23 Νοε2011
ΣΤ΄ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ
ΣΤ΄ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ
μέ θέμα: Τό Γ΄ κεφ. τῆς Πρώτης πρός Τιμόθεον
Ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου
Πραγματοποιήθηκε τήν Πέμπτη 17 Νοεμβρίου στό Πνευματικό Κέντρο τῆς Ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Σώστη (λεωφ. Συγγροῦ) ἡ ἕκτη Ἱερατική Σύναξη γιά τούς Κληρικούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης. Στή Σύναξη αὐτή ὁμιλητής ἦταν ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης π. Χρυσόστομος Ξυνός, Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Γεωργίου Ἀργυρουπόλεως. Θέμα τῆς εἰσηγήσεώς του ἦταν ἡ παρουσίαση καί ἡ ἐμβάθυνση στό Γ΄ κεφ. τῆς Α΄ πρός Τιμόθεον Ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου.μέ θέμα: Τό Γ΄ κεφ. τῆς Πρώτης πρός Τιμόθεον
Ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου
Ὁ ὁμιλητής ἀναφέρθηκε ἐκτενῶς στήν ἀξία τῆς ἱερωσύνης. Εἰδικότερα, ὁ ἱερός Χρυσόστομος γράφει ὅτι «Ἡ γάρ ἱερωσύνη τελεῖται μέν ἐπί τῆς γῆς, τάξιν δέ ἐπουρανίων ἔχει πραγμάτων. Καί μάλα γε εἰκότως· οὐ γάρ ἄνθρωπος, οὐκ ἄγγελος, οὐκ ἀρχάγγελος, οὐκ ἄλλη τις κτιστή δύναμις, ἀλλ’ αὐτός ὁ Παράκλητος ταύτην διετάξατο τήν ἀκολουθίαν καί ἔτι μένοντας ἐν σαρκί τήν τῶν ἀγγέλων ἔπεισε φαντάζεσθαι διακονίαν» (Περί ἱερωσύνης, ὁμιλ. 3, 4). Μετάφραση: Τό ἔργο τῆς ἱερωσύνης εἶναι τόσο ὑψηλό, ὥστε ἐπιτελεῖται μέν κάτω στή γῆ, ἀλλ’ ἀνήκει σέ ἔργα οὐρανίων δυνάμεων. Καί εἶναι πολύ φυσικό αὐτό, ἀφοῦ τήν ἱερωσύνη τήν κατέστησε ὄχι ἄνθρωπος ἤ ἄγγελος ἤ ἀρχάγγελος, ἀλλ’ αὐτός ὁ Παράκλητος. Διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἄνθρωποι πού βρίσκονται ἀκόμα στή σάρκα, γίνονται ἱκανοί νά ἐπιτελοῦν ἀγγελική διακονία.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει τήν πρός Τιμόθεον ἐπιστολή αὐτή. Νά τί λέγει γι’ αὐτόν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ὁ μακάριος ἀπόστολος Παῦλος προσευχόμενος ἀνάσταινε νεκρούς καί ἔκανε πολλά παρόμοια θαύματα, ὥστε ἀπό τούς εἰδωλολάτρες νά θεωρηθεῖ Θεός. Καί πρίν μεταστεῖ ἀπό τόν ἐπίγειο βίο ἀξιώθηκε νά ἁρπαγεῖ μέχρι τόν τρίτο οὐρανό καί νά γίνει μέτοχος τέτοιων λόγων, τούς ὁποίους ἡ δικαιοσύνη δέν ἐπιτρέπει νά ἀκούσει ἡ ἀνθρώπινη ψυχή.
Ἀκόμη καί ἄν ἀφήναμε τά θαύματα καί ἐρχόμαστε στόν βίο τοῦ μακαρίου αὐτοῦ ἄνδρα καί ἐξετάζαμε τήν ἀγγελική του πολιτεία καί σ’ αὐτήν πολύ περισσότερο ἀπό τά θαύματα μπορεῖς νά δεῖς τόν ἀθλητή τοῦ Χριστοῦ. Τί θά μποροῦσε κανείς νά ἀναφέρει γιά τόν ζῆλο, τήν ἐπιείκεια, τούς συνεχεῖς κινδύνους, τίς ἀλλεπάλληλες φροντίδες, τούς ἀδιάλειπτους πόνους ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας, τή συμπάθεια πρός τούς ἀσθενεῖς, τίς πολλές θλίψεις, τούς σκληρότερους διωγμούς, τούς καθημερινούς θανάτους; Ποιός τόπος τῆς οἰκουμένης, ποιά ἤπειρος, ποιά θάλασσα δέν γνώρισε τούς ἄθλους τοῦ δικαίου τούτου ἄνδρα; Ἀκόμη καί ἡ ἀκατοίκητη ἔρημος τόν γνώρισε, ἀφού τόν δέχθηκε πολλές φορές ὅταν κινδύνευε. Ὑπέμεινε κάθε εἶδος ἐπιβουλῆς καί κάθε φορά ἐξῆλθε νικητής. Δέν σταμάτησε ποτέ οὔτε νά ἀγωνίζεται, οὔτε νά λαμβάνει τόν στέφανο τῆς νίκης».
Μετά ἀπό τόσα κατορθώματα, μετά τούς μύριους στεφάνους πού ἔλαβε, εὐχήθηκε νά καταλήξει στή γέεννα καί νά παραδοθεῖ στήν αἰώνια κόλαση, ὑπέρ τῆς σωτηρίας τῶν Ἰουδαίων καί τῆς προσελεύσεώς τους στόν Χριστό, ἐκείνων οἱ ὁποῖοι πολλές φορές τόν λιθοβόλησαν καί προσπάθησαν, ὅσο τούς ἦταν δυνατό, νά τόν φονεύσουν. Ἀλλά καί ὁ ἅγιος Τιμόθεος ἦταν ἀφοσιωμένος στόν ἀπόστολο Παῦλο μέχρι θανάτου. «Νῆφε ἐν πᾶσι κακοπάθησον ὡς καλός στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Ἐπίσης, ὁ Πανοσιολογιώτατος π. Χρυσόστομος προέβη σέ σύγχρονες ποιμαντικές ὑπομνήσεις καί προκλήσεις, μέ ἀφορμή τό Γ΄ κεφ. τῆς Α’ πρός Τιμόθεον ἐπιστολῆς.
Ἡ Ἐκκλησία ὡς ζῶσα ὀντότητα στό συγκεκριμένο χωροχρόνο ἔχει τή δική της παρουσία καί μαρτυρία, τήν ὁποία προσδιορίζει τό βίωμα τῆς Εὐχαριστιακῆς ταυτότητας καί τό ὅραμα τῆς ἐσχατολογικῆς ὀντολογικῆς πορείας της.
Σήμερα, ἴσως ὅσο ποτέ ἄλλοτε τά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, στό πλαίσιο τῆς σύγχρονης πολυεπίπεδης παγκόσμιας κρίσης, τῆς κατάλυσης πανανθρώπινων ἀξιῶν, τοῦ εὐτελισμοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, καί τῆς ἀμαύρωσης τῆς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἀνθρώπινης ὀντότητας δέχονται τήν πρόκληση τῆς ὁμολογίας «Χριστόν καί τοῦτον ἐσταυρωμένον». Πέραν ὅμως τούτου ἡ ποιμένουσα Ἐκκλησία, οἱ πνευματικοί ποδηγέτες τοῦ χριστεπώνυμου λαοῦ καλοῦνται σέ μιά αὐτοκριτική καί ὀντολογική ἐνδοσκόπηση γιά τυχόν συνευθύνη στό διαπιστούμενο καί βιούμενο ἐκμαυλισμό τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου.
Σαφῶς, οἱ κρίσεις στίς ἀνθρώπινες κοινωνίες παράγονται ἀπό ἐπιλογές καί πράξεις τῶν μελῶν της, μέ γνώμονα τίς ἰσχύουσες ἀξίες πού διαμορφώνουν τήν ἰδιοπροσωπία τους. Τό στοιχεῖο αὐτό σαφῶς παραπέμπει στίς πολιτισμικές κατακτήσεις καί τίς ὑπαρξιακές ἀναζητήσεις καί πεποιθήσεις τῶν μελῶν τῆς συγκεκριμένης κοινωνίας.
Τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ στήν ἀναζήτηση καινῆς γῆς καί καινοῦ οὐρανοῦ φαλκιδεύονται στά ἀδιέξοδα τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς πτώσης, μέ ἀποτέλεσμα τή σύγχυση καί τόν ὀντολογικό τους ἀποπροσανατολισμό. Ὁ ἄνθρωπος δέν σώζεται ἀπό τό σῶμα του ἀλλά μέσα σ’ αὐτό, δέν σώζεται ἀπό τόν ὑλικό κόσμο, ἀλλά μαζί μ’ αὐτόν. Καί τοῦτο, γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ μισκρόκοσμος καί ὁ σύνδεσμος τῆς δημιουργίας καί ἡ σωτηρία του ἔχει ἄμεση σχέση μέ τή συμφιλίωση καί τή μεταμόρφωση ὅλης τῆς ἔμψυχης καί τῆς ἄψυχης δημιουργίας γύρω του.
Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, τό δικό μας ποίμνιο, τό ὁποῖο ἐμπιστεύθηκε ὁ Δημιουργός στήν ἀναξιότητά μας, στόν ἀγώνα του γιά ὑπέρβαση τῶν προσκλήσεων τῆς ἀνθρώπινης καθημερινότητας ἀναζητεῖ πρότυπα ζωῆς, πού νά πείθουν καί νά φωτίζουν τίς σκωλιές ὁδούς τῆς πορείας του.
Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τήν ὁμιλία του ὁ Πανοσιολογιώτατος π. Χρυσόστομος Ξυνός, ὁ Σεβασμιώτατος ἐξέφρασε τίς βαθιές του εὐχαριστίες καί ἐν συνεχείᾳ ὑποβλήθηκαν ἐρωτήματα καί ἔγιναν τοποθετήσεις ἀπό τούς ἀρκετούς Κληρικούς.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει τήν πρός Τιμόθεον ἐπιστολή αὐτή. Νά τί λέγει γι’ αὐτόν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ὁ μακάριος ἀπόστολος Παῦλος προσευχόμενος ἀνάσταινε νεκρούς καί ἔκανε πολλά παρόμοια θαύματα, ὥστε ἀπό τούς εἰδωλολάτρες νά θεωρηθεῖ Θεός. Καί πρίν μεταστεῖ ἀπό τόν ἐπίγειο βίο ἀξιώθηκε νά ἁρπαγεῖ μέχρι τόν τρίτο οὐρανό καί νά γίνει μέτοχος τέτοιων λόγων, τούς ὁποίους ἡ δικαιοσύνη δέν ἐπιτρέπει νά ἀκούσει ἡ ἀνθρώπινη ψυχή.
Ἀκόμη καί ἄν ἀφήναμε τά θαύματα καί ἐρχόμαστε στόν βίο τοῦ μακαρίου αὐτοῦ ἄνδρα καί ἐξετάζαμε τήν ἀγγελική του πολιτεία καί σ’ αὐτήν πολύ περισσότερο ἀπό τά θαύματα μπορεῖς νά δεῖς τόν ἀθλητή τοῦ Χριστοῦ. Τί θά μποροῦσε κανείς νά ἀναφέρει γιά τόν ζῆλο, τήν ἐπιείκεια, τούς συνεχεῖς κινδύνους, τίς ἀλλεπάλληλες φροντίδες, τούς ἀδιάλειπτους πόνους ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας, τή συμπάθεια πρός τούς ἀσθενεῖς, τίς πολλές θλίψεις, τούς σκληρότερους διωγμούς, τούς καθημερινούς θανάτους; Ποιός τόπος τῆς οἰκουμένης, ποιά ἤπειρος, ποιά θάλασσα δέν γνώρισε τούς ἄθλους τοῦ δικαίου τούτου ἄνδρα; Ἀκόμη καί ἡ ἀκατοίκητη ἔρημος τόν γνώρισε, ἀφού τόν δέχθηκε πολλές φορές ὅταν κινδύνευε. Ὑπέμεινε κάθε εἶδος ἐπιβουλῆς καί κάθε φορά ἐξῆλθε νικητής. Δέν σταμάτησε ποτέ οὔτε νά ἀγωνίζεται, οὔτε νά λαμβάνει τόν στέφανο τῆς νίκης».
Μετά ἀπό τόσα κατορθώματα, μετά τούς μύριους στεφάνους πού ἔλαβε, εὐχήθηκε νά καταλήξει στή γέεννα καί νά παραδοθεῖ στήν αἰώνια κόλαση, ὑπέρ τῆς σωτηρίας τῶν Ἰουδαίων καί τῆς προσελεύσεώς τους στόν Χριστό, ἐκείνων οἱ ὁποῖοι πολλές φορές τόν λιθοβόλησαν καί προσπάθησαν, ὅσο τούς ἦταν δυνατό, νά τόν φονεύσουν. Ἀλλά καί ὁ ἅγιος Τιμόθεος ἦταν ἀφοσιωμένος στόν ἀπόστολο Παῦλο μέχρι θανάτου. «Νῆφε ἐν πᾶσι κακοπάθησον ὡς καλός στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Ἐπίσης, ὁ Πανοσιολογιώτατος π. Χρυσόστομος προέβη σέ σύγχρονες ποιμαντικές ὑπομνήσεις καί προκλήσεις, μέ ἀφορμή τό Γ΄ κεφ. τῆς Α’ πρός Τιμόθεον ἐπιστολῆς.
