02 Μαρ2015
Ὁ Κατανυκτικός Ἑσπερινός τῆς Α΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν στήν Ἁγία Φωτεινή
Ο Κ Α Τ Α Ν Υ Κ Τ Ι Κ Ο Σ Ε Σ Π Ε Ρ Ι Ν Ο Σ
Τ Η Σ Α΄ Κ Υ Ρ Ι Α Κ Η Σ Τ Ω Ν Ν Η Σ Τ Ε Ι Ω Ν
Σ Τ Η Ν Α Γ Ι Α Φ Ω Τ Ε Ι Ν Η
Τ Η Σ Α΄ Κ Υ Ρ Ι Α Κ Η Σ Τ Ω Ν Ν Η Σ Τ Ε Ι Ω Ν
Σ Τ Η Ν Α Γ Ι Α Φ Ω Τ Ε Ι Ν Η
Χοροστατοῦντος τοῦ Σεβασμ. Μητροπολίτου μας κ. ΣΥΜΕΩΝ, τελέστηκε στόν Ἱ. Μητροπολιτικό Ναό τῆς ἁγίας Φωτεινῆς Νέας Σμύρνης ὁ Κατανυκτικός Ἑσπερινός τῆς Α΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν.
Τά θέματα τῶν ἐφετινῶν ὁμιλιῶν τῶν κατανυκτικῶν Ἑσπερινῶν προέρχονται ἀπό ὁμιλίες τοῦ ἁγίου καί Μεγάλου Βασιλείου.
Ὁμιλητής ἦταν ὁ Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτης π. Χριστοφόρος Νάνος, Ἐφημέριος τοῦ Ἱ. Ναοῦ Κοιμήσεως Θεοτόκου Παλαιοῦ Φαλήρου, ὁ ὁποῖος καί ἀνέλυσε μέ σαφήνεια καί παραστατικότητα τήν Ι΄ ὁμιλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου Κατά ὀργιζομένων.
* * *
ΚΑΤΑ ΟΡΓΙΖΟΜΕΝΩΝ
τοῦ Μεγάλου Βασιλείου
Ὁμιλία στόν κατανυκτικό Ἑσπερινό
τῆς Α΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν
τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. π. Χριστοφόρου Νάνου
τοῦ Μεγάλου Βασιλείου
Ὁμιλία στόν κατανυκτικό Ἑσπερινό
τῆς Α΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν
τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. π. Χριστοφόρου Νάνου
Πρόλογος
Δύο βασικοί λόγοι καθιστοῦν ἀναγκαῖο καί ἐπίκαιρο τό θέμα τοῦ σημερινοῦ ἑσπερινοῦ κηρύγματος πού βασίζεται στήν ὁμιλία τοῦ Μ. Βασιλείου «κατά ὀργιζομένων». Ὁ πρῶτος λόγος εἶναι ἡ κοινή διαπίστωση ὅτι στήν ἐποχή μας πλεονάζουν τά κοινωνικά φαινόμενα βίαιης συμπεριφορᾶς, ἐπιθετικότητας καί καταστροφικῆς μανίας. Καί ὁ δεύτερος λόγος ἀναφέρεται στόν πνευματικό ἀγώνα τῶν πιστῶν χριστιανῶν, ἰδιαίτερα κατά τή διάρκεια τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, πού ἀποσκοπεῖ εἰς «τήν τῶν παθῶν ἀλλοτρίωσιν» καί τήν καλλιέργεια τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν.
Τό ξέσπασμα τοῦ ἀλόγιστου θυμοῦ καί ἡ ἐμπαθής φλόγα τῆς ὀργῆς πού ὅσοι τήν ἔχουν ζήσει γνωρίζουν τό πόσο διασαλεύουν τή κοινωνική εἰρήνη καί προσωπική γαλήνη καί ἀποδομοῦν (γκρεμίζουν) κάθε πνευματικό οἰκοδόμημα πού κτίζεται μέ κόπο καί ὑπομονή.
