Στό κατώφλι τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς
Τ Η Σ Μ Ε Γ Α Λ Η Σ Τ Ε Σ Σ Α Ρ Α Κ Ο Σ Τ Η Σ
Μέ τήν εὐκαιρία τῆς εἰσόδου μας στή Μεγάλη Σαρακοστή, ὁ Σεβασμ. Μητροπολίτης μας κ. ΣΥΜΕΩΝ ἀπηύθυνε πρός τόν Ἱερό Κλῆρο καί τούς εὐσεβεῖς χριστιανούς τῆς Μητροπόλεώς μας τήν ἀκόλουθη Ἐγκύκλιο.
Η ΑΓΑΠΗ τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁδήγησε καί πάλι τά βήματά μας στό κατώφλι τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἀπό αὔριο ἀνοίγει «τό στάδιον τῶν ἀρετῶν». Ἀπό αὔριο ἡ κοινή μητέρα μας Ἐκκλησία μᾶς προσκαλεῖ σέ ἄθληση πνευματική. Μᾶς προτρέπει νά ξεκινήσουμε «τόν καλόν τῆς νηστείας ἀγῶνα» μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί μέ χαρά καί ἀποφασιστικότητα.
Γεννιέται ὅμως τό ἐρώτημα : Ἀρκεῖ μόνο ἡ νηστεία, ἤ ὁ πνευματικός μας ἀγώνας θά πρέπει νά κινηθεῖ καί σέ ἄλλα ἐπίπεδα; Τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε κατά τή σημερινή σύναξή μας, μᾶς ὑποδεικνύει καί μιάν ἄλλη πολύ οὐσιαστική πλευρά τοῦ χριστιανικοῦ μας ἀγώνα. Τοῦ ἀγώνα στόν ὁποῖο ὀφείλουμε οἱ πιστοί μέ ζῆλο καί αὐταπάρνηση νά ἐπιδοθοῦμε τήν εὐλογημένη αὐτή περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
ΔΙΔΑΣΚΕΙ ὁ Κύριος στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή : Μή μαζεύετε θησαυρούς πάνω στή γῆ, ὅπου τούς ἀφανίζει ὁ σκόρος καί ἡ σκουριά, κι ὅπου οἱ κλέφτες κάνουν διαρρήξεις καί τούς κλέβουν.
Ὁ πλουτισμός, ἡ συγκέντρωση ἀγαθῶν, ἡ μέθη τῆς πολυτέλειας, τῆς χλιδῆς καί τῆς ἀπόλαυσης ἀποτελοῦν πάθη. Δέν συμβαδίζουν μέ τή χριστιανική ζωή. Ὁ Χριστιανός δέν ἐπιτρέπεται νά ἀφήνει τήν καρδιά του νά αἰχμαλωτίζεται ἀπό τή φιλαργυρία. Ἄλλωστε οἱ ἐπίγειοι θησαυροί, ὅποια μορφή κι ἄν ἔχουν, δέν εἶναι σταθεροί καί ἀμετάβλητοι. Ὁ κίνδυνος τῆς φθορᾶς ἤ τῆς ἀπώλειας παραμονεύει κάθε ὥρα καί κάθε στιγμή.
Αὐτόν τόν κίνδυνο μᾶς ἐπισημαίνει σήμερα ὁ Κύριος, γιά νά μᾶς ἀποτρέψει ἀπό τό νά ἀφήνουμε τήν ἐπιθυμία τοῦ πλουτισμοῦ νά αἰχμαλωτίζει τήν καρδιά μας. Ἄς μήν ξεχνοῦμε ἄλλωστε καί τά λόγια τοῦ Δαβίδ, πού ἄπειρες φορές ἐπιβεβαιώθηκαν στή ζωή : «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν» (Ψαλμ. 33,11).
ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ἐπίγειους θησαυρούς, ὁ Κύριος μᾶς προτρέπει νά θησαυρίζουμε «θησαυρούς ἐν οὐρανῷ». Θησαυρούς πού τίποτε δέν μπορεῖ νά ἀφανίσει καί κανένας νά διαρρήξει καί νά κλέψει. Οἱ θησαυροί τοῦ οὐρανοῦ εἶναι ἀσύλητοι καί ἀπαραβίαστοι.
Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ οὐράνιοι θησαυροί; Οἱ ἐλεημοσύνες πού κάνουμε. Αὐτά πού προσφέρουμε στό ὄνομα τῆς ἀγάπης γιά χάρη τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ Κυρίου. Κάθε πράξη μας, πού ἐμπνέει ἡ ἀγάπη καί πού ἀποβλέπει στήν ἀνακούφιση τῶν συνανθρώπων μας πού ὑποφέρουν· πού πεινοῦν· πού ἡ ἀνάγκη καί ἡ δυστυχία τούς ἀνάγκασε νά ζητήσουν τή βοήθειά μας.
Καί αὐτούς τούς οὐράνιους θησαυρούς κανείς δέν μπορεῖ νά μᾶς τούς κλέψει. Ἀντίθετα, τούς καταγράφει ὁ Θεός στά οὐράνια βιβλία Του καί θά μᾶς ἀνταμείψει γι᾽ αὐτούς κατά τήν ὥρα τῆς κρίσεως. Καί ὄχι μόνο τότε, ἀλλά καί τώρα, στήν παρούσα ζωή, ὁ Θεός εὐλογεῖ τόν ἐλεήμονα ἄνθρωπο : «Ἄνδρα ἱλαρόν καί δότην εὐλογεῖ ὁ Θεός» (Παροιμ. 22,8).
Ο ΚΥΡΙΟΣ, αἰώνιος διδάσκαλος καί βαθύς ἀνατόμος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, προβαίνει στή συνέχεια σέ μία παρατήρηση πού κανείς δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει : «Ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ἡμῶν ἐκεῖ καί ἡ καρδία ἡμῶν». Ἡ καρδιά τοῦ πιστοῦ πρέπει νά εἶναι προσκολλημένη στόν Θεό. Πόθος ὁλοκάρδιός του ἡ οὐράνια Βασιλεία. Ἑπομένως ἐκεῖ, στό οὐράνιο θησαυροφυλάκιο, ὀφείλει νά ἐναποθέτει τούς θησαυρούς του, πού, ὅπως εἴπαμε, εἶναι οἱ ἐλεημοσύνες καί τά φιλάνθρωπα ἔργα.
Ἀντίθετα, ἄν ὁ χριστιανός προσκολληθεῖ στά φθαρτά καί τά γήινα· ἄν ὁ ἐπίγειος πλουτισμός κυριαρχήσει στήν καρδιά του, τότε δέν διατρέχει μόνο τόν κίνδυνο νά χάσει τούς θησαυρούς πού ἀπόκτησε, ἀλλά χάνει καί τήν ἐλευθερία του. Γίνεται δοῦλος τοῦ πάθους τῆς φιλαργυρίας. Λησμονεῖ τόν Θεό. Ἡ καρδιά, ἡ σκέψη, ἡ βούλησή του, ὅλα αἰχμαλωτίζονται ἀπό τήν ὕλη καί τόν μεταβάλλουν σέ ἕνα στυγνό ὑλιστή.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, τονίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, πέφτει σέ κατάσταση χειρότερη ἀπό κάθε δοῦλο· περιέρχεται ἀπό μόνος του στή χειρότερη σκλαβιά καί, τό σημαντικότερο ἀπ᾽ ὅλα, προδίδει τήν εὐγένεια τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἐλευθερία του.
Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,
ΑΠΟ ΑΥΡΙΟ εἰσερχόμαστε στή Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Εὐλογημένη ἡ εἴσοδός μας στήν ἱερή τούτη περίοδο!
Ὡς χριστιανοί καλούμαστε ν᾽ ἀγωνιστοῦμε τόν καλόν ἀγώνα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς μέ μεγαλύτερο ζῆλο. Νά πλησιάσουμε περισσότερο τόν Κύριο. Νά ζήσουμε τή θεία παρουσία Του. Νά γίνουμε κοινωνοί τῆς λυτρωτικῆς χάριτός Του.
Γιά νά τό ἐπιτύχουμε ὅμως, μαζί μέ τή νηστεία καί τήν προσευχή, χρειάζεται νά ἀπελευθερώσουμε τήν καρδιά μας καί ἀπό τήν ἐπιθυμία νά θησαυρίζουμε «θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς». Ν᾽ ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τό πάθος τῆς φιλαργυρίας.
Ἔτσι, ἐλεύθερη ἡ καρδιά μας ἀπό τήν ἕλξη τῶν ἐπιγείων καί τῶν φθαρτῶν, νά ποθήσει νά ἀποκτήσει οὐράνιους θησαυρούς, πού δέν εἶναι ἄλλοι ἀπό τά ἔργα τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης.