02 Δεκ2011
Ζ΄ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ
Ζ΄ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ
μέ θέμα: Τό Δ΄ κεφ. τῆς Πρώτης πρός Τιμόθεον
Ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου
μέ θέμα: Τό Δ΄ κεφ. τῆς Πρώτης πρός Τιμόθεον
Ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου
Πραγματοποιήθηκε τήν Πέμπτη 24 Νοεμβρίου στό Πνευματικό Κέ-ντρο τῆς Ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Σώστη (λεωφ. Συγγροῦ) ἡ ἕβδομη Ἱερατική Σύναξη γιά τούς Κληρικούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης. Στή Σύναξη αὐτή ὁμιλητής ἦταν ὁ Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Γεωργίου, Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Βαρβάρας Ἀργυρουπόλεως. Θέμα τῆς εἰσηγήσεώς του ἦταν ἡ παρουσίαση καί ἡ ἐμβάθυνση στό Δ΄ κεφ. τῆς Α΄ πρός Τιμόθεον Ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
Ὁ ὁμιλητής ἀναφέρθηκε ἀρχικῶς στή διαίρεση τοῦ Δ΄ κεφαλαίου σέ τρεῖς θεματικές ἑνότητες: Ἡ πρώτη ἑνότητα ἀποτελεῖται ἀπό τούς στίχους 1-5 μέ κεντρικό θέμα: Οἱ Ψευδολόγοι καί οἱ Πλάνοι. Ἡ δεύτερη ἑνότητα ἀποτελεῖται ἀπό τούς στίχους 6-10 μέ θέμα: Ἄσκηση σωματική – πνευματική. Καί ἡ τρίτη ἑνότητα ἀποτελεῖται ἀπό τούς στίχους 11-16 μέ θέμα: Τύπος καί ὑπογραμμός.
Ἡ ἀποστασία θά λέγαμε εἶναι ἀνταρσία καί ἐγωϊσμός. Παύει ὁ ἀποστάτης ἄνθρωπος νά ἔχει σταθερή γραμμή πλεύσεως. Γίνεται ἕρμαιο τῶν ποικίλων κυμάτων καί πειρασμῶν. Παύει νά ἔχει αὐθεντία καί ἐξαρτᾶται κάθε φορά ἀπό ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις καί ἀνοησίες.
Γιά τό ὅτι ἡ ἀποστασία εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν κακῶν λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Ὁρᾶς ὅτι πάντων αἴτιον τῶν μετά ταῦτα κακῶν τό τῆς πί-στεως ἀποστῆναι; Τί δέ ἐστί, <ρητῶς>; Φανερῶς, σαφῶς, ὁμολογουμένως, ὡς μή ἀμφιβάλλειν» (Ε.Π.Ε 23, 306-308) Δηλαδή: Βλέπεις, ὅτι αἰτία ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ ἀποστασία ἀπ’ τήν πίστη; Καί τί σημαίνει τό <ρητῶς>; Ση-μαίνει, φανερά, πεντακάθαρα, ἀδιαμφισβήτητα, χωρίς ἀμφιβολία.
Πολλοί κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, προσέχουν «διδασκαλίαις δαιμονίων ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων, κεκαυτηριασμένων τήν ἰδίαν συνείδησιν» (στ. 2).
Ἡ συνείδησις ἔχει ἀπ’ τόν Θεό κάποια εὐαισθησία καί κριτική δυνατό-τητα. Ξεχωρίζει τό γνήσιο ἀπ’ τό νόθο, τό ἀληθινό ἀπό τό ψεύτικο. Δια-κρίνει τό πνευματικό φῶς ἀπό τό πνευματικό σκοτάδι. Ξέρει ποιό εἶναι τό κακό καί ποιό τό καλό.
Ἕνα μέλος τοῦ σώματος, πού μέχρι χτές λειτουργοῦσε, μπορεῖ νά ὑποστεῖ καυτηριασμό, μαρασμό, καί νά νεκρωθεῖ. Τό ἴδιο καί ἡ συνείδηση. Ἄν τήν καυτηριάσει, ἄν τή μαράνει, ἄν τή νεκρώσει καί τήν πωρώσει ἡ ἁμαρτία, τότε χάνει τό αἰσθητήριο ἐκεῖνο, πού ἀπό μόνη της μπορεῖ νά διακρίνει τό σωστό ἀπό τό λαθεμένο, τό ἀληθινό ἀπό τό πλανεμένο. Γι’ αὐτό ὁ ἀπόστ. Παῦλος μιλάει γιά «κεκαυτηριασμένην συνείδησιν», γιά ἀναίσθητη, δηλαδή συνείδησιν.
Στήν πρώτη Ἐκκλησία ἐμφανίστηκαν παραδοξολογίες πού «σῴνει καί καλά» ἀπαιτοῦσαν νά εἰσχωρήσουν ὡς ἐπίσημες διδασκαλίες τῆς Ἐκκλησίας! Κάποιοι θεωροῦσαν τό γάμο ὡς ἁμαρτία καί ἐμπόδιζαν τούς πιστούς νά παντρεύονται. Λέει σχετικά ὁ ἀπόστ. Παῦλος: «Κωλυόντων γαμεῖν, ἀπέχεσθαι βρωμάτων ἅ ὁ Θεός ἔκτισεν εἰς μετάληψιν μετά εὐχαριστίας τοῖς πιστοῖς καί ἐπεγνωκόσι τήν ἀλήθειαν» (στ. 3).
Ὁ γάμος εὐλογήθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία μας δέχε-ται καί εὐλογεῖ τόν ἄνδρα καί τή γυναίκα ὡς ἕνα ὅλο. «Καί ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μία». Εἶναι λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἀπ’ τίς ἱερώτερες, ἀφοῦ αὐτή καταξιώνει τόν ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγεῖ στό νά γίνεται συνδημιουρ-γός τοῦ Θεοῦ. Ὁ σκοπός τοῦ γάμου εἶναι νά φθάσει τό ζευγάρι στήν κατά Θεό ζωή. Εἶναι ἡ ἀλληλοπεριχώρηση, ἡ ἀλληλοσυμπλήρωση τοῦ ἀνδρός μέ τή γυναίκα.