1. Θυμός καί ὀργή: πάθη τοῦ θυμικοῦ τῆς ψυχῆς
Κατά τόν Μ. Βασίλειο τόσο ὁ θυμός ὅσο καί ἡ ὀργή εἶναι πάθη ἐφάμαρτα πού ἑδράζονται στό θυμικό μέρος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, (ἄν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας τήν τριμερή διάκριση τῆς ψυχῆς: λογικό, ἐπιθυμητικό, θυμικό).Καί τόν μέν θυμό τόν ὁρίζει ὡς «ὀλιγοχρόνιο μανία», δηλ. στιγμιαία τρέλα. Μοιάζει σάν ξαφνικό ξέσπασμα καταιγίδας πού ταράσσει τή νηφαλιότητα τοῦ νοῦ, σκοτίζει τό λογικό καί διώχνει τήν εἰρήνη τῆς συνειδήσεως. Καταρρακώνει τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ παθόντος καί μειώνει τόν σεβασμό καί τήν ὑπόληψή του ἀπέναντι στούς ἄλλους. Αὐτό τονίζει καί ἡ σοφία τῶν Παροιμιῶν τῆς Π.Δ. μέ τή φράση: «ἀνήρ θυμώδης οὐκ εὐσχήμων» (Παρμ. 11,25).
Τήν δέ ὀργή τήν ὁρίζει ὡς «μόνιμη λύπη καί διαρκή ὀρμή μέσα στήν ψυχή πού βράζει ἀπό ἐκδίκηση». Μοιάζει μέ ἀσυγκράτητο χείμαρρο πού παρασύρει ὅτι βρεῖ μπροστά του, ματαιώνει κάθε προσπάθεια ἀρετῆς. Γιά τόν ὀργίλο «οὐκ ἀρετή βίου αἰδέσιμος». Δέν ἐρυθριᾶ, δέν διστάζει ἐνώπιον κάθε μορφῆς ἀρετῆς, «οὐκ ἀρετή βίου αἰδέσιμος», ὅπως ἀναφέρει ὁ ἱερός πατήρ.
*
2. Μίσος, οἶστρος κακίας καί ἀνθρωποκτόνος διάθεση: ἀπότοκα τοῦ θυμοῦ
Τό διπλό πάθος τοῦ θυμοῦ και τῆς ὀργῆς, ἀφοῦ παραλήσει ὅλες τίς ἀμυντικές δυνάμεις τοῦ λογικοῦ τῆς ψυχῆς, ἀποθηριώνει τόν ἄνθρωπο, τόν μεταβάλλει σέ θηρίο ἀνήμερο. Εἴτε σάν φίδι πού ἐκτοξεύει τό θανατηφόρο δηλητήριό του, εἴτε σάν λυσσασμένο σκυλί ἕτοιμο νά κατασπαράξει τόν ἀντίπαλο, εἴτε σάν σκορπιό ἕτοιμο νά καρφώσει τό δηλητηριῶδες κεντρί του. Καί επιβεβαιώνεται ἡ εὐαγγελική φράση: «ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν» (Ματθ. γ΄7).Καί πάνω στή θηριωδία του γίνεται ὑποχείριο τοῦ μίσους, πού, σάν γέννημα ἐχίδνης, εἰσέρχεται καί κουλουριάζεται μέσα στήν ψυχή καί μετατρέπει τήν ἀγαθότητα τοῦ κατ΄ εἰκόνα Θεοῦ σέ ἐμπαθή κακία τοῦ διαβόλου. Ὁ ἄνθρωπος καταλαμβάνεται ἀπό ἕναν ἀλόγιστο οἶστρο κακίας καί ἐκδίκησης μέχρι νά τόν ἐξαντλήσει ἐναντίον ἐκείνου πού τόν ἔθιξε ἤ ἀδίκησε. Ἐνῶ θρυμματίζεται καί ὁ ἴδιος πάνω στόν ἀντίπαλο.
Παρουσιάζει τήν εἰκόνα ἑνός ἑκούσιου δαιμονισμένου: Τά μάτια του ἀγριεύουν καί κοκκινίζουν· τά δόντια του τρίζουν· φουσκώνουν οἱ φλέβες στόν λαιμό του· ἀνεβαίνει τό αἷμα του στό κεφάλι· καί ἄλλωτε μαυρίζει ἀπ΄ τόν θυμό καί τήν ὀργή, ἄλλοτε δέ κιτρινίζει ἀπ’ τό κακό του· ἡ φωνή του γίνεται τραχειά, ἀπ΄ τό στόμα του βγαίνουν ἄναρθρες κραυγές, βλάσφημες καί ἀκατανόητες φράσεις.
