Γ΄ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ μέ θέμα: Εἰσαγωγή στή θεία Λειτουργία καί τά Εἰρηνικά
Πραγματοποιήθηκε τό ἀπόγευμα τῆς Πέμπτης, 8 Νοεμβρίου ἐ.ἔ., στό Πνευματικό Κέντρο τῆς ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Σώστη (λεωφ. Συγγροῦ) ἡ τρίτη Ἱερατική Σύναξη γιά τούς Κληρικούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης.
Στή Σύναξη ὁμιλητές ἦταν ὁ Αἰδεσιμολ. Πρωτ. Ἀθανάσιος Καλογήρου, Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Παλαιοῦ Φαλήρου, ὁ ὁποῖος ἀνέπτυξε τό θέμα «Εἰσαγωγή στή θεία Λειτουργία», καί ὁ Αἰδεσιμολ. Πρεσβ. Διονύσιος Κατσούλης, Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ζωοδόχου Πηγῆς Ἁλίμου, ὁ ὁποῖος ἀνέπτυξε τό θέμα «Εἰρηνικά».
Ἀρχικά ὁ Σεβασμιώτατος κ. Συμεών ἔδωσε τόν λόγο στόν πρῶτο ὁμιλητή, π. Ἀθανάσιο, γιά νά ἀναπτύξει τό ἀνωτέρω θέμα. Τόνισε μεταξύ ἄλλων ὅτι γιά νά ἀρθρώσουμε λόγο ἐμπειρικό καί νά μιλήσουμε γιά τή θεία Λειτουργία καί τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, θά πρέπει νά προσευχηθοῦμε πολύ, καί ἀφοῦ μᾶς τό ἐπιτρέψει ὁ ἅγιος Θεός.
Ἡ Ἀκολουθία τῆς θείας Λειτουργίας καί τό Μυστήριο τῶν Μυστηρίων, τῆς Θείας Εὐχαριστίας, εἶναι ἕνα γεγονός, πού ἐμπλέκονται καί συμπλέκονται ἡ Παναγία Τριάδα, ὁ ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος καί ἀκατάληπτος Θεός, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἡ δημιουργία Τους ὁλόκληρη: ὁ Οὐρανός, ἡ γῆ καί τά καταχθόνια, ὁ ὁρατός κόσμος καί ὁ ἀόρατος πνευματικός, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ὁ Τίμιος Πρόδρομος, οἱ Ἅγιοι Πάντες, οἱ ἄνθρωποι, οἱ πιστοί ὅλων τῶν αἰώνων. Ὁ κόσμος τῶν χιλιάδων ἀρχαγγέλων καί μυριάδων ἀγγέλων, τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ, ἑξαπτέρυγα, πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά, οἱ ὑπηρέτες τοῦ βασιλέως.
Ὁ ὁμιλητής ἐπισήμανε ὅτι μεταξύ τῆς θείας Λειτουργίας καί τῆς θείας Εὐχαριστίας ὑπάρχει εἰδοποιός διαφορά. Ὁ ὅρος «θεία Λειτουργία» εἶναι τό σημαῖνον, τό γλωσσικό πλαίσιο, τό τυπικό, τό περίβλημα, οἱ εὐχές, τά ἀναγνώσματα, ὁ τρόπος τέλεσης τοῦ Μυστηρίου, ὅπως καθορίζεται κάθε φορά ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Ὅπως γιά τήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας δέν προσφέρουμε τά Δῶρα μας στή φυσική τους μορφή (σιτάρι καί σταφύλι), ἀλλά «μεταποιημένα» ἀπό τόν ἀνθρώπινο μόχθο σέ ἄρτο καί οἶνο, ἔτσι «μεταποιοῦμε» καί τήν «ἔμπνευσή» μας, τήν πίστη μας σέ λόγο, σέ λέξεις, γιά νά πλαισιώσουμε αὐτή τήν προσφορά. Ὅλα αὐτά, γίνονται «Λειτουργία», ἔργο τοῦ λαοῦ, ἔργο γιά τόν λαό, ἔργο καθολικῆς σύναξης καί συνάντησης πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα καί γύρω ἀπ᾽ αὐτή.