Ὁ ἀπόστ. Παῦλος καυτηριάζει ἐκείνους πού δίδασκαν θεωρητικά «ἀπέχεσθαι βρωμάτων ἃ ὁ Θεὸς ἔκτισεν εἰς μετάληψιν μετὰ εὐχαριστίας τοῖς πιστοῖς καὶ ἐπεγνωκόσι τὴν ἀλήθειαν» (στ. 3). Ὅλα τά ἔδωσε ὁ Θεός, γιά νά τά χρησιμοποιοῦμε. Ἡ χρήση τους δέν εἶναι ἁμαρτία. Ἡ κατάχρηση εἶναι ἁμαρτία. Ὁ οἶνος π.χ. δέν εἶναι κακό. Ἡ ὑπερβολική χρήση τοῦ οἴνου, ἡ οἰνοποσία, ἡ μέθη, αὐτή εἶναι κακό καί μάλιστα πηγή πολλῶν κακῶν. Ἐκεῖνο πού καθιστᾶ τήν τροφή ἤ τό ποτό κακό εἶναι ἡ ἀμετρία.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει γιά τήν ἀμετρία πού καθιστᾶ κάθε πράγμα ἁμαρτία. «Οὐ κεκώλυται ἡ τρυφή; Καί σφόδρα. Διατί εἰ εἰς μετάληψιν ἔκτισται; Ὅτι καί ἄρτον ἔκτισε καί κεκώλυται ἡ ἀμετρία, καί οἶνον ἔκτισε καί κεκώλυτε ἡ ἀμετρία. Οὔχ ὡς ἀκάθαρτον νῦν τήν τρυφήν παραιτεῖσθαι κελεύει, ἀλλ’ ὡς ἐκλύουσαν διά τῆς ἀμετρίας τήν ψυχήν» (Ε.Π.Ε 23, 308 -310). Δηλαδή: Ἀπαγορεύεται ἡ τρυφηλή ζωή; Φυσικά, καί μάλιστα πάρα πολύ. Ἀφοῦ τά ἀγαθά ἔγιναν γιά νά τά ἀπολαμβάνουμε; Καί τό ψωμί ὁ Θεός τό ἔδωσε, κι ὅμως ἡ ἄμετρη χρῆσις του ἀπαγορεύεται. Καί τό κρασί ἔδωσε, κι ὅμως ἀπαγορεύεται ἡ ἀμετρία του. Δέν παραγγέλλει, λοιπόν, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ν’ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπ’ τήν τρυφή, ἐπειδή εἶναι κάτι τό ἀκάθαρτο, ἀλλ’ ἐπειδή παραλύει τήν ψυχή μέ τήν ἄμετρη χρήση.
Γιά ὅλα τά κτίσματα, καί ἑπομένως γιά ὅσα μᾶς τροφοδοτοῦν, ὀφείλουμε εὐχαριστία στόν Θεό. Γι’ αὐτό τονίζει στή συνέχεια ὁ ἀπόστ. Παῦλος: «Ὅτι πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν, καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον» (στ. 4). Τά ὅσα λέει ὁ ἀπόστ. Παῦλος περί ἀδιακρίτου γεύσεως τροφῶν δέν ἐμποδίζουν τήν ἐπιλογή τροφῶν γιά λό-γους ὑγείας ἤ γιά λόγους νηστείας.
Ὁ ἀπόστ. Παῦλος στόν ἑπόμενο στίχο 5 τονίζει πολύ τήν εὐχαριστία καί τήν εὐλογία: «Ἁγιάζεται γὰρ διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως».
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει: «Δύο τίθησι κεφάλαια, ἕν μέν, οὐδέν κτίσμα κοινόν. Δεύτερον δέ, ὅτι εἰ καί γένοιτο κοινόν ἀλλ’ ἔχεις τό φάρμακον. Σφράγισον, εὐχαρίστησον, δόξασον τόν Θεόν, καί πάσα ἀκαθαρσία ἀπέστη. Οὐδέν ἀκάθαρτον, ὅταν μετά εὐχαριστίας λαμβάνηται, ὅταν μετά σφραγίδος». (Ε.Π.Ε 23, 310). Δηλαδή, δύο θέματα θίγει ἐδῶ ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Τό ἕνα: Κανένα κτίσμα δέν εἶναι ἀκάθαρτο. Τό δεύτερο: Κι ἄν ἀκόμα κάτι θεωρήθηκε ἀκάθαρτη τροφή, ἔχεις τό φάρμακο. Σφράγισέ το (σταύρωσέ το), εὐχαρίστησε τόν Θεό, δόξασέ Τον, κι ἀμέσως κάθε ἀκαθαρσία φεύγει. Καμιά τροφή δέν εἶναι θρησκευτικά ἀκάθαρτη, ὅταν τήν δεχόμαστε μέ εὐχαριστία, μέ προσευχή, μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Ὅλα ὅσα εἶναι σωστά καί ἔχουν σχέσι εἴτε μέ τό δόγμα τῆς πίστεως, εἴτε μέ τή ζωή τῆς χάριτος, εἶναι ἀνάγκη νά τά διδάσκει συνεχῶς ὁ πνευ-ματικός πατέρας. Νά τά παρουσιάζει ὄχι ὡς ἐπιταγή, ἀλλ’ ὡς παράκληση, «ὑποτιθέμενος τοῖς ἀδελφοῖς».
Τό ποιμαντικό ἔργο δέν εἶναι ἐξουσιαστικό. Εἶναι διακονικό. Ἀπαιτεῖ πολλή ταπείνωση καί διάθεση προσφορᾶς. Ὁ ποιμένας εἶναι ἕνας καθη-μερινός τροφοδότης τοῦ λαοῦ. Καί φυσικά, γιά νά τροφοδοτήσει τούς ἄλλους, πρέπει πρῶτα ὁ ἴδιος νά εἶναι τροφοδοτημένος μέ τό λόγο τῆς ἀλήθειας. Ζεῖ «ἐντρεφόμενος τοῖς λόγοις τῆς πίστεως καί τῆς καλῆς διδα-σκαλίας».
Δυστυχῶς ἄν κάνουμε μιά ἀπόπειρα αὐτοκριτικῆς θά ἀνακαλύψουμε ὅτι δέν ἀνεφοδιαζόμαστε ὅλοι ὅσο θά ἔπρεπε μέ τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν πατερικῶν κειμένων τῶν «ἁγ. πατέρων» τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἔτσι παραμένουμε φτωχοί καί ξηροί. Δέν πάσχουμε ἀπό ἔλλειψη πνευματικῆς τροφοδοσίας. Τά πνευματικά βιβλία στίς μέρες μας εἶναι θε-αματικά περισσότερα ἀπό κάθε ἄλλη ἐποχή. Προτιμοῦμε νά σπαταλοῦμε πολύτιμο χρόνο στά Μ.Μ.Ε τοῦ κόσμου, παρά νά μελετοῦμε τόν πομπό τοῦ οὐρανοῦ, τήν Ἁγ. Γραφή. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος τονίζει σχετικά: «Ὥσπερ τήν τροφήν ταύτην καθ’ ἑκάστην ἡμέραν προσφερόμεθα, οὕτω, φη-σί, καί τούς περί πίστεως ἀεί λαμβάνομεν, ἀεί τούτοις τρεφόμεθα» (Ε.Π.Ε. 23, 312). Δηλαδή, ὅπως ἀκριβῶς τήν ὑλική τροφή τήν τρῶμε καθημερινά, ἔτσι πρέπει πάντοτε νά ἀπολαμβάνουμε καί τά λόγια τῆς Γραφῆς. Καθη-μερινή νά εἶναι ἡ πνευματική μας τροφή.
Ὁ ἀπόστ. Παῦλος εἶχε τρομερή εὐαισθησία στό θέμα τῆς ἀλλοιώσεως τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Σ’ ὅλες σχεδόν τίς ἐπιστολές του καυτηριάζει τήν τάση νά σερβίρωνται παραμύθια σάν ἀλήθεια. Καί ἐδῶ στό στίχο 7 σημειώνει: «Τοὺς δὲ βεβήλους καὶ γραώδεις μύθους παραιτοῦ, γύμναζε δὲ σεαυτὸν πρὸς εὐσέβειαν».
Οἱ γραώδεις μύθοι, γιά τούς ὁποίους μιλάει ὁ ἀπόστ. Παῦλος, κυρίως ἀναφέρονται σέ ζητήματα τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, πού ἦταν τυπικά ἤ εἶχαν συμβολική ἄλλοτε σημασία καί τώρα καταργήθηκαν στή νέα ἐν Χριστῷ Ζωή.
Ὁ Χριστιανισμός εἶναι πρόοδος. Ἀπ’ τή σκιά τοῦ Νόμου, προχωρεῖ στό ἔκπαγλο φῶς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τόν Παῦλο, λέει, ὅτι τό νά γυρίσουν οἱ χριστιανοί πίσω στίς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, μοιάζουν σάν νά βλέπεις νά θηλάζει ἀπ’ τό μαστό τῆς μητέρας ἕνας ἄνδρας εἴκοσι ἐτῶν! Τό θήλασμα εἶναι γιά τά βρέφη. Γιά τούς μεγάλους εἶναι ἡ στερεά τροφή. « Ἐννόησον γάρ μοι ἄνδρα μετά εἴκοσι ἔτη τῷ μαστῷ προσάγοντα ἑαυτόν τῆς τίτθης, πῶς ἐστί καταγέλαστος, διά τό ἄκαιρον. Ὁρᾶς πώς καί ἀκάθαρτα αὐτά εἶπε καί γραώδη; Τό μέν διά τό παλαιόν, τό δέ διά τό ἐμποδίζειν τῇ πίστει» (Ε.Π.Ε 23, 312).
Στόν ἑπόμενο στίχο 8 ὁ ἀπόστ. Παῦλος ἱεραρχεῖ καί ἀξιολογεῖ τό σω-ματικό καί πνευματικό ἀγώνα. «Ἡ γὰρ σωματικὴ γυμνασία πρὸς ὀλίγον ἐστὶν ὠφέλιμος, ἡ δὲ εὐσέβεια πρὸς πάντα ὠφέλιμός ἐστιν, ἐπαγγελίας ἔχουσα ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης».
Ὅσο διαφέρει, ὡς πρός τήν ἀξία, τό σῶμα ἀπ’ τήν ψυχή, τόσο διαφέρει καί ἡ σωματική γυμνασία ἀπ’ τήν πνευματική. Δέν καταδικάζεται, λοιπόν ὁ ἀθλητισμός, ὅταν σωστά ἱεραρχεῖται στόν ἄνθρωπο. Ὅταν, δηλαδή, γυ-μνάζεται τό σῶμα μέ μέτρο καί μέ σεμνότητα, ἀσφαλῶς ὁ ἀθλητισμός εἶναι ὠφέλιμος.
Ὁ χριστιανός σέβεται τό σῶμα. Φροντίζει ὅμως περισσότερο τήν ψυ-χή, πού εἶναι ἀθάνατη. Γι’ αὐτό ἡ «εὐσέβεια», πού ἰσοδυναμεῖ ἐν προκειμένῳ μέ πνευματική γυμνασία εἶναι ὠφέλιμος «πρός πάντα». Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει: «Καί τίνος ἕνεκεν, φησίν, ἐμνήσθη ταύτης τῆς σωματικῆς γυμνασίας; Ἀπό συγκρίσεως τήν ὑπεροχήν ταύτης δηλῶν, ὅτι ἐκείνη μέν καί πόνους ἔχουσα πολλούς, οὐδέν ἔχει τό κέρδος, οὐδέ ἄξιον λόγου, αὕτη δέ διηνεκές καί ἄφθονον» (Ε.Π.Ε. 23, 318). Δηλαδή: Καί γιά ποιό λόγο, λέει, θυμήθηκε τή σωματική ἄσκηση; Γιά νά κάνει σύγκριση καί νά φανερώσει τήν ὑπεροχή τῆς πνευματικῆς ἀσκήσεως. Ἡ σωματική, καίτοι κοπιαστική, δέν ἔχει μεγάλο κέρδος, οὔτε τίποτε τό ἀξιόλογο. Ἡ πνευματική ἔχει κέρδος πλούσιο καί αἰώνιο.
Ὁ ἀπόστ. Παῦλος πρῶτος αὐτός ἀγωνιζόταν. Δέν εἶναι ὁ ἴδιος νωχε-λής. Πρῶτος ἐκεῖνος σκληραγωγεῖται στά πνευματικά γυμνάσματα, κι ἔτσι γίνεται ἀξιόπιστος ὅταν καλεῖ στήν ἀνυπολόγιστη ὠφέλεια τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα: «Πιστός ὁ λόγος καί πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος». Κανέ-νας κόπος καί πόνος γιά τόν χριστιανό δέν πηγαίνει χαμένος. Αὐτό στή συνέχεια στό στίχο 10 τονίζει ὁ ἀπόστ. Παῦλος: «Εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν».