Κι΄ ὅταν τό πάθος φτάσει σέ ἀθεράπευτο σημεῖο τότε τό θέαμα εἶναι ἀνεκδιήγητο καί ἀμίμητο: Χτυπάει ἀπειλητικά τά χέρια του· κλωτσάει μέ τά πόδια του ὅ,τι βρεῖ, ἐξαντλώντας τή μανία του σέ σημεῖο τρέλας. Σέ τέτοιο βαθμό ὥστε τό μίσος, πού προέρχεται ἀπό τό θυμό καί τήν ὀργή, νά μεταπηδᾶ σέ ἀνθρωποκτόνο ἐπιθυμία καί πράξη. Τότε ἀκονίζονται σπαθιά καί ἐπιχειρεῖται θάνατος ἀπό ἀνθρώπινο χέρι. Καί τό μίσος ὁδηγεῖ στόν φόνο. Εἶναι τέτοιο τό μένος τῆς ψυχῆς ὥστε καταργοῦνται πατρικοί, μητρικοί, ἀδελφικοί καί συγγενικοί δεσμοί, δέν ὑπολογίζονται φιλίες καί συμπάθειες. Διότι τό πάθος τοῦ θυμοῦ ποῦ γεννᾶ τό μίσος γεννᾶ τή μάχη, τά χτυπήματα καί τελικά τόν θάνατο.
*
3. Τρόποι ἀντιμετώπισης τοῦ πάθους:
Α) σιωπή
Ὁ Μέγας Βασίλειος θέτει τή βάση ἀντιμετώπισης τοῦ πάθους μέ τή σοφή φράση: «μή δή κακῷ τό κακόν ἰάσθε», δηλ. νά μήν θεραπεύουμε τό πάθος τοῦ θυμοῦ καί τῆς ὀργῆς πού γεννοῦν τή κακία μέ τήν ἀνταπόδοση τῆς κακίας. -Νά μή συνεισφέρουμε στό πάθος ὥστε νά μήν γινόμεθα «κακῶν ἐράνων πληρωτές».
-Νά μήν ξεκαθαρίζουμε τίς ἐφάμαρτες ἀντιδικίες μας χρησιμοποιώντας θυμό στόν θυμό, ὀργή στήν ὀργή, μανία ἀντεκδίκησης.
-Νά ἔχουμε τήν ψυχική δύναμη νά δεχόμαστε μέ ἀταραξία τήν ὀργή τοῦ ἄλλου σάν τό ρεῦμα τοῦ ἀέρα πού μᾶς χτυπᾶ καί μετά νά τό ἐκπνέουμε σάν τόν ἄνεμο.
-Νά μήν μένει δηλ. μέσα μας τό κύμα τῆς ὀργῆς.
-Νά μήν καθρεπτίζουμε δηλ. μέσα μας τήν ὀργή τῶν ἄλλων γιατί θά γίνουμε καί ἐμεῖς ἴδιοι.
-Νά ξεθυμένουμε τήν ὀργή τῶν ἄλλων μέ τή δική μας ἀντοχή καί ἀταραξία.
Τό ἐρώτημα ὅμως εἶναι πῶς μποροῦμε νά τό καταφέρουμε αὐτό. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα μᾶς συμβουλεύει ὁ ἅγιος Βασίλειος νά μήν ἀφήσουμε τό λογικό μας νά θολώσει καί νά σκοτιστεῖ ἀπ’ τόν θυμό καί τήν ὀργή. Νά διατηρήσουμε τή νηφαλιότητα τοῦ μυαλοῦ μας ὥστε νά μποροῦμε νά σκεφθοῦμε σωστά τί θά ἐπιλέξουμε ὡς ἄμυνα καί ἀντίδραση. Καί γιά νά μᾶς βοηθήσει μᾶς φέρνει ὡς παράδειγμα τή συγκλονιστική στάση τοῦ Χριστοῦ ἐνώπιων τοῦ συνεδρίου τῶν Ἑβραίων ἀρχιερέων καί τοῦ Πιλάτου.
Μπροστά στίς συκοφαντίες καί τίς ὕβρεις ἐναντίον του ὁ Ἰησοῦς «ἐσιώπα». Καί λέγει ὁ Μ. Βασίλειος: «ὕβρισέν σε ὀργισθείς; στῆσον τῇ σιωπῇ τό κακόν». Νά ὑπομείνεις δηλ. μέ σιωπή καί καρτερία τόν ὑβριστή καί θά προφυλάξεις τήν εἰρήνη τῆς συνειδήσεώς σου. Δῶσε τόπο στήν ὀργή μέ τήν ἀξιοπρέπεια τῆς σιωπῆς σου καί θά αἰσθανθεῖς τά λόγια τοῦ Κυρίου μέσα σου: «ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τι ποιοῦσι».
