄλλους.
Ἡ παρουσία ἤ μᾶλλον ἡ ἀπουσία τῆς διακρίσεως παρουσιάζεται στόν παράδεισο τῶν πρωτοπλάστων, ὅταν τούς πλησιάζει ὁ διάβολος ὡς ὄφις, «τό φρονιμώτατον πάντων τῶν θηρίων». Οἱ πρωτόπλαστοι ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, ἀδυνατοῦν νά διακρίνουν τήν παγίδα τῆς παραπλανήσεως τοῦ διαβόλου, παρασύρονται καί ἀθετοῦν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ.
Ἀντίθετα ὅταν ὁ Κύριος μετά τή Βάπτισή Του ἀποσύρεται στήν ἔρημο καί ἐκεῖ δέχεται τρεῖς πειρασμικές προσβολές ἀπό τόν διάβολο καί τίς ξεπερνᾶ μέ διάκριση καί σοφία (Ματθ. 4, 1-11). Ἡ πρώτη προσβολή, εἶναι ἡ πρόκληση τῆς μεταβολῆς τῶν λίθων σέ ἄρτο, ἡ κάλυψη δηλαδή βιολογικῶν καί ὑλικῶν ἀναγκῶν. Στή συνέχεια Τόν προκαλεῖ νά πέσει ἀπό τή στέγη τοῦ Ναοῦ μέ σκοπό νά ἐκβιάσει τόν Θεό προκειμένου νά Τόν σώσει, διαβάλλοντας ἔτσι τή σχέση Του μέ τόν Θεό. Ἀλλά ὁ Κύριος διακρίνει τίς παγίδες τοῦ διαβόλου καί τίς ἀντικρούει, χρησιμοποιώντας μάλιστα τούς ἀντίστοιχους λόγους τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Στόν δέ τρίτο πειρασμό ὁ διάβολος δοκιμάζοντας τόν Χριστό στό αὐτεξούσιό Του, δέν διστάζει νά Τοῦ ζητήσει νά τόν προσκυνήσει μέ ἀντάλλαγμα νά λάβει, ἀπό τόν διάβολο, ἀπεριόριστη κοσμική ἐξουσία. Σ’ αὐτόν δέ τόν τελευταῖο καί σφοδρότερο πειρασμό, ὁ Κύριος πρῶτα ἐκδιώκει πίσω Του τόν σατανᾶ, καί μετά τοῦ ἀπαντᾶ μέ τόν ἁγιογραφικό λόγο («ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ γέγραπται γάρ προσκυνήσεις Κύριον τόν Θεόν σου καί αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις», Ματθ. 4, 8.)
Ἔτσι κινήθηκε ὁ διάβολος γιά νά βγάλει καί τόν Ἀδάμ ἀπό τόν Παράδεισο, χρησιμοποιώντας καί τούς τρεῖς πειρασμούς ταυτόχρονα: τοῦ ἐμφύτευσε τήν ἐπιθυμία νά γευθεῖ τόν καρπό, διέβαλλε τόν Θεό καί τόν νόμο Του καί τέλος τοῦ ὑποσχέθηκε ἀπόλυτη ἐξουσία. Μέ τόν ἴδιο τρόπο ἐπιχειρεῖ νά προσεγγίσει καί τόν καθένα μας, ἡ δέ ἀποκάλυψη τῶν προθέσεων τοῦ πονηροῦ, ἦταν καί παραμένει καρπός τῆς κορυφαίας ἀρετῆς τῆς διακρίσεως.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει μεταξύ τῶν ἔκτακτων χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τό χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων ἤ τῆς διακρίσεως τῶν χαρισμάτων: «Ἑκάστω δέ δίδοται ἡ φανέρωσις τοῦ πνεύματος πρός τό συμφέρον, ὧ μέν γάρ διά τοῦ πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας, ἄλλῳ δέ λόγος γνώσεως κατά τό αὐτό πνεῦμα …ἄλλῳ δέ ἐνεργήματα δυνάμεων, ἄλλῳ δέ προφητεία, ἄλλῳ δέ διακρίσεις πνευμάτων. Στόν καθένα, λοιπόν, παρέχεται ἡ φανέρωση τοῦ Πνεύματος γιά τό συμφέρον τοῦ ἔργου. Ἔτσι, στόν ἕναν δίνεται μέσῳ τοῦ Πνεύματος τό χάρισμα νά μιλᾶ μέ σοφία. Σέ ἄλλον τό χάρισμα νά μιλᾶ μέ γνώση σύμφωνα μέ τό ἴδιο Πνεῦμα, σέ ἄλλον τό χάρισμα τῆς μεταβίβασης θείων μηνυμάτων, σέ ἄλλον τό χάρισμα νά ξεχωρίζει –νά διακρίνει– τά πνεύματα» (Α΄ Κορ. 12, 7-11).
Μέ τό χάρισμα αὐτό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ πρώτη ἐκκλησία προφυλάσσεται ἀπό τούς ψευδοπροφῆτες, διακρίνοντας ποιό χάρισμα εἶναι καρπός τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καί ποιό εἶναι ἐνέργημα τοῦ πονηροῦ.
Ἄς ἀφήσουμε τόν ὅσιο Ἰωάννη Κασσιανό τόν Ρωμαῖο (μαθητή τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσόστομου, 451 μ.Χ.), νά μᾶς δώσει τόν ὁρισμό καί τό νόημα τῆς ἀρετῆς αὐτῆς μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς συναναστροφῆς μέ ἁγίους ἀσκητές τῆς ἐποχῆς του. Λέγει λοιπόν ὁ ἀββάς Κασσιανός: «Θυμᾶμαι ὅτι κάποτε, ὅταν ἤμουν νέος, πῆγα στά μέρη τῆς Θηβαΐδας, ὅπου ἔμενε ὁ μακάριος Ἀντώνιος. Εἶχαν μαζευτεῖ γέροντες κοντά του καί συζητοῦσαν γιά τήν τελειότητα τῆς ἀρετῆς, ποιά ἄραγε νά εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπό τίς ἀρετές πού μπορεῖ νά μᾶς προφυλάξει ἀπό τά δίχτυα καί τήν ἀπάτη τοῦ διαβόλου. Ὁ καθένας λοιπόν ὅπως τό σκεφτόταν ὁ νοῦς του, ἔλεγε τή γνώμη του. Καί ἄλλοι ἔλεγαν, ἡ νηστεία καί ἡ ἀγρυπνία, ἄλλοι ἔλεγαν, ἡ ἀκτημοσύνη καί ἡ καταφρόνηση τῶν πραγμάτων, γιατί ἔτσι ἡ διάνοια ἐλευθερώνεται ἀπό τά πολύπλοκα σχοινιά τῆς κοσμικῆς φροντίδας καί μπορεῖ εὐκολότερα νά προσεγγίζει τόν Θεό. Ἄλλοι προτίμησαν τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης, γιατί ὁ Κύριος λέει στά Εὐαγγέλια: “Ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι ἀπό τόν Πατέρα μου, κληρονομήσετε τή βασιλεία πού ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιά σᾶς ἀπό τόν καιρό τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, γιατί πείνασα καί μοῦ δώσατε φαγητό κ.λπ.”. Καί ὁ καθένας ἔλεγε μέ αὐτό τόν τρόπο διάφορες ἀρετές, μέ τίς ὁποῖες κατά τή γνώμη του μποροῦσε νά προσεγγίσει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, καί πέρασε τό μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας μέ τή συζήτηση αὐτή. Τελευταῖος ἀπό ὅλους ἀποκρίθηκε ὁ μακάριος Ἀντώνιος: “Ὅλα αὐτά πού εἴπατε, καί ἀναγκαῖα εἶναι καί συμφέροντα γιά ἐκείνους πού ζητοῦν τόν Θεό. Ἀλλά δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά δώσουμε σ’ αὐτές τίς ἀρετές τά πρωτεῖα, ἐπειδή ἔχουμε δεῖ πολλούς πού ἔκαναν μεγάλες νηστεῖες καί ἀγρυπνίες καί ἀποτραβήχτηκαν στήν ἔρημο, καί εἶχαν τέλεια ἀκτημοσύνη, ὥστε μηδέ τήν καθημερινή τροφή τους νά κρατοῦν γιά τόν ἑαυτό τους, καί τήν ἐλεημοσύνη καί πού ὕστερα ξέπεσαν ἀξιολύπητα ἀπό τήν ἀρετή καί γλίστρησαν στήν κακία. Ποιό λοιπόν εἶναι ἐκεῖνο πού τούς ἔκανε νά πλανηθοῦν ἀπό τόν ἴσιο δρόμο; Ὄχι τίποτε ἄλλο, κατά τό δικό μου συμπέρασμα καί τή γνώμη μου, παρά τό ὅτι δέν εἶχαν τήν ἀρετή τῆς διακρίσεως. Γιατί ἡ διάκριση διδάσκει τόν ἄνθρωπο ν’ ἀφήνει τίς ὑπερβολές κι ἀπό τά δύο μέρη καί νά βαδίζει τό βασιλικό δρόμο. Καί οὔτε ἐπιτρέπει μέ τήν ἄμετρη ἐγκράτεια νά ἐξαπατᾶται κανείς ἀπό τά δεξιά, οὔτε πάλι νά σέρνεται στήν ἀδιαφορία καί χαλαρότητα ἀπό τ’ ἀριστερά. Καί εἶναι ἡ διάκριση ἕνα μάτι τῆς ψυχῆς καί λυχνάρι, κατά τό Εὐαγγέλιο πού λέει: “Τό λυχνάρι τοῦ σώματος εἶναι τό μάτι. Ἄν λοιπόν τό μάτι σου γίνει ἁπλό, θά εἶναι φωτεινό ὅλο τό σῶμα σου. Ἄν ὅμως τό μάτι σου εἶναι σκοτεινό, ὅλο τό σῶμα σου θά εἶναι σκοτεινό”. Ἔτσι ἔχει τό πράγμα. Ἐπειδή ἡ διάκριση, ἀφοῦ ἐξετάσει ὅλες τίς σκέψεις καί τίς πράξεις τοῦ ἀνθρώπου, διακρίνει καί ξεχωρίζει κάθε τί κακό καί μή ἀρεστό στό Θεό καί ἀπομακρύνει τήν πλάνη».