Τή διάκριση αὐτή ὑπογραμμίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, λέγοντας χα-ρακτηριστικά: Ἀπ’ τά πράγματα μερικά βέβαια ἔχουν ἀνάγκη ἀπό διδα-σκαλία, ἐνῶ ἄλλα ἀπό προσταγή… Μ’ αὐτό ἐννοῶ τό ἑξῆς: Τό νά μήν εἶναι κανείς πονηρός, αὐτό δέν χρειάζεται νά τό διδάσκει, ἀλλά νά τό δια-τάζει καί νά τό ἀπαγορεύει μέ ἀπόλυτο τρόπο. Τό νά μήν ἰουδαΐζει κανείς, χρειάζεται διαταγή. Ἄν ὅμως λές στόν ἄλλον, ὅτι πρέπει νά δίνει τά ὑπάρχοντά του, ὅτι πρέπει νά παρθενεύει, ἄν πρόκειται γιά θέματα τῆς πίστεως, ἐδῶ τή θέση τήν ἔχει ἡ διδασκαλία. Γι’ αὐτό ὁ Παῦλος ἀναφέρει καί τά δύο: «Καί παράγγελε καί δίδασκε».
Μερικοί θεωροῦν κώλυμα τήν ἡλικία. Δέν εἶναι διατεθειμένοι ν’ ἀκούσουν ἕνα λόγο, ἔστω κι ἄν εἶναι ἀπόλυτα σωστός, ἀπό πρόσωπο νεώτερό τους. Ὁ ἀπόστ. Παῦλος ἀναγκάζεται νά τονίσει τό θέμα αὐτό, καί γιά τόν εἰδικό λόγο, διότι ὁ Τιμόθεος ἦταν νεαρός στήν ἡλικία. Γράφει στό στ. 12. «Μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω».
Γιά τόν Τιμόθεο ἡ βαρύτητα δέν ἔπεφτε στήν ἡλικία. Εἶχε σχέση μέ τήν ἀρετή. Ἦταν θά λέγαμε ἀληθινά «παιδαριογέρων». Εἶχε μεστώσει πνευματικά. Γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Ἕως ἀντίρροπον ἐπιδεικνύει βίον, οὐκέτι διά τήν ἡλικίαν τίς καταφρονήση» (Ε.Π.Ε. 23, 330). Δηλαδή: Ὅσο θά δείχνεις ἀντάξιο τρόπο ζωῆς, κανένας δέ θά σέ καταφρονήσει ἐξ αἰτίας τῆς ἡλικίας σου.
Ἀντίρροπο, ἀντίβαρο τῆς ἡλικίας εἶναι ὁ βίος, ἡ πολιτεία, ἡ ἐνάρετη ζωή. Γι’ αὐτό στή συνέχεια τοῦ ρητοῦ ὁ ἀπόστ. Παῦλος λέει: «ἀλλὰ τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ». ( στ. 12).
Τύπος εἶναι ὁ κληρικός, ἀλλά καί κάθε πιστός. Τύπος, πρότυπο, ὑπόδειγμα. Γιά νά εἶναι βέβαια ὁ ἴδιος τύπος, ὀφείλει νά ἔχει ὡς τύπον, ὡς ὑπόδειγμα στή ζωή του τόν Ἰησοῦ Χριστόν. Ὁ Χριστός δέν εἶναι μόνο Λυτρωτής μέ τό Στραυρό καί τήν Ἀνάστασή Του. Εἶναι τό πρότυπο ζωῆς μέ τήν ἐπί γῆς πορεία Του καί τή θυσία Του.
Στή συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς στίχο 13 παραπέμπει τόν Τιμόθεο στή συνεχεῖ μελέτη τῆς Γραφῆς: «Ἕως ἔρχομαι πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει, τῇ πα-ρακλήσει, τῇ διδασκαλίᾳ». Ἡ ἀνάγνωση τῆς Γραφῆς εἶναι πνευματικός ἀνεφοδιασμός. Κάθε πιστός μά ἰδιαίτερα ὁ κληρικός πού δέν μελετᾶ κα-θημερινά τήν Ἁγία Γραφή ξεραίνεται πνευματικά.
Ἡ ἀμέλεια τῆς Ἁγ. Γραφῆς εἶναι ἀμέλεια γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς. Εἶναι ἀμέλεια, πού στοιχίζει τήν αἰώνια κόλαση. Λέει σχετικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Ἀκούομεν ἅπαντες καί παιδευόμεθα μή ἀμελεῖν τῆς τῶν Θείων Γραφῶν μελέτης… Ὁ Παῦλος προσέχει μέν τῇ ἀναγνώσει (οὐ γάρ ἔστι μικράν ἀπό τῶν Γραφῶν ὠφέλειαν καρπώσασθαι), ἡμεῖς δέ ραθυμοῦμεν καί παρέργως ἀκούομεν; Καί πόσης οὐκ ἄν εἴημεν κολάσεως ἄξιοι;» (Ε.Π.Ε 23 330-332). Δηλαδή: Ἄς ἀκοῦμε ὅλοι καί ἄς διδασκώμαστε, νά μήν ἀμελοῦμε τή μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν… Ὁ Παῦλος βέβαια προ-σέχει τήν ἀνάγνωση, ἀφοῦ δέν εἶναι μικρή ἡ ὠφέλεια, πού εἰσπράττει κα-νείς ἀπ’ τή Γραφή. Ἐμεῖς δυστυχῶς δείχνουμε ἀδιαφορία. Ἔχουμε τή Γρα-φή ὡς πάρεργο. Καί πόσο κολάσεως ἄξιοι δέν εἴμαστε;
Ὁ ἀπόστ. Παῦλος στή συνέχεια ἐφιστᾶ τήν προσοχή: «Μὴ ἀμέλει τοῦ ἐν σοὶ χαρίσματος, ὅ ἐδόθη σοὶ διὰ προφητείας μετὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου» ( στ. 14). Τό νά εἴμαστε κληρικοί δέν εἶναι δικό μας. Δέν μᾶς ἀξίζει. Δέν μᾶς δόθηκε ἀξιοκρατικά, ἀλλά χαριστικά. Εἶναι τοῦ Θεοῦ χάρισμα. Καί γιά τά χαρίσματα δέν θά ἀμειφθοῦμε. Γιά ἐκεῖνο πού θ’ ἀμειφθοῦμε, εἶναι ἡ συναίσθηση τοῦ χαρίσματος καί ὁ ἀγώνας νά φανοῦμε ἄξιοι καί νά καλλιεργήσουμε τό χάρισμα.