Στήν Ἐκκλησία μας, ὅμως, ἐπικράτησε νά λέγεται Λειτουργία ἡ τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἡ ὁποία εἶναι τύπος τῆς διαχρονικῆς θείας λατρείας πού τελεῖται στόν οὐράνιο κόσμο καί περιγράφεται μερικῶς στό ἱερό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ θεολόγου. Ἡ ἐπίγεια Λειτουργία δέν εἶναι παρά συμμετοχή σ' αὐτή τήν οὐράνια καί αἰώνια λατρεία (Ἑβρ. κεφ. 9 καί 11). Εἶναι ἡ «συγκεφαλαίωση τῆς ὅλης Οἰκονομίας». Μέ ἄλλα λόγια, ὅλα ὅσα ἀπεργάσθηκε ὁ Θεός, γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Σημαινόμενον, κέντρο καί οὐσία τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἡ ὁποία θεωρεῖται καί εἶναι προϋπόθεση καί πλήρωμα ὅλων τῶν ἄλλων Μυστηρίων. Αὐτό φαίνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ὅλα τά ἄλλα Μυστήρια ἔχουν τελεστική σχέση καί συνδέονται μέ τή θεία Εὐχαριστία. Ἡ σπουδαιότητα τῶν παραπάνω δηλώνεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, δεδομένου ὅτι ἡ τελευταῖα πράξη τῆς ἐπίγειας Ζωῆς Του ἦταν ἡ κλάση τοῦ Ἄρτου κατά τόν Μυστικό Δεῖπνο καί ἡ πρώτη πράξη μετά τήν Ἀνάστασή Του ἦταν πάλι ἡ κλάση τοῦ Ἄρτου κατά τήν πορεία πρός Ἐμμαούς τῶν δύο μαθητῶν Του (Λουκ. 24,13-35).
Ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας εἶχε καί ἔχει διαχρονικά τήν ἴδια δομή, αὐτό ὅμως πού ἐξελίχτηκε ἦταν τό ἐξωτερικό της πλαίσιο. Ἀνάμεσα στίς πιό ἔγκυρες πηγές πρέπει νά μνημονεύσουμε τίς κατηχήσεις καί τά κηρύγματα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (344/357-407) καί τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας (350-428) τίς κατηχήσεις τοῦ Κυρίλλου Ἱεροσολύμων (313-386) καί τό Ὁδοιπορικό τῆς Αἰθερίας (4ος αἰ.) στήν Παλαιστίνη.
Οἱ σπουδαιότερες Λειτουργίες εἶναι: (α) Ἡ Λειτουργία Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου (Ἀποστολικῆς προελεύσεως μέ μεταγενέστερες προσθῆκες). (β) Ἡ Λειτουργία Ἀποστόλου Μάρκου (ἡ ἀρχαία λειτουργία τῆς Αἰγυπτιακῆς ἐκκλησίας μέχρι τό 13ο αἰ. τήν ὁποία ἀνεκάλυψε ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὅταν ἦταν βιβλιοθηκάριος τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας). (γ) Ἡ ἑλληνική Λειτουργία τοῦ ψευδο-Κλήμεντος (τήν συμπεριέλαβε στίς «Ἀποστολικές Διαταγές» ἄγνωστος συμπιλητής). (δ) Ἡ Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, παράδοση ἀνατολῆς. (ε) Ἡ Λειτουργία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἀντιοχειανῆς προελεύσεως. (ς) Ἡ Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων (ἑσπερινή ἀκολουθία συνηνωμένη μέ τή θεία Εὐχαριστία).
Ἀπό αὐτές τίς ἕξι, οἱ τέσσερις χρησιμοποιοῦνται σήμερα. Ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος, ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος δέν συνέταξαν οἱ ἴδιοι τίς λειτουργίες πού φέρουν τό ὄνομά τους, ἀλλά συνέπτυξαν, συστηματοποίησαν καί ταξινόμησαν τό ὑλικό πού προϋπῆρχε, προσθέτοντας καί δικές τους εὐχές καί ὕμνους. Μόνον ἀπό τόν 8ο αἰ. καί μετά μποροῦμε νά παρακολουθήσουμε εὐκολότερα τήν ἱστορική ἐξέλιξη τῶν λειτουργικῶν κειμένων καί τήν ὁριστική τους ἑνοποίηση καί καθιέρωση.
Μέ τά δεδομένα τῆς ἐπιστήμης σήμερα μποροῦμε νά βεβαιώσουμε ὅτι μεταξύ τοῦ 12ου καί τοῦ 15ου αἰ. τό βυζαντινό τυπικό ἔχει ἤδη συγκροτηθεῖ μέ τό σημερινό του περιεχόμενο. Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τῶν παλαιῶν χειρογράφων (8ου-9ου αἰ.) ἡ Λειτουργία τοῦ ἁγίου Βασιλείου φαίνεται νά ἦταν ἡ ἐπικρατέστερη, ἐνῶ σήμερα συμβαίνει τό ἀντίθετο. Ἡ θεία Λειτουργία τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου ἐπεκράτησε νά τελεῖται τίς Κυριακές καί τίς καθημερινές, ἐνῶ τοῦ Μ. Βασιλείου μόνο δέκα φορές τόν χρόνο.