Κατά τόν μεγάλο ψυχογράφο τῶν ἀρετῶν τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ἔχουμε τρία στάδια στήν ἀρετή τῆς διακρίσεως ἀνάλογα μέ τήν πνευματική κατάσταση τοῦ καθενός πιστοῦ. Στόν μέν ἀρχάριο πιστό διάκριση σημαίνει σωστή ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ του. Στόν πιό προχωρημένο πιστό διάκριση εἶναι ἡ νοερή αἴσθησή του νά γνωρίζει δηλαδή ἀλάνθαστα τό πραγματικό ἀγαθό ἀπό τό φυσικό ἀγαθό καί ἀπό τό ἀντίθετό του κακό. Στούς δέ τέλειους καί φτασμένους χριστιανούς ἡ διάκριση εἶναι ἡ γνώση πού τούς χαρίζεται ἀπό θεϊκή ἔλλαμψη, ἡ ὁποία ἔχει τή δύναμη νά φωτίζει μέ τή λάμψη της καί ὅσα σκοτεινά ὑπάρχουν μέσα στούς ἄλλους.
Ἡ παρουσία ἤ μᾶλλον ἡ ἀπουσία τῆς διακρίσεως παρουσιάζεται στόν παράδεισο τῶν πρωτοπλάστων, ὅταν τούς πλησιάζει ὁ διάβολος ὡς ὄφις, «τό φρονιμώτατον πάντων τῶν θηρίων». Οἱ πρωτόπλαστοι ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, ἀδυνατοῦν νά διακρίνουν τήν παγίδα τῆς παραπλανήσεως τοῦ διαβόλου, παρασύρονται καί ἀθετοῦν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ.
Ἀντίθετα ὅταν ὁ Κύριος μετά τή Βάπτισή Του ἀποσύρεται στήν ἔρημο καί ἐκεῖ δέχεται τρεῖς πειρασμικές προσβολές ἀπό τόν διάβολο καί τίς ξεπερνᾶ μέ διάκριση καί σοφία (Ματθ. 4, 1-11). Ἡ πρώτη προσβολή, εἶναι ἡ πρόκληση τῆς μεταβολῆς τῶν λίθων σέ ἄρτο, ἡ κάλυψη δηλαδή βιολογικῶν καί ὑλικῶν ἀναγκῶν. Στή συνέχεια Τόν προκαλεῖ νά πέσει ἀπό τή στέγη τοῦ Ναοῦ μέ σκοπό νά ἐκβιάσει τόν Θεό προκειμένου νά Τόν σώσει, διαβάλλοντας ἔτσι τή σχέση Του μέ τόν Θεό. Ἀλλά ὁ Κύριος διακρίνει τίς παγίδες τοῦ διαβόλου καί τίς ἀντικρούει, χρησιμοποιώντας μάλιστα τούς ἀντίστοιχους λόγους τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Στόν δέ τρίτο πειρασμό ὁ διάβολος δοκιμάζοντας τόν Χριστό στό αὐτεξούσιό Του, δέν διστάζει νά Τοῦ ζητήσει νά τόν προσκυνήσει μέ ἀντάλλαγμα νά λάβει, ἀπό τόν διάβολο, ἀπεριόριστη κοσμική ἐξουσία. Σ’ αὐτόν δέ τόν τελευταῖο καί σφοδρότερο πειρασμό, ὁ Κύριος πρῶτα ἐκδιώκει πίσω Του τόν σατανᾶ, καί μετά τοῦ ἀπαντᾶ μέ τόν ἁγιογραφικό λόγο («ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ γέγραπται γάρ προσκυνήσεις Κύριον τόν Θεόν σου καί αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις», Ματθ. 4, 8.)
Ἔτσι κινήθηκε ὁ διάβολος γιά νά βγάλει καί τόν Ἀδάμ ἀπό τόν Παράδεισο, χρησιμοποιώντας καί τούς τρεῖς πειρασμούς ταυτόχρονα: τοῦ ἐμφύτευσε τήν ἐπιθυμία νά γευθεῖ τόν καρπό, διέβαλλε τόν Θεό καί τόν νόμο Του καί τέλος τοῦ ὑποσχέθηκε ἀπόλυτη ἐξουσία. Μέ τόν ἴδιο τρόπο ἐπιχειρεῖ νά προσεγγίσει καί τόν καθένα μας, ἡ δέ ἀποκάλυψη τῶν προθέσεων τοῦ πονηροῦ, ἦταν καί παραμένει καρπός τῆς κορυφαίας ἀρετῆς τῆς διακρίσεως.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει μεταξύ τῶν ἔκτακτων χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τό χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων ἤ τῆς διακρίσεως τῶν χαρισμάτων: «Ἑκάστω δέ δίδοται ἡ φανέρωσις τοῦ πνεύματος πρός τό συμφέρον, ὧ μέν γάρ διά τοῦ πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας, ἄλλῳ δέ λόγος γνώσεως κατά τό αὐτό πνεῦμα …ἄλλῳ δέ ἐνεργήματα δυνάμεων, ἄλλῳ δέ προφητεία, ἄλλῳ δέ διακρίσεις πνευμάτων. Στόν καθένα, λοιπόν, παρέχεται ἡ φανέρωση τοῦ Πνεύματος γιά τό συμφέρον τοῦ ἔργου. Ἔτσι, στόν ἕναν δίνεται μέσῳ τοῦ Πνεύματος τό χάρισμα νά μιλᾶ μέ σοφία. Σέ ἄλλον τό χάρισμα νά μιλᾶ μέ γνώση σύμφωνα μέ τό ἴδιο Πνεῦμα, σέ ἄλλον τό χάρισμα τῆς μεταβίβασης θείων μηνυμάτων, σέ ἄλλον τό χάρισμα νά ξεχωρίζει –νά διακρίνει– τά πνεύματα» (Α΄ Κορ. 12, 7-11).
Μέ τό χάρισμα αὐτό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ πρώτη ἐκκλησία προφυλάσσεται ἀπό τούς ψευδοπροφῆτες, διακρίνοντας ποιό χάρισμα εἶναι καρπός τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καί ποιό εἶναι ἐνέργημα τοῦ πονηροῦ.
*
Ἀλλ’ ἄς δοῦμε πρακτικότερα ποιές εἶναι ἀφ’ ἐνός οἱ προϋποθέσεις καί ἀφ’ ἑτέρου οἱ καρποί τῆς διακρίσεως.
Ἡ διάκριση εἶναι μία κατάκτηση μεγάλη καί θέλει θυσίες καί ἀγῶνες πού ἔχουν σχέση πρωταρχικά μέ τήν κάθαρση τοῦ νοός καί τοῦ σώματος. Ὅταν ἐρωτήθηκε ὁ ἀββάς Μωυσῆς σχετικά μέ τήν ἀπόκτηση τῆς διακρίσεως εἶπε: «Ἡ ἀληθινή διάκριση δέν ἀποκτιέται, παρά ἀπό τήν ἀληθινή ταπείνωση καί μέ τό νά φανερώνουμε στούς πνευματικούς πατέρες ὄχι μόνο ὅσα κάνουμε ἀλλά καί ὅσα διαλογιζόμαστε. Αὐτός ὁ τρόπος, ὄχι μόνο κάνει νά μένει κανείς ἀβλαβής, ἀλλά μέ τήν ἀληθινή διάκριση καί τή σωστή στάση καί τόν διαφυλάγει ἀπό ὅλες τίς παγίδες τοῦ διαβόλου. Γιατί εἶναι ἀδύνατο σ’ ἐκεῖνον πού ρυθμίζει τή ζωή του σύμφωνα μέ τήν κρίση καί τή γνώμη τῶν προχωρημένων πατέρων, νά πέσει σέ ἀπάτη τῶν δαιμόνων. Ἐπειδή καί πρίν νά ἀξιωθεῖ κανείς τοῦ χαρίσματος τῆς διακρίσεως, καί μόνη ἡ φανέρωση καί ἀποκάλυψη στούς πατέρες τῶν πονηρῶν σκέψεων, τίς μαραίνει καί τίς ἐξασθενίζει. Ὅπως τό φίδι ὅταν τό βγάλεις ἔξω ἀπό μία σκοτεινή τρύπα, τρέχει γιά νά σωθεῖ καί νά ἐξαφανιστεῖ, ἔτσι καί οἱ πονηροί λογισμοί ὅταν φανερωθοῦν μέ τήν ἀληθινή ὁμολογία καί ἐξομολόγηση, σπεύδουν νά φύγουν ἀπό τόν ἄνθρωπο…».