Θά ἔλθει ἡ στιγμή πού ὁ ὑβριστής θά μετανοιώσει γιά ὅσα εἶπε καί ἔκανε ἐναντίον σου. Ἐσύ ὅμως: «οὐδέποτα μεταμελήσῃ τῆς ἀρετῆς», δηλ. δέν θά μετανοιώσεις ποτέ γιά τήν ἀρετή πού ἐπέδειξες. Καί νά μήν ξεχνᾶς τά λόγια τοῦ ἀποστόλου: «λοίδοροι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (Α΄ Κορ. 6,10). Τά πάθη αὐτά κλείνουν τήν πόρτα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Τουναντίον ἐσύ ἑτοιμάζεις τόν ἑαυτό σου γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ Κύριος εἶπε: «ὁ δέ ὑπομείνας ἕως τέλος οὗτος σωθήσεται». Πρός ἐνίσχυσιν τῶν λεγομένων του ὁ ἱερός πατήρ φέρνει ὡς παράδειγμα τόν Δαυΐδ πού λέγει: «ὅσο ὁ ἀσεβής στεκόταν μπροστά μου, δέν θύμωσα, οὔτε ὑπεράσπισα τόν ἑαυτό μου» ἀλλά «ἐκωφώθην καί ἐταπεινώθην καί ἐσίγησα».
Β) Ταπείνωσις
Καί συνεχίζει ὁ πατήρ τῆς Ἐκκλησίας νά συμβουλεύει περαιτέρω πῶς ἀλλιῶς θά ἀντιμετωπίζουμε τό πάθος τῆς ὀργῆς καί τοῦ θυμοῦ. Ἄν ἡ συμπεριφορά τοῦ ἄλλου μᾶς ταπεινώνει νά θυμόμαστε τά λόγια τοῦ Ἀβραάμ: «ἐγώ δέ εἰμι γῆ καί σποδός», ὅτι δηλ. ἀπ’ τή γῆ προήλθαμε καί στή γῆ θά καταλήξουμε. Ἀλλά καί τά λόγια τοῦ Δαυΐδ: «ἐγώ εἰμί σκώληξ καί οὐχί ἄνθρωπος». Ὄχι γιά νά ἀφήσουμε τήν ἀξιοπρέπειά μας ἀνυπεράσπιστη ἀλλά γιά νά ξεριζώσουμε τήν κύρια αἰτία τῆς ὀργῆς καί τοῦ θυμοῦ πού εἶναι ἡ ὑπεροψία, δηλ. ἡ ἐσωτερική ἀλαζονεία τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ μεγάλη ἰδέα πού τρέφουμε γιά τόν ἑαυτό μας. Ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς «οὐ γάρ ἀπέστρεψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ἀπό αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων» ὑπενθυμίζει ὁ πατήρ, ἄν καί ἦταν Θεός. Καί συκοφαντήθηκε καί ραπίσθηκε καί σταυρώθηκε. Τίποτε ὅμως ἀπ’ αὐτά δέν τόν ἐξώθησε νά ὀργισθεῖ καί νά ἀνταποδώσει διότι ἐνσάρκωνε τήν ἄκρα ταπείνωση ὡς ὑπέρτατη ἀρετή τῆς θείας ἀνοχῆς, τῆς θείας οἰκονομίας. Ὅσο ἀδύναμος φαινόταν μπροστά στούς ὑβριστές καί σταυρωτές του τόσο παντοδύναμος ἔνοιωθε μέσα Του. Ἐμεῖς δέν ἔχουμε ἀκόμη φτάσει στό σημεῖο νά σταυρωθοῦμε καί μάλιστα ἄδικα.
Ἄρα ἔχουμε πολύ δρόμο ἀκόμη νά διανύσουμε. Ἄς ἀρκεσθοῦμε ὅμως στήν κατά Θεόν ταπεινοφροσύνη ὥστε καί τήν χριστιανική μας ἀξιοπρέπεια νά διατηροῦμε ἀλλά καί τό πάθος τῆς ὀργῆς καί τῆς ἀντεκδίκησης νά ἐπιδιώκουμε. Ἄν ὁ Χριστός, «πλούσιον ὤν, ἐπτώχευσε δι΄ ἡμᾶς», τότε καί ἐμεῖς νά νιώσουμε πτωχοί ἀπό ἐγωϊσμό, αὐταρέσκεια καί ἀλαζονία γιά νά ἀναδείξουμε τόν πλοῦτο τῆς ταπεινώσεως μέσα μας καί νά ξεριζώσουμε τό πολυκέφαλο πάθος τῆς ὀργῆς καί τοῦ θυμοῦ.
Ὅταν ἀποφεύγουμε τούς ἐπαίνους εἶναι σάν νά ξεφεύγουμε ἀπό τή ρίζα τοῦ θυμοῦ πού εἶναι ἡ αὐταρέσκεια. Γιά νά μποροῦμε νά «κατάσχουμε τό λυπηρόν» πού προξενεῖ μέσα μας τό πάθος τοῦ θυμικοῦ καί νά βγοῦμε νικητές ἀπέναντι στήν κακία τοῦ θυμοῦ.
