Ο ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ στήν Ἁγία Φωτεινή Νέας Σμύρνης
στήν Ἁγία Φωτεινή Νέας Σμύρνης
Ἰδιαίτερα ἀφυπνιστικός ἦταν ὁ ζωντανός νηπτικοασκητικός λόγος τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Χριστοφόρου Νάνου, Πνευματικοῦ Προϊσταμένου τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Κοιμήσεως Θεοτόκου (Παναγίτσα) Παλαιοῦ Φαλήρου, ὁ ὁποῖος ὁμίλησε μέ θέμα τήν ταπεινοφροσύνη.
Ἀκολουθεῖ ἡ ὁμιλία τοῦ π. Χριστοφόρου Νάνου.
ὑπό τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Νάνου
Ἡ θεολογική αὐτή ἑρμηνεία μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι στή δόξα τοῦ Θεοῦ ἐμπεριέχεται καί ἡ ἔννοια τῆς μακάριας ταπεινοφροσύνης! Ἐπειδή ὁ Θεός δέν ἀρκεῖται στήν ἑαυτοῦ δόξα ἀλλά θέλει νά μᾶς κάνει καί ἐμᾶς κοινωνούς σ’αὐτήν μέσα ἀπό τή θεοδίδακτη καί θεομίμητη ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης!
Ἐκεῖνος εἶναι πού ἐνέπνευσε τή μεγάλη αὐτή ἀρετή σέ ὅλους τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό τούς θεόπτες Μωϋσῆ καί Ἠλία μέχρι τόν κήρυκα τῆς μετανοίας ἁγ. Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, πού ἐπέδειξε τό μεγαλεῖο τῆς ταπεινώσεως λέγοντας γιά τό Χριστό: «οὐκ εἰμί ἱκανός λῦσαι τόν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων Αὐτοῦ» (Λουκ. 3, 16). Ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο πού θεωροῦσε ἀνάξιο τόν ἑαυτό του νά καλεῖται ἀπόστολος ἀλλά: «ὡσπερεί τῷ ἐκτρώματι» (Α΄ Κορ. 15, 8) μέχρι τίς ὁσιακές μορφές τῆς ἐρήμου πού ἀπόσβεσαν τόν ἐγωϊσμό τους στό βυθό τῆς χριστοφανοῦς ταπεινοφροσύνης. Σέ ὅλους αὐτούς ὁ Θεός ἀπεκάλυψε τή δόξα Του, τό φῶς τῆς δόξας Του κάτω ἀπό τό ἁγιοΰφαντο κάλυμμα τῆς ταπεινοφροσύνης.
Γιατί πρῶτος Ἐκεῖνος ἔκανε συγκατάβαση, συνέστειλε τή θεία Του δόξα καί «ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, μορφήν δούλου λαβών καί ἐγένετο ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς» (εὐχή θ. Λειτουργίας Μεγ. Βασιλείου). Ὁ προφήτης Ἠσαΐας, προβλέποντας τό μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου, λέγει μέ αἴσθημα βαθιᾶς ταπεινώσεως: «ἐγώ ὁ τάλας πρό γάρ εἶδον σωματούμενον Θεόν» (Καταβασίες Ὑπαπαντῆς). Ἀλλά καί ὁ προφήτης ἐπιθυμιῶν Δανιήλ ὑφίστατο τήν ἀλλοίωση τῆς μορφῆς του ἀπό τή βαθιά συστολή, ζώντας τίς ἐμπειρίες τῶν θείων ἀποκαλύψεων.
Ὁ Ἀβραάμ, ὁ πατήρ τῶν δικαίων, μέσα στόν ἱερό παροξυσμό τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μέσα του, ἔλεγε γιά τόν ἑαυτό του: «ἐγώ εἰμί γῆ καί σποδός», δηλ. ἐγώ, μπροστά στή δόξα τοῦ Θεοῦ, πού ἀξιώνομαι νά βλέπω, εἶμαι χῶμα καί στάχτη! Καί ὁ Δαβίδ, ὁ ψαλμωδός τῆς μετανοίας, μέσα σέ βαθιά ἐπίγνωση τῶν ἀνομιῶν του, συγκρίνει τόν ἑαυτό του μέ τό Θεό τοῦ ἐλέους καί τῆς δόξης καί ὁμολογεῖ: «ἐγώ εἰμί σκώληξ καί οὐχί ἄνθρωπος»! Διότι καί οἱ δύο προπάτορες τοῦ Χριστοῦ ζοῦσαν τήν ἐμπειρία τοῦ μυστηρίου τῆς ταπεινοφροσύνης.