Ἡ Ἐκκλησία ὡς ζῶσα ὀντότητα στό συγκεκριμένο χωροχρόνο ἔχει τή δική της παρουσία καί μαρτυρία, τήν ὁποία προσδιορίζει τό βίωμα τῆς Εὐχαριστιακῆς ταυτότητας καί τό ὅραμα τῆς ἐσχατολογικῆς ὀντολογικῆς πορείας της.
Σήμερα, ἴσως ὅσο ποτέ ἄλλοτε τά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, στό πλαίσιο τῆς σύγχρονης πολυεπίπεδης παγκόσμιας κρίσης, τῆς κατάλυσης πανανθρώπινων ἀξιῶν, τοῦ εὐτελισμοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, καί τῆς ἀμαύρωσης τῆς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἀνθρώπινης ὀντότητας δέχονται τήν πρόκληση τῆς ὁμολογίας «Χριστόν καί τοῦτον ἐσταυρωμένον». Πέραν ὅμως τούτου ἡ ποιμένουσα Ἐκκλησία, οἱ πνευματικοί ποδηγέτες τοῦ χριστεπώνυμου λαοῦ καλοῦνται σέ μιά αὐτοκριτική καί ὀντολογική ἐνδοσκόπηση γιά τυχόν συνευθύνη στό διαπιστούμενο καί βιούμενο ἐκμαυλισμό τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου.
Σαφῶς, οἱ κρίσεις στίς ἀνθρώπινες κοινωνίες παράγονται ἀπό ἐπιλογές καί πράξεις τῶν μελῶν της, μέ γνώμονα τίς ἰσχύουσες ἀξίες πού διαμορφώνουν τήν ἰδιοπροσωπία τους. Τό στοιχεῖο αὐτό σαφῶς παραπέμπει στίς πολιτισμικές κατακτήσεις καί τίς ὑπαρξιακές ἀναζητήσεις καί πεποιθήσεις τῶν μελῶν τῆς συγκεκριμένης κοινωνίας.
Τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ στήν ἀναζήτηση καινῆς γῆς καί καινοῦ οὐρανοῦ φαλκιδεύονται στά ἀδιέξοδα τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς πτώσης, μέ ἀποτέλεσμα τή σύγχυση καί τόν ὀντολογικό τους ἀποπροσανατολισμό. Ὁ ἄνθρωπος δέν σώζεται ἀπό τό σῶμα του ἀλλά μέσα σ’ αὐτό, δέν σώζεται ἀπό τόν ὑλικό κόσμο, ἀλλά μαζί μ’ αὐτόν. Καί τοῦτο, γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ μισκρόκοσμος καί ὁ σύνδεσμος τῆς δημιουργίας καί ἡ σωτηρία του ἔχει ἄμεση σχέση μέ τή συμφιλίωση καί τή μεταμόρφωση ὅλης τῆς ἔμψυχης καί τῆς ἄψυχης δημιουργίας γύρω του.
Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, τό δικό μας ποίμνιο, τό ὁποῖο ἐμπιστεύθηκε ὁ Δημιουργός στήν ἀναξιότητά μας, στόν ἀγώνα του γιά ὑπέρβαση τῶν προσκλήσεων τῆς ἀνθρώπινης καθημερινότητας ἀναζητεῖ πρότυπα ζωῆς, πού νά πείθουν καί νά φωτίζουν τίς σκωλιές ὁδούς τῆς πορείας του.
Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τήν ὁμιλία του ὁ Πανοσιολογιώτατος π. Χρυσόστομος Ξυνός, ὁ Σεβασμιώτατος ἐξέφρασε τίς βαθιές του εὐχαριστίες καί ἐν συνεχείᾳ ὑποβλήθηκαν ἐρωτήματα καί ἔγιναν τοποθετήσεις ἀπό τούς ἀρκετούς Κληρικούς.