Γ) Θυμός ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας
Καί ὁλοκληρώνει τίς πατρικές συμβουλές του ὁ οὐρανοφάντωρ γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ θυμοῦ καί τῆς ὀργῆς λέγοντάς μας ὅτι μποροῦμε νά ἀναστρέψουμε την ὀρμή τοῦ πάθους τῆς ὀργῆς ὄχι γιά τήν κακία καί τό μίσος, ὄχι γιά τή μανία καί τόν φόνο, ἀλλά ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Τό νεῦρο τῆς ψυχῆς εἶναι τό θυμικό καί ἀπό ἐκεῖ πηγάζει ὁ θυμός καί ἡ ὀργή. Ἄν κατευθύνουμε αὐτή τήν ὀρμή του ἐναντίον τῆς προσβολῆς τῆς ἁμαρτίας, ἄν μισήσουμε τήν ἁμαρτία, ἄν ἀντισταθοῦμε μέ θάρρος καί πεῖσμα στήν κάθε ἁμαρτία πού μᾶς πλησιάζει, τότε ὁ θυμός ἀπό ψυχικό πάθος θά γίνει ὅπλο ἀποτελεσματικό, σύμμαχος πιστός πού θά μᾶς ἐγείρει σέ ἐγρήγορση, σέ ἄρνηση ἀνοχῆς τῆς ἁμαρτίας, σέ ἀπόκρουση τῆς προσβολῆς τοῦ διαβόλου, σέ ὑπεράσπιση τοῦ χριστιανικοῦ μας φρονήματος καί τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Ὁ θυμός νά γίνει τό νεῦρο τῆς ἀρετῆς ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας ὅπως μᾶς συμβουλεύει ὁ Δαυΐδ: «ὀργίζεσθε καί μή ἁμαρτάνετε». Ὅπως ὁ Χριστός πῆρε τό μαστίγιο καί ἔδιωξε τούς ἐμπόρους γύρω ἀπό τό ναό ἄς ἔχουμε καί ἐμεῖς τόν θυμό σάν μαστίγιο γιά νά διώχνουμε κάθε ἀσέβεια τοῦ σατανᾶ στήν πνευματική μας πορεία.
*
ἘπίλογοςἌν θέλουμε ὄχι νά θυμώσουμε, ἤ νά ὀργισθοῦμε, ὄχι νά παρασυρθοῦμε ἀπό τό πολυκέφαλο αὐτό πάθος, ἀλλά ἄν θέλουμε νά ἀπολογηθοῦμε γιά τίς τυχόν ἀναίτιες, ἀλόγιστες καί ἄδικες συμπεριφορές τῶν ἄλλων ἐναντίον μας, τότε νά θυμηθοῦμε τήν ἀπάντηση τοῦ Ναζωραίου στό ράπισμα τοῦ ὑπηρέτη τοῦ Ἀρχιερέα: «εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περί τοῦ κακοῦ, εἰ δέ καλῶς τί με δέρεις;». Γλυκής ἀπέναντι τοῦ θυμώδους, πράος ἀπέναντι τοῦ χειροδικήσαντος, ἀπολογητικός ἀπέναντι τοῦ ἀδικήσαντος. Αὐτή πρέπει νά εἶναι ἡ συμπεριφορά μας στήν καταιγίδα τοῦ θυμοῦ, τόν χείμαρρο τῆς ὀργῆς, τῆς ἀδικίας, τῆς κακίας.
Καί νά μήν ξεχνᾶμε ποτέ τά λόγια τοῦ ἀπ. Παύλου: «πᾶσα πικρία καί θυμός καί ὀργή καί κραυγή καί βλασφημία ἀρθήρω ἀφ΄ ὑμῶν σύν πάσῃ κακίᾳ. Γίνεσθε δέ εἰς ἀλλήλους χρηστοί, εὔσπλαχνοι, χαριζόμενοι ἑαυτοῖς καθώς καί ὁ Θεός ἐν Χριστῷ ἐχαρίσατω ὑμῖν» (Ἐφεσ. δ. 31-32). Ὥστε νά διατηροῦμε ἄσβεστη τήν μακαρία ἐ λ π ί δ α ὅπως ὁ Κύριος τήν μακάρισε: «Μακάριοι οἱ πραεῖς ὅτι αὐτοί κληρονομήσουσι τήν γῆν»!
Αὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰὼνας. Ἀμήν.