Πρώτιστο λοιπόν βῆμα γιά τήν ἀπόκτηση τῆς διακρίσεως εἶναι ἡ ταπείνωση καί ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἁμαρτία διά τῆς εἰλικρινοῦς ἐξομολογήσεως, ὄχι μόνον τῶν πράξεων ἀλλά καί τῶν κάθε εἴδους ἐμπαθῶν λογισμῶν. Διότι κατά τόν σοφό Εὐάγριο στοιχειώδη διάκριση ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Θολώνει ὅμως καί σκοτίζεται μέ τά διάφορα πάθη. Ἐνῶ λεπτύνεται καί φωτίζεται μέ τήν πνευματική καλλιέργεια, τήν προσευχή, τή μελέτη, τήν ταπείνωση, τήν ἐγκράτεια, τήν κάθαρση γενικά ἀπό τά πάθη. Ὅταν ἡ διάκριση παγιωθεῖ στήν ψυχή, ὁ πιστός γίνεται τηλαυγής φάρος καί ἀπλανής ὁδηγός.
Ὁ ὅσιος Ποιμήν θεωρεῖ ὅτι ἡ διάκριση προϋποθέτει καί τήν πίστη καί τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη, μάλιστα τήν ἀγάπη χωρίς ὅρια ἀνθρώπινα, πού ἀγγίζει τή θεϊκή ἀγάπη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ διάκριση εἶναι τό συμπέρασμα ὅλων τῶν ἀρετῶν, ἡ σφραγίδα πού θέτει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στόν ἐνεργούμενο ἀπό Αὐτό ἄνθρωπο.
Λέγει δέ ὁ ὑμνωδός γιά τόν ὅσιο Ποιμένα: «Λύχνος διακρίσεως γέγονε, καταυγάζων τάς ψυχάς τῶν προσιόντων αὐτῷ πιστῶς καί τήν τρίβον τῆς ζωῆς ὑποδεικνύς αὐτοῖς». Λυχνάρι διακρίσεως ἔγινε ὁ ὅσιος, καταυγάζοντας τίς ψυχές αὐτῶν πού τόν πλησιάζουν μέ πίστη, καί ὑποδεικνύοντας σ’ αὐτούς τήν ἀληθινή ὁδό τῆς ζωῆς.
Ἄς δοῦμε μερικά «διακριτικά στιγμιότυπα» ἀπό τόν μεγάλο Ὅσιο: –Ὅταν κάποτε κάποιοι μοναχοί τοῦ παραπονέθηκαν γιά τίς φωνές μικρῶν παιδιῶν πού ἔρχονταν στό μοναστήρι τους καί τούς ἐνοχλοῦσαν, ἐκεῖνος τούς εἶπε: Γιά τίς φωνές τῶν ἀγγέλων μοῦ μιλᾶτε;
–Ὅταν πάλι σ’ ἕνα μοναστήρι παρουσιάστηκαν ἀδελφοί πού τόν ρώτησαν ἐνοχλημένοι τί νά κάνουν μέ κάποιους συμμοναστές τους πού κοιμοῦνται κατά τήν ὥρα τῶν ἀγρυπνιῶν, ἐκεῖνος τούς ἀπαντοῦσε: Ἐγώ στή θέση σας θά ἔφερνα καί μαξιλάρι νά τούς βάλω, γιά νά κοιμηθοῦν πιό ἄνετα.
–Σέ ἐρώτηση ἀδελφοῦ πρός αὐτόν σχετικά μέ τό πῶς θά πρέπει νά χρησιμοποιεῖ τόν λόγο, πότε δηλαδή νά μιλάει καί πότε νά σιωπᾶ, ἐκεῖνος διακριτικά τοῦ ὑπέδειξε: «Μίλα διά τόν Θεόν, σιώπα διά τόν Θεόν».
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ἡ διάκριση ξεχωρίζει τό ὀρθό, ἐπιλέγει τό ἀγαθό, κρίνει τό καλύτερο, ἀποφεύγει τά ἄκρα, βαδίζει τή μέση ὁδό. Ψάχνει γιά τήν καλύτερη ἀπάντηση, τήν πρέπουσα λύση, σέ ἕνα ἐρώτημα πού τίθεται. Ἡ διάκριση εἶναι ἡ ἀρετή ἐκείνη τήν ὁποία ὅποιος κατέχει γνωρίζει τί, πῶς ποῦ καί πότε πρέπει νά κάνει κάτι. Καί τοῦτο χωρίς νά ἐπιφέρει κάποιο σκανδαλισμό σέ συνάνθρωπο ἤ ἀκόμη καί νά κάνει ὁτιδήποτε μέ πνεῦμα χριστιανικῆς ἐλευθερίας, ἀπαλλαγμένος ὅμως ἀπό σχήματα ὑψηλοφροσύνης, ἐπίδειξης καί ὑποκρισίας. Ἡ διάκριση εἶναι ἀπαραίτητη γιά ὅλους, ἰδιαίτερα ὅμως γιά τούς διδάσκοντες, τούς καθοδηγοῦντες καί συμβουλεύοντες. Μόνο ὁ ἄνθρωπος τῆς διακρίσεως γίνεται πατέρας πνευματικός, σύμβουλος καί καθοδηγητής.
Ἀνατρέχοντας στό βίο καί τήν πολιτεία τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου, ὁ ὁποῖος ὡς ὑπόδειγμα ἀνθρώπου διακρίσεως, ἦταν παράλληλα ὑπόδειγμα εὐγενοῦς συμπεριφορᾶς, γινόμενος ἀγαπητός καί ὠφέλιμος σέ ὅσους τόν πλησίαζαν, ἄς δοῦμε τό ἑξῆς περιστατικό. Ὑπῆρχε ἕνας εὐλαβής χριστιανός ὀνόματι Εὐλόγιος, ὁ ὁποῖος κινούμενος ἀπό θεῖο ἔρωτα, ἐγκατέλειψε τούς κοσμικούς θορύβους, τίς δόξες, τά πλούτη καί ἀκολούθησε τόν ἑξῆς δρόμο γιά τή σωτηρία του: Βρῆκε στήν ἀγορά τῆς πόλεως ἕναν ἀνάπηρο χωρίς χέρια καί πόδια.
Ἀφοῦ συλλογίσθηκε τή δυστυχία του, προσευχήθηκε καί ἔδωσε ὑπόσχεση στόν Θεό: –Κύριε, στό ὄνομά Σου, παίρνω αὐτόν τόν ἀνάπηρο καί τόν περιποιοῦμαι μέχρι θανάτου, γιά νά σωθῶ μ’ αὐτή τήν προσφορά. Χάρισέ μου ὑπομονή νά τόν ὑπηρετῶ.
Τόν πλησίασε ἔπειτα καί τοῦ εἶπε:
–Θέλεις νά σέ πάρω στό κελλί μου καί νά σέ ὑπηρετῶ;
–Μέ πολλή χαρά, ἀπήντησε ἐκεῖνος.
Τόν πῆρε λοιπόν ὁ Εὐλόγιος στό κελλί του καί τόν φρόντιζε, τόν παρηγοροῦσε, τόν περιέθαλπε. Μέ τίς περιποιήσεις αὐτές ὁ ἀνάπηρος ὑπέμεινε καρτερικά τήν κατάστασή του καί ἀντιμετώπιζε τόν Εὐλόγιο μ’ εὐγνωμοσύνη.
Ἔπειτα ὅμως ἀπό δεκαπέντε χρόνια, τόν κυρίευσε πνεῦμα ἀκηδίας καί ἐξεγέρθηκε ἐναντίον του. Ἄρχισε νά λέει:
–Δέν ἀναπαύομαι. Θέλω νά βλέπω κόσμο. Θέλω νά ξαναπάω στήν ἀγορά. Πήγαινέ με ἐκεῖ πού μέ βρῆκες.
Ἄλλοτε ἀπαιτοῦσε:
–Θέλω κρέας! Τοῦ ἔφερνε ὁ Εὐλόγιος κρέας, ἀλλά ἐκεῖνος δέν ἡσύχαζε, τόν περιέλουζε μέ βρισιές καί κοροϊδίες.
Ἀπελπισμένος ὁ Εὐλόγιος κατέφυγε στούς γειτονικούς μοναχούς καί τούς λέει:
–Τί νά κάνω, πού αὐτός ὁ ἄνθρωπος μέ ἔχει φέρει σέ ἀπόγνωση; Νά τόν ἐγκαταλείψω; Ἔχω δώσει ὑπόσχεση στόν Θεό καί φοβᾶμαι. Νά μήν τόν ἐγκαταλείψω; Μοῦ κάνει μαύρη τή ζωή. Δέν ξέρω λοιπόν, τί νά κάνω.
Κι ἐκεῖνοι τοῦ λένε:
–Ἐφ’ ὅσον ζεῖ ὁ Μ. Ἀντώνιος, τί ρωτᾶς ἐμᾶς; Πάρε τον, πήγαινε στή σπηλιά του καί ρώτησε τόν. Καί ὅ,τι σοῦ πεῖ, κάνε ὑπακοή, γιατί μιλάει ὁ Θεός μέ τό στόμα του.