Ἀλλά καί ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀφοῦ καταδέχθηκε νά σαρκωθεῖ γιά μᾶς, ξεπέρασε κάθε ἔννοια ἀρετῆς καί ὑπέδειξε σέ ὅλους μας μέ τή Σταυρική Του θυσία τό αἰώνιο παράδειγμα τῆς ἄκρας ταπείνωσης. Ἀπό τούς ἐμπαιγμούς καί τίς ὕβρεις μέχρι τίς μαστιγώσεις καί τό σταυρικό θάνατο.
Ἡ ὑπακοή τοῦ Ἀβραάμ στόν Θεό τόν ὁδήγησε στή ταπείνωση νά δεχθεῖ νά θυσιάσει γιά χάρη τοῦ Θεοῦ τόν ἴδιο του τόν υἱό Ἰσαάκ. Καί γνώρισε ὁ Πατριάρχης τό μεγαλεῖο τῆς ταπεινοφροσύνης διά τῆς ὑπακοῆς. Μέσα ἀπ’ αὐτήν οἱ συνοδεῖες τῶν μοναζόντων βιώνουν τό ταπεινό φρόνημα. Μέ τήν ὁμολογία του ὁ ἀπ. Παύλου: «ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται, κἀγώ τῷ κόσμῳ» καταθέτει τήν ἐμπειρία τῆς σταύρωσης τοῦ ἰδίου θελήματος στό θεῖο θέλημα, γεγονός πού συνιστᾶ τήν ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης.
Μέ ἀυτές τίς σκέψεις στό νοῦ, ἄς δοῦμε ποιά πνευματική διεργασία συντελεῖται μέσα στή ψυχή τοῦ πιστοῦ ὅταν μέ τήν ὑπακοή σταυρώνει τό θέλημά του καί ὁδηγεῖται στήν ταπείνωση; Μέ τήν κοπή τοῦ ἰδίου θελήματος ὑποχωρεῖ ὁ ψυχικός ἐγωϊσμός καί ὁ πιστός ἔρχεται σέ αὐτογνωσία, σέ ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἔρχεται «εἰς ἐπίγνωσιν τῆς οἰκείας ἀδυναμίας καί ἀσθένειας» ὅπως μᾶς λέγει ὁ ἁγ. Ἰ. Κλίμακος. Δηλ. γνωρίζει ποιός πράγματι εἶναι καί ὄχι ποιός νομίζει ὅτι εἶναι! Βλέπει τίς ἀδυναμίες τοῦ χαρακτῆρα του πού τόσο ἐπιμελῶς ὁ ἐγωϊσμός ἔκρυβε καί ἐντοπίζει τίς ἐμπαθεῖς ροπές τῆς καρδιᾶς. Ἀποκτᾶ εἰλικρινή γνώση γιά ὅσα συμβαίνουν μέσα του πού δέν τά ξέρουν οἱ ἄλλοι ἀλλά τά ζεῖ ὁ ἴδιος. Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἁγ. Νεκτάριος, ἡ αὐτογνωσία εἶναι «ἐπίγνωσις ἀληθείας», μαθαίνουμε τόν ἑαυτό μας. Μᾶς θυμίζει τήν ἀξιομνημόνευτη προτροπή τοῦ μεγάλου ἀρχαίου ἕλληνα ποιητῆ Πίνδαρου: «Γένοιο οἷος ἔσῃ μαθών», δηλ. εἴθε νά γίνεις αὐτός πού πράγματι εἶσαι, μαθαίνοντας τόν ἑαυτό σου. Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῆς αὐτογνωσίας.