Ὁ Τιμόθεος ἔλαβε τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης μέ ἐπίθεση «τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου». Ἐδῶ ὡς «πρεσβύτεροι» πρέπει νά ἐννοοῦνται οἱ ἐπίσκοποι. Ἔτσι τουλάχιστον ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Πρέπει νά προσέξουμε καί κάτι ἄλλο. Ὁ ἀπόστ. Παῦλος ἦταν Ἀπόστολος, καί μάλι-στα κορυφαῖος. Ἐν τούτοις δέν διοικεῖ μόνος. Δέν ἀναλαμβάνει μόνος τήν εὐθύνη, γιά ν’ ἀναθέσει τό ἔργο τοῦ Θεοῦ σ’ ἕνα πρόσωπο, ἔστω κι ἄν τό πρόσωπο αὐτό εἶναι δικό του πνευματικό τέκνο, ὅπως ὁ Τιμόθεος. Λαμβά-νει μέρος καί τό «σῶμα τοῦ πρεσβυτερίου».
Στή συνέχεια ὁ ἀπόστ. Παῦλος στό στ. 15 κάνει λόγο γιά τήν προκο-πή. «Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι, ἵνα σου ἡ προκοπὴ φανερὰ ᾗ ἐν πᾶσιν». Ἡ προκοπή δέν μπορεῖ νά ἐπέλθει χωρίς μελέτη. Οἱ χριστιανοί μας, μά πρῶτα ἐμεῖς, δέν πρέπει νά πάρουμε διαζύγιο ἀπό τά πνευματικά βιβλία. Θά τούς προτείνουμε ἕνα πνευματικό βιβλίο γιά τήν ἀντιμετώπιση ἑνός πνευματικοῦ τους θέματος. Θά ἐνθαρρύνουμε ἀνθρώπους τῆς ἐνορίας μας, ὥστε νά στηθεῖ ἐν εἴδει μικρῆς ἔκθεσης, μικρός χῶρος, ὅπου οἱ πιστοί μας νά προμηθεύονται πνευματικά βιβλία.
Τονίζει στόν τελευταῖο στίχο 16 ὁ ἀπόστ. Παῦλος : «Ἔπεχε σεαυτῷ καὶ τῇ διδασκαλίᾳ, ἐπίμενε αὐτοῖς· τοῦτο γὰρ ποιῶν καὶ σεαυτὸν σώσεις καὶ τοὺς ἀκούοντας σου». Χρειάζεται προσοχή στή ζωή, νά μήν δημιουργήσου-με σκάνδαλο. Προσοχή καί στή διδασκαλία μας, νά μήν ὁδηγηθοῦμε ἤ ἀφήσουμε ἄλλους νά ὁδηγηθοῦν σέ πλάνη, σέ αἵρεση. Ὁ κληρικός εἶναι ἥλιος. Καί ὅπως ὁ ἥλιος εἶναι ἀφύσικο νά μή φωτίζει τούς ἄλλους, ἔτσι καί γιά τόν ποιμένα εἶναι ἀφύσικο νά μήν ἐνδιαφέρεται γιά τήν σωτηρία τῶν ἄλλων. «Οὐδέν ψυχρότερον χριστιανοῦ ἑτέρους μή σώζοντος» (ἱερός Χρυσόστομος).
Ὁ ὁμιλητής ἀναφέρθηκε ἀρχικῶς στή διαίρεση τοῦ Δ΄ κεφαλαίου σέ τρεῖς θεματικές ἑνότητες: Ἡ πρώτη ἑνότητα ἀποτελεῖται ἀπό τούς στίχους 1-5 μέ κεντρικό θέμα: Οἱ Ψευδολόγοι καί οἱ Πλάνοι. Ἡ δεύτερη ἑνότητα ἀποτελεῖται ἀπό τούς στίχους 6-10 μέ θέμα: Ἄσκηση σωματική – πνευματική. Καί ἡ τρίτη ἑνότητα ἀποτελεῖται ἀπό τούς στίχους 11-16 μέ θέμα: Τύπος καί ὑπογραμμός.
*
Στήν πρώτη ἑνότητα, ἡ πίστη ἀναφέρεται στό συγκεκριμένο Θεό, στό μυστήριο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, στό ἐκπεφρασμένο θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Ἡ πίστη εἶναι στάση ζωῆς, εἶναι ὑπακοή στόν ἀληθινό Θεό.Ἡ ἀποστασία θά λέγαμε εἶναι ἀνταρσία καί ἐγωϊσμός. Παύει ὁ ἀποστάτης ἄνθρωπος νά ἔχει σταθερή γραμμή πλεύσεως. Γίνεται ἕρμαιο τῶν ποικίλων κυμάτων καί πειρασμῶν. Παύει νά ἔχει αὐθεντία καί ἐξαρτᾶται κάθε φορά ἀπό ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις καί ἀνοησίες.
Γιά τό ὅτι ἡ ἀποστασία εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν κακῶν λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Ὁρᾶς ὅτι πάντων αἴτιον τῶν μετά ταῦτα κακῶν τό τῆς πί-στεως ἀποστῆναι; Τί δέ ἐστί, <ρητῶς>; Φανερῶς, σαφῶς, ὁμολογουμένως, ὡς μή ἀμφιβάλλειν» (Ε.Π.Ε 23, 306-308) Δηλαδή: Βλέπεις, ὅτι αἰτία ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ ἀποστασία ἀπ’ τήν πίστη; Καί τί σημαίνει τό <ρητῶς>; Ση-μαίνει, φανερά, πεντακάθαρα, ἀδιαμφισβήτητα, χωρίς ἀμφιβολία.
Πολλοί κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, προσέχουν «διδασκαλίαις δαιμονίων ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων, κεκαυτηριασμένων τήν ἰδίαν συνείδησιν» (στ. 2).
Ἡ συνείδησις ἔχει ἀπ’ τόν Θεό κάποια εὐαισθησία καί κριτική δυνατό-τητα. Ξεχωρίζει τό γνήσιο ἀπ’ τό νόθο, τό ἀληθινό ἀπό τό ψεύτικο. Δια-κρίνει τό πνευματικό φῶς ἀπό τό πνευματικό σκοτάδι. Ξέρει ποιό εἶναι τό κακό καί ποιό τό καλό.
Ἕνα μέλος τοῦ σώματος, πού μέχρι χτές λειτουργοῦσε, μπορεῖ νά ὑποστεῖ καυτηριασμό, μαρασμό, καί νά νεκρωθεῖ. Τό ἴδιο καί ἡ συνείδηση. Ἄν τήν καυτηριάσει, ἄν τή μαράνει, ἄν τή νεκρώσει καί τήν πωρώσει ἡ ἁμαρτία, τότε χάνει τό αἰσθητήριο ἐκεῖνο, πού ἀπό μόνη της μπορεῖ νά διακρίνει τό σωστό ἀπό τό λαθεμένο, τό ἀληθινό ἀπό τό πλανεμένο. Γι’ αὐτό ὁ ἀπόστ. Παῦλος μιλάει γιά «κεκαυτηριασμένην συνείδησιν», γιά ἀναίσθητη, δηλαδή συνείδησιν.
Στήν πρώτη Ἐκκλησία ἐμφανίστηκαν παραδοξολογίες πού «σῴνει καί καλά» ἀπαιτοῦσαν νά εἰσχωρήσουν ὡς ἐπίσημες διδασκαλίες τῆς Ἐκκλησίας! Κάποιοι θεωροῦσαν τό γάμο ὡς ἁμαρτία καί ἐμπόδιζαν τούς πιστούς νά παντρεύονται. Λέει σχετικά ὁ ἀπόστ. Παῦλος: «Κωλυόντων γαμεῖν, ἀπέχεσθαι βρωμάτων ἅ ὁ Θεός ἔκτισεν εἰς μετάληψιν μετά εὐχαριστίας τοῖς πιστοῖς καί ἐπεγνωκόσι τήν ἀλήθειαν» (στ. 3).
Ὁ γάμος εὐλογήθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία μας δέχε-ται καί εὐλογεῖ τόν ἄνδρα καί τή γυναίκα ὡς ἕνα ὅλο. «Καί ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μία». Εἶναι λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἀπ’ τίς ἱερώτερες, ἀφοῦ αὐτή καταξιώνει τόν ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγεῖ στό νά γίνεται συνδημιουρ-γός τοῦ Θεοῦ. Ὁ σκοπός τοῦ γάμου εἶναι νά φθάσει τό ζευγάρι στήν κατά Θεό ζωή. Εἶναι ἡ ἀλληλοπεριχώρηση, ἡ ἀλληλοσυμπλήρωση τοῦ ἀνδρός μέ τή γυναίκα.
Ὁ ἀπόστ. Παῦλος καυτηριάζει ἐκείνους πού δίδασκαν θεωρητικά «ἀπέχεσθαι βρωμάτων ἃ ὁ Θεὸς ἔκτισεν εἰς μετάληψιν μετὰ εὐχαριστίας τοῖς πιστοῖς καὶ ἐπεγνωκόσι τὴν ἀλήθειαν» (στ. 3). Ὅλα τά ἔδωσε ὁ Θεός, γιά νά τά χρησιμοποιοῦμε. Ἡ χρήση τους δέν εἶναι ἁμαρτία. Ἡ κατάχρηση εἶναι ἁμαρτία. Ὁ οἶνος π.χ. δέν εἶναι κακό. Ἡ ὑπερβολική χρήση τοῦ οἴνου, ἡ οἰνοποσία, ἡ μέθη, αὐτή εἶναι κακό καί μάλιστα πηγή πολλῶν κακῶν. Ἐκεῖνο πού καθιστᾶ τήν τροφή ἤ τό ποτό κακό εἶναι ἡ ἀμετρία.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει γιά τήν ἀμετρία πού καθιστᾶ κάθε πράγμα ἁμαρτία. «Οὐ κεκώλυται ἡ τρυφή; Καί σφόδρα. Διατί εἰ εἰς μετάληψιν ἔκτισται; Ὅτι καί ἄρτον ἔκτισε καί κεκώλυται ἡ ἀμετρία, καί οἶνον ἔκτισε καί κεκώλυτε ἡ ἀμετρία. Οὔχ ὡς ἀκάθαρτον νῦν τήν τρυφήν παραιτεῖσθαι κελεύει, ἀλλ’ ὡς ἐκλύουσαν διά τῆς ἀμετρίας τήν ψυχήν» (Ε.Π.Ε 23, 308 -310). Δηλαδή: Ἀπαγορεύεται ἡ τρυφηλή ζωή; Φυσικά, καί μάλιστα πάρα πολύ. Ἀφοῦ τά ἀγαθά ἔγιναν γιά νά τά ἀπολαμβάνουμε; Καί τό ψωμί ὁ Θεός τό ἔδωσε, κι ὅμως ἡ ἄμετρη χρῆσις του ἀπαγορεύεται. Καί τό κρασί ἔδωσε, κι ὅμως ἀπαγορεύεται ἡ ἀμετρία του. Δέν παραγγέλλει, λοιπόν, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ν’ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπ’ τήν τρυφή, ἐπειδή εἶναι κάτι τό ἀκάθαρτο, ἀλλ’ ἐπειδή παραλύει τήν ψυχή μέ τήν ἄμετρη χρήση.
Γιά ὅλα τά κτίσματα, καί ἑπομένως γιά ὅσα μᾶς τροφοδοτοῦν, ὀφείλουμε εὐχαριστία στόν Θεό. Γι’ αὐτό τονίζει στή συνέχεια ὁ ἀπόστ. Παῦλος: «Ὅτι πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν, καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον» (στ. 4). Τά ὅσα λέει ὁ ἀπόστ. Παῦλος περί ἀδιακρίτου γεύσεως τροφῶν δέν ἐμποδίζουν τήν ἐπιλογή τροφῶν γιά λό-γους ὑγείας ἤ γιά λόγους νηστείας.
Ὁ ἀπόστ. Παῦλος στόν ἑπόμενο στίχο 5 τονίζει πολύ τήν εὐχαριστία καί τήν εὐλογία: «Ἁγιάζεται γὰρ διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως».
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει: «Δύο τίθησι κεφάλαια, ἕν μέν, οὐδέν κτίσμα κοινόν. Δεύτερον δέ, ὅτι εἰ καί γένοιτο κοινόν ἀλλ’ ἔχεις τό φάρμακον. Σφράγισον, εὐχαρίστησον, δόξασον τόν Θεόν, καί πάσα ἀκαθαρσία ἀπέστη. Οὐδέν ἀκάθαρτον, ὅταν μετά εὐχαριστίας λαμβάνηται, ὅταν μετά σφραγίδος». (Ε.Π.Ε 23, 310). Δηλαδή, δύο θέματα θίγει ἐδῶ ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Τό ἕνα: Κανένα κτίσμα δέν εἶναι ἀκάθαρτο. Τό δεύτερο: Κι ἄν ἀκόμα κάτι θεωρήθηκε ἀκάθαρτη τροφή, ἔχεις τό φάρμακο. Σφράγισέ το (σταύρωσέ το), εὐχαρίστησε τόν Θεό, δόξασέ Τον, κι ἀμέσως κάθε ἀκαθαρσία φεύγει. Καμιά τροφή δέν εἶναι θρησκευτικά ἀκάθαρτη, ὅταν τήν δεχόμαστε μέ εὐχαριστία, μέ προσευχή, μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
*
Προχωρᾶμε στήν δεύτερη ἑνότητα στούς στίχους 6-10 πού ἀναφέρεται στήν ἄσκηση, τή σωματική καί πνευματική. Ὁ ποιμένας, ὁποιουδήποτε ἱερατικοῦ βαθμοῦ, εἶναι διάκονος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό ὁ ἀπόστ. Παῦλος στό στίχο 6 λέει: «Ταῦτα ὑποτιθέμενος τοῖς ἀδελφοῖς καλὸς ἔσῃ διάκονος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐντρεφόμενος τοῖς λόγοις τῆς πίστεως καὶ τῆς καλῆς διδασκαλίας ᾗ παρηκολούθηκας».Ὅλα ὅσα εἶναι σωστά καί ἔχουν σχέσι εἴτε μέ τό δόγμα τῆς πίστεως, εἴτε μέ τή ζωή τῆς χάριτος, εἶναι ἀνάγκη νά τά διδάσκει συνεχῶς ὁ πνευ-ματικός πατέρας. Νά τά παρουσιάζει ὄχι ὡς ἐπιταγή, ἀλλ’ ὡς παράκληση, «ὑποτιθέμενος τοῖς ἀδελφοῖς».
Τό ποιμαντικό ἔργο δέν εἶναι ἐξουσιαστικό. Εἶναι διακονικό. Ἀπαιτεῖ πολλή ταπείνωση καί διάθεση προσφορᾶς. Ὁ ποιμένας εἶναι ἕνας καθη-μερινός τροφοδότης τοῦ λαοῦ. Καί φυσικά, γιά νά τροφοδοτήσει τούς ἄλλους, πρέπει πρῶτα ὁ ἴδιος νά εἶναι τροφοδοτημένος μέ τό λόγο τῆς ἀλήθειας. Ζεῖ «ἐντρεφόμενος τοῖς λόγοις τῆς πίστεως καί τῆς καλῆς διδα-σκαλίας».
Δυστυχῶς ἄν κάνουμε μιά ἀπόπειρα αὐτοκριτικῆς θά ἀνακαλύψουμε ὅτι δέν ἀνεφοδιαζόμαστε ὅλοι ὅσο θά ἔπρεπε μέ τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν πατερικῶν κειμένων τῶν «ἁγ. πατέρων» τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἔτσι παραμένουμε φτωχοί καί ξηροί. Δέν πάσχουμε ἀπό ἔλλειψη πνευματικῆς τροφοδοσίας. Τά πνευματικά βιβλία στίς μέρες μας εἶναι θε-αματικά περισσότερα ἀπό κάθε ἄλλη ἐποχή. Προτιμοῦμε νά σπαταλοῦμε πολύτιμο χρόνο στά Μ.Μ.Ε τοῦ κόσμου, παρά νά μελετοῦμε τόν πομπό τοῦ οὐρανοῦ, τήν Ἁγ. Γραφή. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος τονίζει σχετικά: «Ὥσπερ τήν τροφήν ταύτην καθ’ ἑκάστην ἡμέραν προσφερόμεθα, οὕτω, φη-σί, καί τούς περί πίστεως ἀεί λαμβάνομεν, ἀεί τούτοις τρεφόμεθα» (Ε.Π.Ε. 23, 312). Δηλαδή, ὅπως ἀκριβῶς τήν ὑλική τροφή τήν τρῶμε καθημερινά, ἔτσι πρέπει πάντοτε νά ἀπολαμβάνουμε καί τά λόγια τῆς Γραφῆς. Καθη-μερινή νά εἶναι ἡ πνευματική μας τροφή.
Ὁ ἀπόστ. Παῦλος εἶχε τρομερή εὐαισθησία στό θέμα τῆς ἀλλοιώσεως τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Σ’ ὅλες σχεδόν τίς ἐπιστολές του καυτηριάζει τήν τάση νά σερβίρωνται παραμύθια σάν ἀλήθεια. Καί ἐδῶ στό στίχο 7 σημειώνει: «Τοὺς δὲ βεβήλους καὶ γραώδεις μύθους παραιτοῦ, γύμναζε δὲ σεαυτὸν πρὸς εὐσέβειαν».
Οἱ γραώδεις μύθοι, γιά τούς ὁποίους μιλάει ὁ ἀπόστ. Παῦλος, κυρίως ἀναφέρονται σέ ζητήματα τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, πού ἦταν τυπικά ἤ εἶχαν συμβολική ἄλλοτε σημασία καί τώρα καταργήθηκαν στή νέα ἐν Χριστῷ Ζωή.
Ὁ Χριστιανισμός εἶναι πρόοδος. Ἀπ’ τή σκιά τοῦ Νόμου, προχωρεῖ στό ἔκπαγλο φῶς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τόν Παῦλο, λέει, ὅτι τό νά γυρίσουν οἱ χριστιανοί πίσω στίς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, μοιάζουν σάν νά βλέπεις νά θηλάζει ἀπ’ τό μαστό τῆς μητέρας ἕνας ἄνδρας εἴκοσι ἐτῶν! Τό θήλασμα εἶναι γιά τά βρέφη. Γιά τούς μεγάλους εἶναι ἡ στερεά τροφή. « Ἐννόησον γάρ μοι ἄνδρα μετά εἴκοσι ἔτη τῷ μαστῷ προσάγοντα ἑαυτόν τῆς τίτθης, πῶς ἐστί καταγέλαστος, διά τό ἄκαιρον. Ὁρᾶς πώς καί ἀκάθαρτα αὐτά εἶπε καί γραώδη; Τό μέν διά τό παλαιόν, τό δέ διά τό ἐμποδίζειν τῇ πίστει» (Ε.Π.Ε 23, 312).
Στόν ἑπόμενο στίχο 8 ὁ ἀπόστ. Παῦλος ἱεραρχεῖ καί ἀξιολογεῖ τό σω-ματικό καί πνευματικό ἀγώνα. «Ἡ γὰρ σωματικὴ γυμνασία πρὸς ὀλίγον ἐστὶν ὠφέλιμος, ἡ δὲ εὐσέβεια πρὸς πάντα ὠφέλιμός ἐστιν, ἐπαγγελίας ἔχουσα ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης».