Τούς ἄκουσε, πῆρε τόν ἀνάπηρο καί πῆγε στόν ὅσιο. Ἐκεῖνος τόν χαιρέτησε μέ τό ὄνομά του, ἐνῶ δέν τόν εἶχε ξαναδεῖ. Καί τόν ρώτησε:
–Γιατί ἦρθες ἐδῶ;
–Αὐτός πού σοῦ ἀποκάλυψε τό ὄνομά μου, ἀπήντησε ὁ Εὐλόγιος, θά σοῦ ἀποκάλυψε καί τό πρόβλημά μου.
–Γνωρίζω γιατί ἦρθες! Ἀλλά πές το καί ἐσύ, γιά νά τό ἀκούσουν καί οἱ ἀδελφοί πού εἶναι ἐδῶ.
–Βρῆκα στήν ἀγορά αὐτόν τόν ἀνάπηρο καί ἔδωσα ὑπόσχεση στόν Θεό νά τόν περιθάλψω, ὥστε καί ἐγώ νά σωθῶ μ’ αὐτόν καί αὐτός μ’ ἐμένα. Ἐπειδή ὅμως ἔπειτα ἀπό δεκαπέντε χρόνια μ’ ἔφερε σέ μεγάλη δοκιμασία, σκέφθηκα νά τόν ἐγκαταλείψω. Γι’ αὐτό ἦρθα στήν ὁσιότητά σου. Νά μέ συμβουλεύσεις τί πρέπει νά κάνω. Καί νά προσευχηθεῖς γιά μένα, γιατί πολύ ὑποφέρω.
Τοῦ λέει μέ σοβαρό ὕφος ὁ ὅσιος:
–Ὥστε θέλεις νά τόν ἐγκαταλείψεις… Αὐτός ὅμως πού τόν ἔπλασε, δέν τόν ἐγκαταλείπει. Ἄν ἐσύ τόν ἐγκαταλείψεις, θά βάλει ἕναν καλύτερό σου νά τόν περιμαζέψει. Ὁ Εὐλόγιος στά λόγια αὐτά σιώπησε.
Ὁ ὅσιος πῆρε παράμερα τόν ἀνάπηρο καί ἄρχισε νά τόν μαστιγώνει μέ τήν παιδαγωγική του γλώσσα:
–Ἄθλιε, ἀνάξιε τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, δέν παύεις νά θεομαχεῖς; Δέν ξέρεις ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός σέ ὑπηρετεῖ; Πῶς τολμᾶς νά τά βάλεις μέ τό Χριστό; Στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ δέν σέ περιποιεῖται ὁ Εὐλόγιος;
Ἔπειτα τούς πῆρε καί τούς δύο καί τούς συμβούλευσε:
–Πηγαίνετε καί μή χωρισθεῖτε μεταξύ σας. Ὁ Θεός θά σᾶς οἰκονομήσει. Σᾶς ἦρθε πειρασμός, γιατί καί οἱ δύο βαδίζετε πρός τό τέλος τῶν ἀγώνων σας καί πρόκειται νά βραβευθεῖτε μέ στεφάνια ὑπομονῆς. Μή λοιπόν χωρίσετε, καί ὅταν θά ἔρθει ὁ Ἄγγελος, νά σᾶς βρεῖ στόν τόπο τῆς ἀσκήσεώς σας.
Συγκινημένοι ἐκεῖνοι μέ τά λόγια αὐτά γύρισαν γρήγορα στό κελλί τους καί συνέχισαν τόν ἀγώνα τους. Καί σέ σαράντα ἡμέρες ἐκοιμήθη ὁ Εὐλόγιος. Καί σέ ἄλλες τρεῖς ἐκοιμήθη καί ὁ ἀνάπηρος (Λαυσαϊκή ἱστορία).
Ἡ διάκριση εἶναι μία κατάκτηση μεγάλη καί θέλει θυσίες καί ἀγῶνες πού ἔχουν σχέση πρωταρχικά μέ τήν κάθαρση τοῦ νοός καί τοῦ σώματος. Ὅταν ἐρωτήθηκε ὁ ἀββάς Μωυσῆς σχετικά μέ τήν ἀπόκτηση τῆς διακρίσεως εἶπε: «Ἡ ἀληθινή διάκριση δέν ἀποκτιέται, παρά ἀπό τήν ἀληθινή ταπείνωση καί μέ τό νά φανερώνουμε στούς πνευματικούς πατέρες ὄχι μόνο ὅσα κάνουμε ἀλλά καί ὅσα διαλογιζόμαστε. Αὐτός ὁ τρόπος, ὄχι μόνο κάνει νά μένει κανείς ἀβλαβής, ἀλλά μέ τήν ἀληθινή διάκριση καί τή σωστή στάση καί τόν διαφυλάγει ἀπό ὅλες τίς παγίδες τοῦ διαβόλου. Γιατί εἶναι ἀδύνατο σ’ ἐκεῖνον πού ρυθμίζει τή ζωή του σύμφωνα μέ τήν κρίση καί τή γνώμη τῶν προχωρημένων πατέρων, νά πέσει σέ ἀπάτη τῶν δαιμόνων. Ἐπειδή καί πρίν νά ἀξιωθεῖ κανείς τοῦ χαρίσματος τῆς διακρίσεως, καί μόνη ἡ φανέρωση καί ἀποκάλυψη στούς πατέρες τῶν πονηρῶν σκέψεων, τίς μαραίνει καί τίς ἐξασθενίζει. Ὅπως τό φίδι ὅταν τό βγάλεις ἔξω ἀπό μία σκοτεινή τρύπα, τρέχει γιά νά σωθεῖ καί νά ἐξαφανιστεῖ, ἔτσι καί οἱ πονηροί λογισμοί ὅταν φανερωθοῦν μέ τήν ἀληθινή ὁμολογία καί ἐξομολόγηση, σπεύδουν νά φύγουν ἀπό τόν ἄνθρωπο…».
Πρώτιστο λοιπόν βῆμα γιά τήν ἀπόκτηση τῆς διακρίσεως εἶναι ἡ ταπείνωση καί ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἁμαρτία διά τῆς εἰλικρινοῦς ἐξομολογήσεως, ὄχι μόνον τῶν πράξεων ἀλλά καί τῶν κάθε εἴδους ἐμπαθῶν λογισμῶν. Διότι κατά τόν σοφό Εὐάγριο στοιχειώδη διάκριση ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Θολώνει ὅμως καί σκοτίζεται μέ τά διάφορα πάθη. Ἐνῶ λεπτύνεται καί φωτίζεται μέ τήν πνευματική καλλιέργεια, τήν προσευχή, τή μελέτη, τήν ταπείνωση, τήν ἐγκράτεια, τήν κάθαρση γενικά ἀπό τά πάθη. Ὅταν ἡ διάκριση παγιωθεῖ στήν ψυχή, ὁ πιστός γίνεται τηλαυγής φάρος καί ἀπλανής ὁδηγός.
Ὁ ὅσιος Ποιμήν θεωρεῖ ὅτι ἡ διάκριση προϋποθέτει καί τήν πίστη καί τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη, μάλιστα τήν ἀγάπη χωρίς ὅρια ἀνθρώπινα, πού ἀγγίζει τή θεϊκή ἀγάπη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ διάκριση εἶναι τό συμπέρασμα ὅλων τῶν ἀρετῶν, ἡ σφραγίδα πού θέτει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στόν ἐνεργούμενο ἀπό Αὐτό ἄνθρωπο.
Λέγει δέ ὁ ὑμνωδός γιά τόν ὅσιο Ποιμένα: «Λύχνος διακρίσεως γέγονε, καταυγάζων τάς ψυχάς τῶν προσιόντων αὐτῷ πιστῶς καί τήν τρίβον τῆς ζωῆς ὑποδεικνύς αὐτοῖς». Λυχνάρι διακρίσεως ἔγινε ὁ ὅσιος, καταυγάζοντας τίς ψυχές αὐτῶν πού τόν πλησιάζουν μέ πίστη, καί ὑποδεικνύοντας σ’ αὐτούς τήν ἀληθινή ὁδό τῆς ζωῆς.
Ἄς δοῦμε μερικά «διακριτικά στιγμιότυπα» ἀπό τόν μεγάλο Ὅσιο: –Ὅταν κάποτε κάποιοι μοναχοί τοῦ παραπονέθηκαν γιά τίς φωνές μικρῶν παιδιῶν πού ἔρχονταν στό μοναστήρι τους καί τούς ἐνοχλοῦσαν, ἐκεῖνος τούς εἶπε: Γιά τίς φωνές τῶν ἀγγέλων μοῦ μιλᾶτε;
–Ὅταν πάλι σ’ ἕνα μοναστήρι παρουσιάστηκαν ἀδελφοί πού τόν ρώτησαν ἐνοχλημένοι τί νά κάνουν μέ κάποιους συμμοναστές τους πού κοιμοῦνται κατά τήν ὥρα τῶν ἀγρυπνιῶν, ἐκεῖνος τούς ἀπαντοῦσε: Ἐγώ στή θέση σας θά ἔφερνα καί μαξιλάρι νά τούς βάλω, γιά νά κοιμηθοῦν πιό ἄνετα.