Ὅταν ὁ Τελώνης τῆς παραβολῆς τοῦ Εὐαγγελίου ἐμέμφετο, δηλ. κατηγοροῦσε τόν ἑαυτό του γιά τά λάθη του καί ἔτυπτε τά στήθη του, τό ἔκανε γιατί εἶχε εἰσέλθει στά ἄδυτα τῆς αὐτογνωσίας, γνώρισμα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ αὐτομεμψία! Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἡ ταπεινοφροσύνη μέ τή μορφή τῆς αὐτογνωσίας σημαίνει τό «νά μήν ἔχεις καμμιά μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό σου». Μᾶλλον κρίνεις τόν ἑαυτό σου ἔνοχο σέ πολλά παρά τόν βρίσκεις ἀθῶο. «Ἀφοῦ μελετήσεις τά βάθη τοῦ ἑαυτοῦ σου», λέγει ὁ ἱ. Πατήρ, μέ τό βυθόμετρο τῆς αὐτογνωσίας και τῆς αὐτομεμψίας «τότε πολύ δύσκολα θά κρατήσεις τήν ἰδέα πού ἔχεις γιά τόν ἑαυτό σου». Καί πολύ εὔκολα θά ἀφήνεις νά σέ τύπτει ἡ συνείδησή σου γιά τά ἄδηλα καί κρύφια ἁμαρτωλά πεπραγμένα σου. Καί πολύ γρήγορα θά ταπεινώσεις τόν ἑαυτό σου.
Στήν ἔρημο τῆς Θηβαΐδας τῆς Αἰγύπτου ἔφεραν σέ ἕνα ἀσκητή ἕνα δαιμονισμένο γιά νά τόν θεραπεύσει. Καί ὁ γέροντας ἀσκητής, συγκαταβαίνων στίς θερμές παρακλήσεις τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων καί εἶπε στό δαίμονα: –Βγές ἀπ’ τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ! Καί τό δαιμόνιο τοῦ ἀπήντησε: –Bγαίνω, ἀλλά πρῶτα θά σέ ἐρωτήσω ἕνα πράγμα: Ποιοί εἶναι τά «ἐρίφια» καί ποιοί εἶναι «τά πρόβατα» πού λέει ὁ Χριστός στό Εὐαγγέλιο; Καί ὁ γέροντας ἀσκητής μέ πολύ σεμνότητα τοῦ ἀπήντησε: –Ἐγώ εἶμαι ἕνα ἀπό τά «ἐρίφια»! Μόλις ὁ δαίμονας ἄκουσε αὐτά τά ταπεινά λόγια τοῦ ἀσκητῆ κραύγασε: Νά, γιά τήν ταπείνωσή σου βγαίνω! Καί βγῆκε τήν ἴδια ὥρα ἀπό τό δαιμονισμένο.
Ὅταν ὁ Δαβίδ εἶδε τά χάλια τῆς ψυχῆς του, ὕστερα ἀπό τόν ἔλεγχο τοῦ προφήτη, εἶπε μέ βαθιά ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ του: «ἐγώ δέ ἐταπεινώθην σφόδρα»! Μέ τήν αὐτομεμψία, πού εἶναι προϊόν τῆς αὐτογνωσίας, φεύγει ὁ κομπασμός τῆς ψυχῆς γιατί ὁ ἄνθρωπος βλέπει πόσο ἀπέχει ἀπό τήν τελειότητα. Μπορεῖ πρόσκαιρα νά πληγώνεται ψυχικά ἀλλά ἡ πληγή ἐπουλώνεται μέ τό ἔλεος τῆς θείας εὐσπλαχνίας καί παρηγορίας. Καί τή θλίψη τήν διαδέχεται ἡ ἀνακούφιση, μετά δέ ἀπ’ αὐτή παίρνει θέση ἡ χαρά τῆς σωτηρίας. Ἐνῶ συλλαμβάνει τόν ἑαυτό του ὁ ταπεινόφρων, κατά τόν λόγο τοῦ ἁγ. Ἰ. Κλίμακος, «πάντων ἐσχατώτερον καί ἁμαρτωλόν» καί γίνεται μέσα του ὁ καταμερισμός τῶν εὐθυνῶν, ὑπολογίζεται τό μέγεθος τῆς ἁμαρτίας, τότε μέ θεῖο καί θαυμαστό τρόπο ἀρχίζει ἡ μετακίνησις τῶν νοημάτων, ἡ ἀλλαγή τοῦ φρονήματος ἀπό τό πονηρό στό ἀγαθό. Καί ὁ ἁμαρτωλός μ ε τ α ν ο ε ῖ, καί ὁ φταίχτης δικαιώνεται! Διότι παρεμβαίνει ὁ Θεός, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ ἐτάζων νεφρούς καί καρδίας, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, πού προσβλέπει στό ταπεινό καί τοῦ ἀνοίγει τίς πύλες τῆς μετανοίας. Καί ἡ ψυχή ἀπομακρύνεται ἀπό τήν αὐτοδικαίωση τῆς ἀλαζονείας καί ἀναπαύεται στήν κατά Θεό δικαίωση τῆς θεομίμητης ταπεινοφροσύνης, ψάλλοντας ἐνδόμυχα: «Ὅπως ἄν δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις σου Κύριε».