* * *
Ἐν συνεχείᾳ ἔλαβε τόν λόγο ὁ δεύτερος ὁμιλητής, π. Διονύσιος, ὁ ὁποῖος ἀνέπτυξε τό θέμα «Εἰρηνικά». Ἡ ἔναρξη τῆς θείας Λειτουργίας τελεῖται μέ τήν ἐκφώνηση, ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τράπεζας ἀπό τόν Ἱερέα ἤ τόν Ἐπίσκοπο, τῆς φράσης: «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», πού προῆλθε ἀπό τό ἀσματικό τυπικό, πού ἴσχυε κάποτε στούς ἐνοριακούς ναούς, ἐνῶ σέ ἄλλες ἀκολουθίες ἐπικράτησε ἡ ἔναρξη: «Εὐλογητός ὁ Θεός…», πού συνηθιζόταν στή μοναστηριακή τάξη.
Λειτουργικά παρατηροῦμε ὅτι δέν ὑπῆρχε πάντοτε αὐτός ὁ τύπος ἔναρξης. Μέχρι τόν 4ο αἰώνα ἡ λειτουργία ἄρχιζε μέ τήν εἴσοδο κλήρου καί λαοῦ στόν ναό, μᾶλλον σιωπηλά, χωρίς προκαταρκτικές εὐχές ἤ ψαλμωδία, καί ἀμέσως εὐλογοῦσε ὁ Ἐπίσκοπος τόν λαό καί ἄρχιζε ἡ ἀνάγνωση περικοπῶν ἀπό τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη.
Στή σημερινή τάξη, μετά τήν ἔναρξη, ὁ Διάκονος μπροστά στήν Ὡραία Πύλη καί ἐκτός τοῦ ἱεροῦ Βήματος ἀρχίζει νά ἐκφωνεῖ τά «Εἰρηνικά». Μέ τόν ὅρο Εἰρηνικά ἐννοοῦμε τό πρῶτο τμῆμα τῆς θείας Λειτουργίας, πού ἐπειδή ἀρχίζει μέ τή φράση «ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν», ἔλαβε τήν ἀντίστοιχη ὀνομασία, ὡστόσο ἀπαντᾶται καί ὁ ὅρος μεγάλη συναπτή στά ἱερατικά ἐγχειρίδια. Εἶναι ἡ προσευχή πού ἔχει σταθερά διαλογική μορφή, δηλαδή εἶναι μιά μορφή διαλόγου ἀνάμεσα στόν Διάκονο καί τόν λαό τοῦ Θεοῦ, πού πλέον ἐκπροσωπεῖται ἀπό τούς ψάλτες. Μέ τά Εἰρηνικά ὁ Διάκονος προτρέπει τό ἐκκλησίασμα νά προσευχηθεῖ πρός τόν Θεό, νά παρακαλέσει τόν Κύριο γιά διάφορα θέματα, νά ζητήσει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ γιά ποικίλους τομεῖς.
Ὡς πρός τή δομή τους, τά Εἰρηνικά ἀποτελοῦνται ἀπό τρεῖς τριάδες αἰτημάτων, δηλαδή ἐννέα προτάσεις-προσευχές, πού εἰσάγονται μέ τή λέξη «ὑπέρ». Ἄν προσθέσουμε τήν ἐναρκτήρια φράση «ἐν εἰρήνῃ» καί τίς δύο τελευταῖες, «ἀντιλαβοῦ» καί «τῆς Παναγίας ἀχράντου», συνολικά ἔχουμε δώδεκα προτάσεις, πού κατακλείονται μέ τήν εὐχή τοῦ ἱερέα. Τήν ἴδια ἀκριβῶς δομή καί μορφή ἔχουν τά Εἰρηνικά καί στίς ἀκολουθίες τοῦ Ὄρθρου καί τοῦ Ἑσπερινοῦ, ἐνῶ σέ ἄλλες, ὅπως ὁ γάμος, ἡ βάπτιση, ὁ ἁγιασμός καί τό εὐχέλαιο, διαφοροποιοῦνται, ὡς πρός τό δεύτερο μέρος τους, προκειμένου νά συσχετιστοῦν μέ τό ἰδιαίτερο νόημα κάθε ἀκολουθίας.
Στή συνέχεια ὁ π. Διονύσιος ἑρμήνευσε συστηματικά καί θεολογικά κάθε πρόταση τῶν Εἰρηνικῶν. Καί κατέληξε μέ τή φράση «νά ἀξιωθοῦμε ὅλοι ἐμεῖς, ὄχι μόνο νά ἐκφωνοῦμε τά Εἰρηνικά, ἀλλά νά τά κάνουμε πράξη ἀδιάκοπα στήν προσωπική μας ἐν Χριστῷ διακονία».
* * *
Στό τέλος τῆς Ἱερατικῆς Σύναξης ὁ Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας κ. Συμεών εὐχαρίστησε τούς ὁμιλητές, π. Ἀθανάσιο Καλογήρου καί π. Διονύσιο Κατσούλη, γιά τήν πληρότητα καί τή σαφήνεια τῆς ὁμιλίας τους, καί ἀκολούθησε συζήτηση. Τέθηκαν ἐρωτήματα καί δόθηκαν ἀπαντήσεις ἀπό τούς Εἰσηγητές καί τόν Σεβασμιώτατο κ. Συμεών.