–Σέ ἐρώτηση ἀδελφοῦ πρός αὐτόν σχετικά μέ τό πῶς θά πρέπει νά χρησιμοποιεῖ τόν λόγο, πότε δηλαδή νά μιλάει καί πότε νά σιωπᾶ, ἐκεῖνος διακριτικά τοῦ ὑπέδειξε: «Μίλα διά τόν Θεόν, σιώπα διά τόν Θεόν».
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ἡ διάκριση ξεχωρίζει τό ὀρθό, ἐπιλέγει τό ἀγαθό, κρίνει τό καλύτερο, ἀποφεύγει τά ἄκρα, βαδίζει τή μέση ὁδό. Ψάχνει γιά τήν καλύτερη ἀπάντηση, τήν πρέπουσα λύση, σέ ἕνα ἐρώτημα πού τίθεται. Ἡ διάκριση εἶναι ἡ ἀρετή ἐκείνη τήν ὁποία ὅποιος κατέχει γνωρίζει τί, πῶς ποῦ καί πότε πρέπει νά κάνει κάτι. Καί τοῦτο χωρίς νά ἐπιφέρει κάποιο σκανδαλισμό σέ συνάνθρωπο ἤ ἀκόμη καί νά κάνει ὁτιδήποτε μέ πνεῦμα χριστιανικῆς ἐλευθερίας, ἀπαλλαγμένος ὅμως ἀπό σχήματα ὑψηλοφροσύνης, ἐπίδειξης καί ὑποκρισίας. Ἡ διάκριση εἶναι ἀπαραίτητη γιά ὅλους, ἰδιαίτερα ὅμως γιά τούς διδάσκοντες, τούς καθοδηγοῦντες καί συμβουλεύοντες. Μόνο ὁ ἄνθρωπος τῆς διακρίσεως γίνεται πατέρας πνευματικός, σύμβουλος καί καθοδηγητής.
Ἀνατρέχοντας στό βίο καί τήν πολιτεία τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου, ὁ ὁποῖος ὡς ὑπόδειγμα ἀνθρώπου διακρίσεως, ἦταν παράλληλα ὑπόδειγμα εὐγενοῦς συμπεριφορᾶς, γινόμενος ἀγαπητός καί ὠφέλιμος σέ ὅσους τόν πλησίαζαν, ἄς δοῦμε τό ἑξῆς περιστατικό. Ὑπῆρχε ἕνας εὐλαβής χριστιανός ὀνόματι Εὐλόγιος, ὁ ὁποῖος κινούμενος ἀπό θεῖο ἔρωτα, ἐγκατέλειψε τούς κοσμικούς θορύβους, τίς δόξες, τά πλούτη καί ἀκολούθησε τόν ἑξῆς δρόμο γιά τή σωτηρία του: Βρῆκε στήν ἀγορά τῆς πόλεως ἕναν ἀνάπηρο χωρίς χέρια καί πόδια.
Ἀφοῦ συλλογίσθηκε τή δυστυχία του, προσευχήθηκε καί ἔδωσε ὑπόσχεση στόν Θεό: –Κύριε, στό ὄνομά Σου, παίρνω αὐτόν τόν ἀνάπηρο καί τόν περιποιοῦμαι μέχρι θανάτου, γιά νά σωθῶ μ’ αὐτή τήν προσφορά. Χάρισέ μου ὑπομονή νά τόν ὑπηρετῶ.
Τόν πλησίασε ἔπειτα καί τοῦ εἶπε:
–Θέλεις νά σέ πάρω στό κελλί μου καί νά σέ ὑπηρετῶ;
–Μέ πολλή χαρά, ἀπήντησε ἐκεῖνος.
Τόν πῆρε λοιπόν ὁ Εὐλόγιος στό κελλί του καί τόν φρόντιζε, τόν παρηγοροῦσε, τόν περιέθαλπε. Μέ τίς περιποιήσεις αὐτές ὁ ἀνάπηρος ὑπέμεινε καρτερικά τήν κατάστασή του καί ἀντιμετώπιζε τόν Εὐλόγιο μ’ εὐγνωμοσύνη.
Ἔπειτα ὅμως ἀπό δεκαπέντε χρόνια, τόν κυρίευσε πνεῦμα ἀκηδίας καί ἐξεγέρθηκε ἐναντίον του. Ἄρχισε νά λέει:
–Δέν ἀναπαύομαι. Θέλω νά βλέπω κόσμο. Θέλω νά ξαναπάω στήν ἀγορά. Πήγαινέ με ἐκεῖ πού μέ βρῆκες.
Ἄλλοτε ἀπαιτοῦσε:
–Θέλω κρέας! Τοῦ ἔφερνε ὁ Εὐλόγιος κρέας, ἀλλά ἐκεῖνος δέν ἡσύχαζε, τόν περιέλουζε μέ βρισιές καί κοροϊδίες.
Ἀπελπισμένος ὁ Εὐλόγιος κατέφυγε στούς γειτονικούς μοναχούς καί τούς λέει:
–Τί νά κάνω, πού αὐτός ὁ ἄνθρωπος μέ ἔχει φέρει σέ ἀπόγνωση; Νά τόν ἐγκαταλείψω; Ἔχω δώσει ὑπόσχεση στόν Θεό καί φοβᾶμαι. Νά μήν τόν ἐγκαταλείψω; Μοῦ κάνει μαύρη τή ζωή. Δέν ξέρω λοιπόν, τί νά κάνω.
Κι ἐκεῖνοι τοῦ λένε:
–Ἐφ’ ὅσον ζεῖ ὁ Μ. Ἀντώνιος, τί ρωτᾶς ἐμᾶς; Πάρε τον, πήγαινε στή σπηλιά του καί ρώτησε τόν. Καί ὅ,τι σοῦ πεῖ, κάνε ὑπακοή, γιατί μιλάει ὁ Θεός μέ τό στόμα του.
Τούς ἄκουσε, πῆρε τόν ἀνάπηρο καί πῆγε στόν ὅσιο. Ἐκεῖνος τόν χαιρέτησε μέ τό ὄνομά του, ἐνῶ δέν τόν εἶχε ξαναδεῖ. Καί τόν ρώτησε:
–Γιατί ἦρθες ἐδῶ;
–Αὐτός πού σοῦ ἀποκάλυψε τό ὄνομά μου, ἀπήντησε ὁ Εὐλόγιος, θά σοῦ ἀποκάλυψε καί τό πρόβλημά μου.
–Γνωρίζω γιατί ἦρθες! Ἀλλά πές το καί ἐσύ, γιά νά τό ἀκούσουν καί οἱ ἀδελφοί πού εἶναι ἐδῶ.
–Βρῆκα στήν ἀγορά αὐτόν τόν ἀνάπηρο καί ἔδωσα ὑπόσχεση στόν Θεό νά τόν περιθάλψω, ὥστε καί ἐγώ νά σωθῶ μ’ αὐτόν καί αὐτός μ’ ἐμένα. Ἐπειδή ὅμως ἔπειτα ἀπό δεκαπέντε χρόνια μ’ ἔφερε σέ μεγάλη δοκιμασία, σκέφθηκα νά τόν ἐγκαταλείψω. Γι’ αὐτό ἦρθα στήν ὁσιότητά σου. Νά μέ συμβουλεύσεις τί πρέπει νά κάνω. Καί νά προσευχηθεῖς γιά μένα, γιατί πολύ ὑποφέρω.
Τοῦ λέει μέ σοβαρό ὕφος ὁ ὅσιος:
–Ὥστε θέλεις νά τόν ἐγκαταλείψεις… Αὐτός ὅμως πού τόν ἔπλασε, δέν τόν ἐγκαταλείπει. Ἄν ἐσύ τόν ἐγκαταλείψεις, θά βάλει ἕναν καλύτερό σου νά τόν περιμαζέψει. Ὁ Εὐλόγιος στά λόγια αὐτά σιώπησε.
Ὁ ὅσιος πῆρε παράμερα τόν ἀνάπηρο καί ἄρχισε νά τόν μαστιγώνει μέ τήν παιδαγωγική του γλώσσα:
–Ἄθλιε, ἀνάξιε τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, δέν παύεις νά θεομαχεῖς; Δέν ξέρεις ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός σέ ὑπηρετεῖ; Πῶς τολμᾶς νά τά βάλεις μέ τό Χριστό; Στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ δέν σέ περιποιεῖται ὁ Εὐλόγιος;
Ἔπειτα τούς πῆρε καί τούς δύο καί τούς συμβούλευσε:
–Πηγαίνετε καί μή χωρισθεῖτε μεταξύ σας. Ὁ Θεός θά σᾶς οἰκονομήσει. Σᾶς ἦρθε πειρασμός, γιατί καί οἱ δύο βαδίζετε πρός τό τέλος τῶν ἀγώνων σας καί πρόκειται νά βραβευθεῖτε μέ στεφάνια ὑπομονῆς. Μή λοιπόν χωρίσετε, καί ὅταν θά ἔρθει ὁ Ἄγγελος, νά σᾶς βρεῖ στόν τόπο τῆς ἀσκήσεώς σας.
Συγκινημένοι ἐκεῖνοι μέ τά λόγια αὐτά γύρισαν γρήγορα στό κελλί τους καί συνέχισαν τόν ἀγώνα τους. Καί σέ σαράντα ἡμέρες ἐκοιμήθη ὁ Εὐλόγιος. Καί σέ ἄλλες τρεῖς ἐκοιμήθη καί ὁ ἀνάπηρος (Λαυσαϊκή ἱστορία).