Ξεδιψᾶ ἀπό τή θεία δικαιοσύνη καί καθαίρεται ἀπό τά θολά ἀπόνερα τῆς κενοδοξίας. Νιώθει κόπωση καί ἀποστροφή ἀπό κάθε ἀνθρώπινο ἔπαινο, ἀπό κάθε ἀνθρώπινη δόξα (ἅγ. Ἰωάννης Κλίμακος) καί γίνεται μετριόφρων. Ἀναγνωρίζει τήν ἀξία τῶν ἄλλων περισσότερο ἀπό τή δική του γιατί μέσα στή ταπείνωση τῆς καρδιᾶς του κατανοεῖ τή συμβουλή τοῦ Ἀποστόλου: «Τῇ τιμῇ ἀλλήλοις προηγούμενοι». Γίνεται ἐπιεικής καί συγκαταβατικός στά λάθη τῶν ἄλλων γιατί τά θεωρεῖ καί δικά του. Θέλει νά διακονεῖ παρά νά διακονεῖται γιατί συνειδητοποιεῖ ὅτι ἐκεῖ βρίσκεται ὁ Θεός τῆς ταπεινοφροσύνης πού εἶπε: «Ἐγώ εἰμί ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς ὁ διακονῶν».
Καί μέσα σ’ αὐτή τήν πνευματική ἀτμόσφαιρα τῆς μετριοφροσύνης καί προσφορᾶς δέχεται «τό ἀδιάκοπο πένθος τῶν δακρύων» πού συντρίβει καί λεπτύνει τήν ψυχή σάν τό στάρι πού ἀλέθεται στό μύλο καί γίνεται ἀλεύρι. Καί μέ τή θέρμη τῶν δακρύων ζυμώνεται καί ψήνεται στή φωτιά τῆς θείας ἀγάπης καί γίνεται «ὁ ἄρτος ἡδύς» τῆς ταπεινώσεως ἐκείνης πού ἔπλασε ὁ Θεός καί γεύθηκε ὁ ἄνθρωπος. Ταπείνωση πού ὡς γεγονός ἐλλάμψεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θρονιάζεται στά ἔγκατα τῆς πιστεύσουσας καρδίας, ἄτυφος, ἀπηλλαγμένη ἀλαζονείας, ἄρτος ταπεινώσεως καί θείας εὐφροσύνης. (ἅγ. Ἰω. Κλίμακος). Μέσα σέ μιά τέτοια ταπείνωση, γράφει ὁ ἅγιος Νεκτάριος:
α) φυγαδεύεται ὁ θυμός κι ἡ ὀργή,
β) βασιλεύει στό νοῦ ἡ εἰρήνη τῶν λογισμῶν, καί
γ) σηματοδοτεῖται τό τέλος τῆς ἐπιρροῆς τῶν παθῶν πού ἐμποδίζουν τήν ψυχή νά δεῖ τόν Θεό.
Γιατί ἡ ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ μας μεταβάλλεται σέ ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ, ἡ αὐτογνωσία γίνεται θεογνωσία! Ὁ ταπεινόφρων πλέον χαριτώνεται, γίνεται ἤπιος, προσηνής, εὐκατάνυκτος, συμπαθής καί εὔσπλαχνος, ἄτρωτος ἀπό πικρία καί ἀπογοήτευση. Ἀκούραστα διεξάγει τόν ἀγῶνα τῆς σωτηρίας καί τοῦ ἁγιασμοῦ του. Γίνεται ἀπαθής, σκήνωμα τοῦ ἀπαθοῦς Θεοῦ. Ζεῖ ἔντονα τήν μακαρία ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ ἐραστής τῆς ταπεινώσεως, γέρων Παΐσιος. Γιατί μιά τέτοια ταπείνωση ἀγγίζει τήν ἄκρα ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ στό Σταυρό, ἀπ’ ὅπου ξεπήδησε ἡ ζωή καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.