*
Εἴδαμε τή μετά διακρίσεως συμβουλή καί καθοδήγηση, ἄς ἀκούσουμε πῶς περιγράφει ὁ ἀββάς Μωυσῆς τήν ἄνευ διακρίσεως καθοδήγηση: Ἕνας Γέροντας, λέγει, δέχτηκε μία μέρα ἕνα νεαρό καί εὐσεβή μοναχό. Ἦρθε ὁ μοναχός στόν Γέροντα νά τοῦ ἐκμυστηρευθεῖ τούς πειρασμούς του, πού ἰδιαίτερα αὐτή τήν περίοδο τοῦ ἦταν δυνατοί καί τόν ἀπογοήτευαν, καί νά τοῦ ζητήσει τή θεραπεία. Στίς συμβουλές τοῦ Γέροντα ὁ μοναχός ἔλπιζε νά βρεῖ παρηγοριά στόν πόνο του καί φάρμακο στίς πληγές του. Ἀλλά ὁ Γέροντας, ὅταν ἄκουσε τούς λογισμούς τοῦ μοναχοῦ, τοῦ εἶπε πικρά λόγια: «Ἐλεεινέ –τοῦ εἶπε– εἶσαι ἀνάξιος νά φέρεις τό ὄνομα τοῦ μοναχοῦ, ἀφοῦ ἔχεις τέτοιους πειρασμούς».
Οἱ παρατηρήσεις αὐτές τοῦ Γέροντα πλήγωσαν κατάκαρδα τόν μοναχό. Βγῆκε ἀπό τό κελλί βυθισμένος στήν πιό σκοτεινή ἀπελπισία. Καί στήν ἀπελπισία του αὐτή καί τή θανάσιμη λύπη του συνάντησε τόν Ἀββά Ἀπολλώ, τόν ἁγιώτερο ἀπό ὅλους τούς Γέροντες τῆς Σκήτης. Στό πρόσωπο τοῦ νέου ὁ Γέροντας διακρίνει τή σφοδρότητα τῆς πάλης, πού διαδραματιζόταν στά βάθη τῆς ψυχῆς του. Μέ γλυκύτητα τόν ρωτάει γιά τήν αἰτία τῆς μεγάλης του ταραχῆς. Ὁ νέος δέν μπόρεσε νά ἀρθρώσει οὔτε λέξη. Τέλος, τά ὁμολογεῖ ὅλα. Ἀφοῦ, κατά τή γνώμη τοῦ Γέροντα πού συμβουλεύτηκε, εἶναι ἀνάξιος νά εἶναι, θά πρέπει νά ἐγκαταλείψει τόν ἀγώνα του καί νά παραδοθεῖ στόν κόσμο.
Ὁ ὅσιος Ἀπολλώ τότε ἀρχίζει νά τόν παρηγορεῖ μέ λόγια στοργικά, λέγοντας μάλιστα καί γιά δικούς του πειρασμούς καί ἀγῶνες. Τοῦ συνιστᾶ νά μήν παραδοθεῖ στήν ἀπελπισία, οὔτε νά ἐκπλήσσεται ἀπό τή σφοδρότητα τοῦ πειρασμοῦ ἀντίθετα τοῦ παρουσιάζει τό ἄπειρο ἔλεος καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί στή συνέχεια ζητάει ἀπό τόν νέο προθεσμία μιᾶς μόνο ἡμέρας παρακαλώντας τον νά ἐπιστρέψει στό κελλί του, ἐνῷ αὐτός κατευθύνεται ἐσπευσμένα στό κελλί τοῦ αὐστηροῦ Γέροντα. Καθώς πλησίαζε, προσευχήθηκε μέ δάκρυα:
«Κύριε, Σύ μόνο βλέπεις μέ τό συμπαθές βλέμμα τίς δυνάμεις τοῦ καθενός μας καί τήν ἀδυναμία τῆς φύσεώς μας... Σέ παρακαλῶ, ρίξε τόν πειρασμό τοῦ νέου στήν ψυχή τοῦ Γέροντα, γιά νά μάθει τουλάχιστον τώρα στό γήρας του νά εἶναι συμπαθής στίς ἀδυναμίες τῶν πονεμένων καί συγκαταβατικός στό εὐόλισθο τῆς νεότητας»!
Πραγματικά, ὕστερα ἀπό λίγο ὁ ἀδιάκριτος γέροντας προσβλήθηκε ἀπό σφοδρό πειρασμό. Ὁ δέ συνετός ἀββάς Ἀπολλώ μεταξύ τῶν ἄλλων τοῦ εἶπε:
«Ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά κτυπηθεῖς ἔτσι, ὥστε νά μάθεις ἀπό τήν πείρα νά εἶσαι συμπαθής στίς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων καί συγκαταβατικός στούς νεώτερους ἀδερφούς. Δέχτηκες ἕνα νέο μοναχό, χτυπημένο ἀπό τόν πονηρό καί ἀντί μέ διάκριση, τόν παρέδωσες μέ τή θανάσιμη ἀπελπισία στά χέρια τοῦ ἐχθροῦ, γιατί ὅσο ἐξηρτᾶτο ἀπό σένα θά καταβροχθιζόταν ἀπό τόν πονηρό. Μάθε λοιπόν ἀπό τή δική σου περίπτωση νά συμπαθεῖς τούς χτυπημένους ἀπό τόν πειρασμό καί νά μήν τούς ρίχνεις ποτέ στήν ὀλέθρια ἀπόγνωση» (Ἀββᾶ Ἰωάννου Κασσιανοῦ, «Διαλέξεις Πατέρων», στό ἔργο Ἠ. Μαστρογιαννοπούλου, Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ ἄνθρωπος, ἔκδ. β΄, σελ. 281-2).
Διάκριση ὅμως δέν ἀπαιτεῖ μόνο ἡ πνευματική νουθεσία καί καθοδήγηση ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ ἄσκηση. Λέγει ἐπ’ αὐτοῦ ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὁ Πενταπόλεως: «Νά πορεύεσθε μέ διάκριση στήν ἄσκηση καί νά μήν ἐξαντλεῖτε τό σῶμα μέ ὑπέρμετρους κόπους. Νά θυμᾶστε πώς ἡ ἄσκηση τοῦ σώματος ἁπλῶς βοηθάει τήν ψυχή νά φτάσει στήν τελειότητα, ἡ τελειότητα κατορθώνεται κυρίως μέ τόν ἀγώνα τῆς ψυχῆς. Μήν τεντώνετε περισσότερο ἀπό τό μέτρο τή χορδή».
Χαρακτηριστικό ἐπ’ αὐτοῦ εἶναι καί τό στιγμιότυπο ἀπό τόν βίο –καί πάλι- τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. «Κάποιος πού κυνηγοῦσε στήν ἔρημο ἄγρια ζῶα, εἶδε τόν ἀββᾶ Ἀντώνιο νά ἀστειεύεται μέ τούς ἀδελφούς καί σκανδαλίστηκε. Θέλοντας δέ ὁ γέροντας νά τόν διδάξει ὅτι ἡ διάκριση ἐπιβάλλει ποῦ καί ποῦ νά συγκαταβαίνει κανείς στούς ἀδελφούς, τοῦ λέγει: “Βάλε μία σαΐτα στό τόξο σου καί τέντωσέ το”. Τό ἔκαμε ἐκεῖνος. Τοῦ λέγει: “Τέντωσέ το πιό πολύ”. Καί τό τέντωσε. Καί πάλι τοῦ λέγει: «Ἀκόμη πιό πολύ». Τοῦ ἁπαντά τότε ὁ κυνηγός: “Ἄν τό τεντώσω ὑπερβολικά, θά σπάσει τό τόξο”. Καί ὁ γέροντας τοῦ λέει: “Ἔτσι καί στό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ἄν τεντώσουμε ὑπερβολικά τή συμπεριφορά μας ἀπέναντι στούς ἀδελφούς, θά σπάσουν καί αὐτοί. Πρέπει λοιπόν ποῦ καί ποῦ νά συγκαταβαίνουμε στούς ἀδελφούς”. Καί ἔφυγε πολύ ὠφελημένος ἀπό τόν γέροντα».
Ἀκόμη καί ἡ νηστεία, πού κινεῖται μέσα σέ συγκεκριμένα κανονικά πλαίσια κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό πρέπει νά συνιστᾶται μέ διάκριση ἀπό τόν πνευματικό καί ὄχι μέ γενική ἐντολή.
Θά σκεφτεῖτε ἴσως ὅτι ὅλα αὐτά ἀφοροῦν τήν ἀρετή τῆς διακρίσεως ἀναφέρονται σέ μία ἄλλη ἐποχή καί σέ ἀνθρώπους πού εἶναι μακριά ἀπό τή σύγχρονη καθημερινότητα, μέσα στήν ὁποία ζοῦμε καί κινούμεθα. Πῶς μπορεῖ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος νά καλλιεργήσει καί τί θέση μπορεῖ νά ἔχει στήν καθ’ ἡμέρα ζωή του ἡ ἀρετή τῆς διακρίσεως; Δέν θά ἦταν ὑπερβολή νά ποῦμε ὅτι ἡ πιό πολύτιμη ἀρετή στίς διαπροσωπικές σχέσεις εἶναι διάκριση. Εἰδικά στούς καιρούς μας πού ἐπικρατεῖ ἡ νευρικότητα, ἡ ἐπιπολαιότητα, ἡ προχειρότητα, ἡ ρηχότητα ἰδεῶν καί συναισθημάτων, ἡ ἀπουσία τῆς διακρίσεως εἶναι ἰδιαίτερα φανερή.