Καί μέσα σ’ αὐτό τόν πακτωλό τῶν πνευματικῶν ἐμπειριῶν πού πηγάζουν ἀπό τήν ταπείνωση τῆς ψυχῆς, βλαστάνει μιά σπάνια, οὐράνια ἀρετή, πού εἶναι ἡ κριπίδα, τό σφράγισμα, ὁ δείκτης τῆς ἀληθινῆς ταπεινοφροσύνης. Πού ἀπό φρόνηση συστολῆς γίνεται βίωμα ἀγγελομίμητης διαγωγῆς! Αὐτή ἡ σπάνια ἀρετή εἶναι ἡ ἀ φ ά ν ε ι α! Τό νά ἐπιθυμεῖ ἡ ταπεινωμένη ψυχή νά μένει ἄγνωστη στή δόξα τῶν ἀνθρώπων γιά νά ζεῖ τό μυστήριο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.
Τήν ἐποχή τῶν μεγάλων κοινοβίων τῆς Αἰγύπτου ἕνας ἐπώνυμος ἀσκητής, μέ μεγάλη φήμη ἀρετῆς καί διακρίσεως, ἐπισκέφθηκε ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι γιά νά δεῖ τήν πνευματική πρόοδο τῶν μοναζουσῶν. Ρώτησε τήν ἡγουμένη γιά τόν πνευματικό ἀγώνα κάθε μιᾶς ἀπό τίς μοναχές. Καί ἐκείνη ἄρχισε νά παρουσιάζει τίς μοναχές καί νά ἀπαριθμεῖ τίς ἀρετές τους καί τά χαρίσματά τους. Ὅταν ὁλοκληρώθηκε ἡ παρουσίαση ὅλων τῶν μοναζουσῶν ρώτησε πάλι ὁ φωτισμένος ὁ ἅγιος τήν ἡγουμένη: Αὐτή εἶναι ὅλη ἡ ἀδελφότητα; -Μήπως ξεχάσαμε καμιά μοναχή; Καί ἡ ἡγουμένη, θαυμάζοντας τό διορατικό χάρισμα τοῦ μεγάλου ἀσκητή, τοῦ ἀπεκάλυψε μέ φόβο: –Ἔχετε δίκηο ἅγιε γέροντα, ὑπάρχει ἀκόμη μιά μοναχή στό μοναστήρι, ἀλλά ἐπειδή εἶναι λίγο ἀγαθή καί χαζούλα, τήν ἔχουμε στό μαγειρεῖο νά βοηθάει. Δέν ἀξίζει νά χάσετε τό χρόνο σας γιά νά τή δεῖτε. Ὁ ἅγιος ὅμως ἐπέμενε λέγοντας: – Δέν θά φύγω ἄν δέν μοῦ δείξετε κι αὐτήν ἀκόμη τή μοναχή. Καί τόν ὁδήγησαν στό μαγειρεῖο. Ἐκεῖ ὁ ἅγιος ἀσκητής ἀντίκρισε μιά σκελετωμένη καί ριτιδιασμένη ἀπό τήν ἄσκηση, ταπεινή καί συνεσταλμένη μοναχή, πού, ἀπό τό σεβασμό της στό πρόσωπο τοῦ ὁσίου, ἔμεινε σιωπηλή μέ σκυμμένο τό κεφάλι. Καί ὁ ὅσιος τή ρώτησε: –Ἐσύ τί κάνεις ἐδῶ καί κρύβεσαι; Καί ἐκείνη μέ τρεμάμενη φωνή τοῦ εἶπε: –Βρίσκομαι ἐδῶ, ἅγιε, γιατί εἶμαι πολύ ἁμαρτωλή καί δέν θέλω νά ντροπιάζω μέ τήν ἄθλια παρουσία μου τίς ἀδελφές τῆς μονῆς. Μόνο προσεύχομαι νά μέ ἐλεήσει ὁ Κύριος, γιατί μέ ἀξίωσε, ἐμένα τήν ἀθλία, νά εὑρίσκομαι ἀνάμεσα σέ ἀγγέλους! Ὁ γέροντας, συγκλονισμένος ἀπό τή θέα μιᾶς τέτοιας ὁσιακῆς μορφῆς, εἶπε μέ συγκίνηση στήν ἡγουμένη καί τίς ἀδελφές: – Ἀφήσατε αὐτό τό θησαυρό τῆς ταπεινοφροσύνης νά μοῦ τόν δείξετε τελευταῖο; Αὐτή τή στιγμή θά κάνετε βαθιά μετάνοια στή μοναχή αὐτή καί ἀπό αὔριο θά εἶναι αὐτή ἡ ἡγουμένη τοῦ μοναστηριοῦ, γιατί μέσα της κατοικεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἔβαλαν μετάνοια οἱ μοναχές στή ταπενή γερόντισσα καί τήν ἑπομένη πῆγαν νά τήν πάρουν καί νά τήν ἐνθρονίσουν ὡς ἡγουμένη τῆς μονῆς. Ἐκείνη ὅμως εἶχε γίνει ἄφαντη. Προτίμησε νά μείνει στήν ἀφάνεια τῆς μακαρίας ταπείνωσης! Διάλεξε τή δόξα τοῦ Θεοῦ παρά τή μάταιη δόξα τῶν ἀνθρώπων.
Τό παράδειγμα αὐτό μᾶς διδάσκει: α) ὅτι: «ὁ θέλων εἶναι μέγας ἔστω πάντων δοῦλος», καί β) ὅτι ὅποιος ἐπιδιώκει τήν ταπεινοφροσύνη ὁ Θεός θά τόν ὑψώσει: «ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται»! Ἡ ταπεινοφροσύνη ἔχει τή δύναμη νά ἀνεβάσει τόν ταπεινωμένο ἁμαρτωλό σάν τόν ἀνεμοστρόβιλο στά ὕψη τοῦ οὐρανοῦ. Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος Ἰησοῦς μᾶς εἶπε ὅτι ὁ τελευταῖος, πού θά μπεῖ στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ξεπερνᾶ σέ τιμή καί δόξα ἀκόμη καί τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Πρόδορμο στήν ἐπίγεια ζωή του.
Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος, στό στάδιο αὐτό τῆς πνευματικῆς ὡρίμανσης, ὁ ταπεινός ζεῖ τήν ταπεινοφροσύνη στή σκέψη, στήν ψυχή, στή συνείδηση πού μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά δεῖ, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ: «Ἐπί τίνα ἐπιβλέψω εἰ μή ἐπί τόν ταπεινόν τε καί πρᾶον καί τρέμοντά μου τοῖς λόγοις»! Αὐτή τήν ἐμπειρία τήν ἔζησαν στό ἔπακρον οἱ μεγάλοι ἀναχωρητές τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔγιναν ἔσχατοι, ἀποποιήθηκαν κάθε εἴδους ἀνθρώπινη δόξα γιά νά ἀπολαύσουν τή δόξα τοῦ Θεοῦ μέσα στήν κατά Χριστόν πτωχεία καί ταπείνωση. Ἡ ταπεινοφροσύνη ὅταν ὡριμάσει μέσα μας καί γίνει ἑδραιωμένη ταπείνωση ἰσοδυναμεῖ μέ πρόγευση Παραδείσου! Γίνεται πύλη πού ὁδηγεῖ ἀπ’ εὐθείας στή βασιλεία τῶν Οὐρανῶν! Εἶναι τό βαθύτερο νόημα τῶν λόγων τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ: «Ἐγώ εἰμί ἡ θύρα (τῆς ταπεινώσεως)· δι’ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ (στήν ἐμπειρία τῆς κατά Θεόν αὐτογνωσίας) εἰσελεύσεται (στήν ἐπίγνωση τῆς θεογνωσίας Μου) καί ἐξελεύσεται (στή μακαριότητα τῶν ἁγίων) καί νομήν (τήν αἰώνια ζωή καί ἀπόλαυση) εὑρήσει»!