Ἄς ἀκούσουμε τόν ἁπλό, πρακτικό, σοφό καί ὄντως διακριτικό γέροντα τῶν ἡμερῶν μας τόν πατέρα Παΐσιο τί λέει γιά τήν ἀρετή τῆς διακρίσεως καί τή διακριτική συμπεριφορά: «Ἡ μεγάλη ἀρετή τῆς διακρίσεως εἶναι μέγιστη πνευματική δύναμη. Ὁ διακριτικός ἄνθρωπος χωράει παντοῦ, γίνεται εὔκολα ἀποδεκτός ἀκόμη καί σέ ἐχθρικά μέτωπα. Ὁ εὐγενικός, χαριτωμένος καί ταπεινός τρόπος εἶναι ὁ διακριτικός τρόπος. Ὁ διακριτικός ἄνθρωπος παραδειγματίζει, εἰρηνοποιεῖ, ἀνέχεται τόν ἄλλον ἄνθρωπο καί ὑπομένει. Σηκώνει ὅσους πέφτουν, θεραπεύει τούς νοσοῦντες, ἐμπνέει τήν ἀρετή. Ἀντίθετα ἡ ἀδιάκριτη συμπεριφορά τίς περισσότερες φορές κάνει μεγαλύτερο κακό ἀπό τή συμπεριφορά τῶν τρελλῶν πού ἔχουν τό ἀκαταλόγιστο καί σπάζουν κεφάλια, διότι οἱ ἀδιάκριτοι μέ τά κοφτερά τους λόγια πληγώνουν εὐαίσθητες ψυχές καί πολλές φορές τίς τραυματίζουν θανάσιμα, γιατί τίς φέρνουν σέ ἀπόγνωση. Ἀδιακρισία εἶναι νά συμπεριφέρεσαι μέ τόν ἴδιο τρόπο πρός ὅλους.
Δέν μποροῦμε ὅμως σέ μία δακτυλήθρα νά βάλουμε ὅσο βάζουμε σέ ἕνα βαρέλι. Διάκριση εἶναι νά μή θέλουμε νά βάλουμε ὅλον τόν κόσμο στό δικό μας καλούπι. Ὅ καθένας ἔχει τό δικό του.
Νά παραβλέπουμε καί μερικά, ὅταν δέν βλάπτουν. Δέν χρειάζεται οὔτε ὑπερβολική αὐστηρότητα οὔτε μεγάλη ἐπιείκεια. Ἡ διάκριση παρηγορεῖ καί ἀναπαύει ψυχές. Ἡ ἀδιακρισία πληγώνει, κουράζει καί ταλαιπωρεῖ. Νά μήν ἔχουμε λοιπόν ἀπαιτήσεις παράλογες ἀπό τούς ἄλλους. Βλέπω σέ μερικούς εὐλαβεῖς ἕνα εἶδος παράξενης λογικῆς. Καλή εἶναι ἡ εὐλάβεια πού ἔχουν, καλή καί ἡ διάθεση γιά τό καλό, ἄλλα χρειάζεται καί ἡ πνευματική διάκριση καί εὐρύτητα, γιά νά μή συνοδεύει τήν εὐλάβεια ἡ στενοκεφαλιά. Ὅλη ἡ βάση εἶναι νά ἔχει κανείς πνευματική κατάσταση, γιά νά ἔχει τήν πνευματική διάκριση, γιατί ἀλλιῶς μένει στό «γράμμα τοῦ νόμου», καί τό «γράμμα τοῦ νόμου ἀποκτείνει» (Γέροντας Παΐσιος).
Τέλος ὁ Γέροντας Αἰμιλιανός ὁ Σιμωνοπετρίτης μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι, ἐάν θέλουμε νά γευθοῦμε τή μητέρα πασῶν τῶν ἀρετῶν τή διάκριση, νά καθάρουμε τίς αἰσθήσεις μας. Ἡ διάκριση γιά νά βλαστήσει στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, προϋποθέτει, ταπείνωση, ἀγάπη καί καθαρό νοῦ. Καθαρός νοῦς σημαίνει συνείδηση ἀμόλυντη, μέ νήψη, προσευχή καί εἰλικρινή ἐξομολόγηση.
Οἱ παρατηρήσεις αὐτές τοῦ Γέροντα πλήγωσαν κατάκαρδα τόν μοναχό. Βγῆκε ἀπό τό κελλί βυθισμένος στήν πιό σκοτεινή ἀπελπισία. Καί στήν ἀπελπισία του αὐτή καί τή θανάσιμη λύπη του συνάντησε τόν Ἀββά Ἀπολλώ, τόν ἁγιώτερο ἀπό ὅλους τούς Γέροντες τῆς Σκήτης. Στό πρόσωπο τοῦ νέου ὁ Γέροντας διακρίνει τή σφοδρότητα τῆς πάλης, πού διαδραματιζόταν στά βάθη τῆς ψυχῆς του. Μέ γλυκύτητα τόν ρωτάει γιά τήν αἰτία τῆς μεγάλης του ταραχῆς. Ὁ νέος δέν μπόρεσε νά ἀρθρώσει οὔτε λέξη. Τέλος, τά ὁμολογεῖ ὅλα. Ἀφοῦ, κατά τή γνώμη τοῦ Γέροντα πού συμβουλεύτηκε, εἶναι ἀνάξιος νά εἶναι, θά πρέπει νά ἐγκαταλείψει τόν ἀγώνα του καί νά παραδοθεῖ στόν κόσμο.
Ὁ ὅσιος Ἀπολλώ τότε ἀρχίζει νά τόν παρηγορεῖ μέ λόγια στοργικά, λέγοντας μάλιστα καί γιά δικούς του πειρασμούς καί ἀγῶνες. Τοῦ συνιστᾶ νά μήν παραδοθεῖ στήν ἀπελπισία, οὔτε νά ἐκπλήσσεται ἀπό τή σφοδρότητα τοῦ πειρασμοῦ ἀντίθετα τοῦ παρουσιάζει τό ἄπειρο ἔλεος καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί στή συνέχεια ζητάει ἀπό τόν νέο προθεσμία μιᾶς μόνο ἡμέρας παρακαλώντας τον νά ἐπιστρέψει στό κελλί του, ἐνῷ αὐτός κατευθύνεται ἐσπευσμένα στό κελλί τοῦ αὐστηροῦ Γέροντα. Καθώς πλησίαζε, προσευχήθηκε μέ δάκρυα:
«Κύριε, Σύ μόνο βλέπεις μέ τό συμπαθές βλέμμα τίς δυνάμεις τοῦ καθενός μας καί τήν ἀδυναμία τῆς φύσεώς μας... Σέ παρακαλῶ, ρίξε τόν πειρασμό τοῦ νέου στήν ψυχή τοῦ Γέροντα, γιά νά μάθει τουλάχιστον τώρα στό γήρας του νά εἶναι συμπαθής στίς ἀδυναμίες τῶν πονεμένων καί συγκαταβατικός στό εὐόλισθο τῆς νεότητας»!
Πραγματικά, ὕστερα ἀπό λίγο ὁ ἀδιάκριτος γέροντας προσβλήθηκε ἀπό σφοδρό πειρασμό. Ὁ δέ συνετός ἀββάς Ἀπολλώ μεταξύ τῶν ἄλλων τοῦ εἶπε:
«Ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά κτυπηθεῖς ἔτσι, ὥστε νά μάθεις ἀπό τήν πείρα νά εἶσαι συμπαθής στίς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων καί συγκαταβατικός στούς νεώτερους ἀδερφούς. Δέχτηκες ἕνα νέο μοναχό, χτυπημένο ἀπό τόν πονηρό καί ἀντί μέ διάκριση, τόν παρέδωσες μέ τή θανάσιμη ἀπελπισία στά χέρια τοῦ ἐχθροῦ, γιατί ὅσο ἐξηρτᾶτο ἀπό σένα θά καταβροχθιζόταν ἀπό τόν πονηρό. Μάθε λοιπόν ἀπό τή δική σου περίπτωση νά συμπαθεῖς τούς χτυπημένους ἀπό τόν πειρασμό καί νά μήν τούς ρίχνεις ποτέ στήν ὀλέθρια ἀπόγνωση» (Ἀββᾶ Ἰωάννου Κασσιανοῦ, «Διαλέξεις Πατέρων», στό ἔργο Ἠ. Μαστρογιαννοπούλου, Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ ἄνθρωπος, ἔκδ. β΄, σελ. 281-2).
Διάκριση ὅμως δέν ἀπαιτεῖ μόνο ἡ πνευματική νουθεσία καί καθοδήγηση ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ ἄσκηση. Λέγει ἐπ’ αὐτοῦ ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὁ Πενταπόλεως: «Νά πορεύεσθε μέ διάκριση στήν ἄσκηση καί νά μήν ἐξαντλεῖτε τό σῶμα μέ ὑπέρμετρους κόπους. Νά θυμᾶστε πώς ἡ ἄσκηση τοῦ σώματος ἁπλῶς βοηθάει τήν ψυχή νά φτάσει στήν τελειότητα, ἡ τελειότητα κατορθώνεται κυρίως μέ τόν ἀγώνα τῆς ψυχῆς. Μήν τεντώνετε περισσότερο ἀπό τό μέτρο τή χορδή».
Χαρακτηριστικό ἐπ’ αὐτοῦ εἶναι καί τό στιγμιότυπο ἀπό τόν βίο –καί πάλι- τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. «Κάποιος πού κυνηγοῦσε στήν ἔρημο ἄγρια ζῶα, εἶδε τόν ἀββᾶ Ἀντώνιο νά ἀστειεύεται μέ τούς ἀδελφούς καί σκανδαλίστηκε. Θέλοντας δέ ὁ γέροντας νά τόν διδάξει ὅτι ἡ διάκριση ἐπιβάλλει ποῦ καί ποῦ νά συγκαταβαίνει κανείς στούς ἀδελφούς, τοῦ λέγει: “Βάλε μία σαΐτα στό τόξο σου καί τέντωσέ το”. Τό ἔκαμε ἐκεῖνος. Τοῦ λέγει: “Τέντωσέ το πιό πολύ”. Καί τό τέντωσε. Καί πάλι τοῦ λέγει: «Ἀκόμη πιό πολύ». Τοῦ ἁπαντά τότε ὁ κυνηγός: “Ἄν τό τεντώσω ὑπερβολικά, θά σπάσει τό τόξο”. Καί ὁ γέροντας τοῦ λέει: “Ἔτσι καί στό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ἄν τεντώσουμε ὑπερβολικά τή συμπεριφορά μας ἀπέναντι στούς ἀδελφούς, θά σπάσουν καί αὐτοί. Πρέπει λοιπόν ποῦ καί ποῦ νά συγκαταβαίνουμε στούς ἀδελφούς”. Καί ἔφυγε πολύ ὠφελημένος ἀπό τόν γέροντα».
Ἀκόμη καί ἡ νηστεία, πού κινεῖται μέσα σέ συγκεκριμένα κανονικά πλαίσια κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό πρέπει νά συνιστᾶται μέ διάκριση ἀπό τόν πνευματικό καί ὄχι μέ γενική ἐντολή.
Θά σκεφτεῖτε ἴσως ὅτι ὅλα αὐτά ἀφοροῦν τήν ἀρετή τῆς διακρίσεως ἀναφέρονται σέ μία ἄλλη ἐποχή καί σέ ἀνθρώπους πού εἶναι μακριά ἀπό τή σύγχρονη καθημερινότητα, μέσα στήν ὁποία ζοῦμε καί κινούμεθα. Πῶς μπορεῖ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος νά καλλιεργήσει καί τί θέση μπορεῖ νά ἔχει στήν καθ’ ἡμέρα ζωή του ἡ ἀρετή τῆς διακρίσεως; Δέν θά ἦταν ὑπερβολή νά ποῦμε ὅτι ἡ πιό πολύτιμη ἀρετή στίς διαπροσωπικές σχέσεις εἶναι διάκριση. Εἰδικά στούς καιρούς μας πού ἐπικρατεῖ ἡ νευρικότητα, ἡ ἐπιπολαιότητα, ἡ προχειρότητα, ἡ ρηχότητα ἰδεῶν καί συναισθημάτων, ἡ ἀπουσία τῆς διακρίσεως εἶναι ἰδιαίτερα φανερή.
Ἄς ἀκούσουμε τόν ἁπλό, πρακτικό, σοφό καί ὄντως διακριτικό γέροντα τῶν ἡμερῶν μας τόν πατέρα Παΐσιο τί λέει γιά τήν ἀρετή τῆς διακρίσεως καί τή διακριτική συμπεριφορά: «Ἡ μεγάλη ἀρετή τῆς διακρίσεως εἶναι μέγιστη πνευματική δύναμη. Ὁ διακριτικός ἄνθρωπος χωράει παντοῦ, γίνεται εὔκολα ἀποδεκτός ἀκόμη καί σέ ἐχθρικά μέτωπα. Ὁ εὐγενικός, χαριτωμένος καί ταπεινός τρόπος εἶναι ὁ διακριτικός τρόπος. Ὁ διακριτικός ἄνθρωπος παραδειγματίζει, εἰρηνοποιεῖ, ἀνέχεται τόν ἄλλον ἄνθρωπο καί ὑπομένει. Σηκώνει ὅσους πέφτουν, θεραπεύει τούς νοσοῦντες, ἐμπνέει τήν ἀρετή. Ἀντίθετα ἡ ἀδιάκριτη συμπεριφορά τίς περισσότερες φορές κάνει μεγαλύτερο κακό ἀπό τή συμπεριφορά τῶν τρελλῶν πού ἔχουν τό ἀκαταλόγιστο καί σπάζουν κεφάλια, διότι οἱ ἀδιάκριτοι μέ τά κοφτερά τους λόγια πληγώνουν εὐαίσθητες ψυχές καί πολλές φορές τίς τραυματίζουν θανάσιμα, γιατί τίς φέρνουν σέ ἀπόγνωση. Ἀδιακρισία εἶναι νά συμπεριφέρεσαι μέ τόν ἴδιο τρόπο πρός ὅλους.
Δέν μποροῦμε ὅμως σέ μία δακτυλήθρα νά βάλουμε ὅσο βάζουμε σέ ἕνα βαρέλι. Διάκριση εἶναι νά μή θέλουμε νά βάλουμε ὅλον τόν κόσμο στό δικό μας καλούπι. Ὅ καθένας ἔχει τό δικό του.
Νά παραβλέπουμε καί μερικά, ὅταν δέν βλάπτουν. Δέν χρειάζεται οὔτε ὑπερβολική αὐστηρότητα οὔτε μεγάλη ἐπιείκεια. Ἡ διάκριση παρηγορεῖ καί ἀναπαύει ψυχές. Ἡ ἀδιακρισία πληγώνει, κουράζει καί ταλαιπωρεῖ. Νά μήν ἔχουμε λοιπόν ἀπαιτήσεις παράλογες ἀπό τούς ἄλλους. Βλέπω σέ μερικούς εὐλαβεῖς ἕνα εἶδος παράξενης λογικῆς. Καλή εἶναι ἡ εὐλάβεια πού ἔχουν, καλή καί ἡ διάθεση γιά τό καλό, ἄλλα χρειάζεται καί ἡ πνευματική διάκριση καί εὐρύτητα, γιά νά μή συνοδεύει τήν εὐλάβεια ἡ στενοκεφαλιά. Ὅλη ἡ βάση εἶναι νά ἔχει κανείς πνευματική κατάσταση, γιά νά ἔχει τήν πνευματική διάκριση, γιατί ἀλλιῶς μένει στό «γράμμα τοῦ νόμου», καί τό «γράμμα τοῦ νόμου ἀποκτείνει» (Γέροντας Παΐσιος).
Τέλος ὁ Γέροντας Αἰμιλιανός ὁ Σιμωνοπετρίτης μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι, ἐάν θέλουμε νά γευθοῦμε τή μητέρα πασῶν τῶν ἀρετῶν τή διάκριση, νά καθάρουμε τίς αἰσθήσεις μας. Ἡ διάκριση γιά νά βλαστήσει στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, προϋποθέτει, ταπείνωση, ἀγάπη καί καθαρό νοῦ. Καθαρός νοῦς σημαίνει συνείδηση ἀμόλυντη, μέ νήψη, προσευχή καί εἰλικρινή ἐξομολόγηση.
*
Ἄς κρατήσουμε λοιπόν τή νουθεσία τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ ἰδιαίτερα τήν περίοδο αὐτή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἄς προσπαθήσουμε νά διεξάγουμε τό δικό μας πνευματικό ἀγώνα προκειμένου νά γευθοῦμε τή μητέρα πασῶν τῶν ἀρετῶν τή διάκριση. Ἄλλωστε ὁ ἀγώνας γιά τήν ἀπόκτηση τῶν εὐλογημένων ἀρετῶν εἶναι ἡ ἐλπίδα τοῦ κάθε ἁμαρτωλοῦ πού ποθεῖ τή σωτηρία.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς λέγει ὅτι τό «φῶς γιά ὅλα τά σωματικά μέλη εἶναι οἱ αἰσθητοί ὀφθαλμοί. Καί νοερό φῶς γιά τίς θεῖες ἀρετές εἶναι ἡ διάκρισις». Εὐχηθεῖτε σεβασμιώτατε πάτερ, αὐτό τό φῶς τῶν ἀρετῶν, τήν εὐλογημένη διάκριση νά ἀποκτήσουμε ὅλοι μας. Ἀμήν. Γένοιτο!
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς λέγει ὅτι τό «φῶς γιά ὅλα τά σωματικά μέλη εἶναι οἱ αἰσθητοί ὀφθαλμοί. Καί νοερό φῶς γιά τίς θεῖες ἀρετές εἶναι ἡ διάκρισις». Εὐχηθεῖτε σεβασμιώτατε πάτερ, αὐτό τό φῶς τῶν ἀρετῶν, τήν εὐλογημένη διάκριση νά ἀποκτήσουμε ὅλοι μας. Ἀμήν. Γένοιτο!