Ὅσο διαφέρει, ὡς πρός τήν ἀξία, τό σῶμα ἀπ’ τήν ψυχή, τόσο διαφέρει καί ἡ σωματική γυμνασία ἀπ’ τήν πνευματική. Δέν καταδικάζεται, λοιπόν ὁ ἀθλητισμός, ὅταν σωστά ἱεραρχεῖται στόν ἄνθρωπο. Ὅταν, δηλαδή, γυ-μνάζεται τό σῶμα μέ μέτρο καί μέ σεμνότητα, ἀσφαλῶς ὁ ἀθλητισμός εἶναι ὠφέλιμος.
Ὁ χριστιανός σέβεται τό σῶμα. Φροντίζει ὅμως περισσότερο τήν ψυ-χή, πού εἶναι ἀθάνατη. Γι’ αὐτό ἡ «εὐσέβεια», πού ἰσοδυναμεῖ ἐν προκειμένῳ μέ πνευματική γυμνασία εἶναι ὠφέλιμος «πρός πάντα». Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει: «Καί τίνος ἕνεκεν, φησίν, ἐμνήσθη ταύτης τῆς σωματικῆς γυμνασίας; Ἀπό συγκρίσεως τήν ὑπεροχήν ταύτης δηλῶν, ὅτι ἐκείνη μέν καί πόνους ἔχουσα πολλούς, οὐδέν ἔχει τό κέρδος, οὐδέ ἄξιον λόγου, αὕτη δέ διηνεκές καί ἄφθονον» (Ε.Π.Ε. 23, 318). Δηλαδή: Καί γιά ποιό λόγο, λέει, θυμήθηκε τή σωματική ἄσκηση; Γιά νά κάνει σύγκριση καί νά φανερώσει τήν ὑπεροχή τῆς πνευματικῆς ἀσκήσεως. Ἡ σωματική, καίτοι κοπιαστική, δέν ἔχει μεγάλο κέρδος, οὔτε τίποτε τό ἀξιόλογο. Ἡ πνευματική ἔχει κέρδος πλούσιο καί αἰώνιο.
Ὁ ἀπόστ. Παῦλος πρῶτος αὐτός ἀγωνιζόταν. Δέν εἶναι ὁ ἴδιος νωχε-λής. Πρῶτος ἐκεῖνος σκληραγωγεῖται στά πνευματικά γυμνάσματα, κι ἔτσι γίνεται ἀξιόπιστος ὅταν καλεῖ στήν ἀνυπολόγιστη ὠφέλεια τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα: «Πιστός ὁ λόγος καί πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος». Κανέ-νας κόπος καί πόνος γιά τόν χριστιανό δέν πηγαίνει χαμένος. Αὐτό στή συνέχεια στό στίχο 10 τονίζει ὁ ἀπόστ. Παῦλος: «Εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν».
*
Προχωροῦμε στήν τρίτη ἑνότητα πού εἶναι οἱ στίχοι 11-16, μέ γενικό θέμα: Τύπος καί ὑπογραμμός. Τό πρῶτο, λοιπόν, πού στίς προσωπικές συμβουλές τονίζει ὁ ἀπόστ. Παῦλος, εἶναι ἡ ἀνάγκη παραγγελίας καί δι-δασκαλίας.Τή διάκριση αὐτή ὑπογραμμίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, λέγοντας χα-ρακτηριστικά: Ἀπ’ τά πράγματα μερικά βέβαια ἔχουν ἀνάγκη ἀπό διδα-σκαλία, ἐνῶ ἄλλα ἀπό προσταγή… Μ’ αὐτό ἐννοῶ τό ἑξῆς: Τό νά μήν εἶναι κανείς πονηρός, αὐτό δέν χρειάζεται νά τό διδάσκει, ἀλλά νά τό δια-τάζει καί νά τό ἀπαγορεύει μέ ἀπόλυτο τρόπο. Τό νά μήν ἰουδαΐζει κανείς, χρειάζεται διαταγή. Ἄν ὅμως λές στόν ἄλλον, ὅτι πρέπει νά δίνει τά ὑπάρχοντά του, ὅτι πρέπει νά παρθενεύει, ἄν πρόκειται γιά θέματα τῆς πίστεως, ἐδῶ τή θέση τήν ἔχει ἡ διδασκαλία. Γι’ αὐτό ὁ Παῦλος ἀναφέρει καί τά δύο: «Καί παράγγελε καί δίδασκε».
Μερικοί θεωροῦν κώλυμα τήν ἡλικία. Δέν εἶναι διατεθειμένοι ν’ ἀκούσουν ἕνα λόγο, ἔστω κι ἄν εἶναι ἀπόλυτα σωστός, ἀπό πρόσωπο νεώτερό τους. Ὁ ἀπόστ. Παῦλος ἀναγκάζεται νά τονίσει τό θέμα αὐτό, καί γιά τόν εἰδικό λόγο, διότι ὁ Τιμόθεος ἦταν νεαρός στήν ἡλικία. Γράφει στό στ. 12. «Μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω».
Γιά τόν Τιμόθεο ἡ βαρύτητα δέν ἔπεφτε στήν ἡλικία. Εἶχε σχέση μέ τήν ἀρετή. Ἦταν θά λέγαμε ἀληθινά «παιδαριογέρων». Εἶχε μεστώσει πνευματικά. Γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Ἕως ἀντίρροπον ἐπιδεικνύει βίον, οὐκέτι διά τήν ἡλικίαν τίς καταφρονήση» (Ε.Π.Ε. 23, 330). Δηλαδή: Ὅσο θά δείχνεις ἀντάξιο τρόπο ζωῆς, κανένας δέ θά σέ καταφρονήσει ἐξ αἰτίας τῆς ἡλικίας σου.
Ἀντίρροπο, ἀντίβαρο τῆς ἡλικίας εἶναι ὁ βίος, ἡ πολιτεία, ἡ ἐνάρετη ζωή. Γι’ αὐτό στή συνέχεια τοῦ ρητοῦ ὁ ἀπόστ. Παῦλος λέει: «ἀλλὰ τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ». ( στ. 12).
Τύπος εἶναι ὁ κληρικός, ἀλλά καί κάθε πιστός. Τύπος, πρότυπο, ὑπόδειγμα. Γιά νά εἶναι βέβαια ὁ ἴδιος τύπος, ὀφείλει νά ἔχει ὡς τύπον, ὡς ὑπόδειγμα στή ζωή του τόν Ἰησοῦ Χριστόν. Ὁ Χριστός δέν εἶναι μόνο Λυτρωτής μέ τό Στραυρό καί τήν Ἀνάστασή Του. Εἶναι τό πρότυπο ζωῆς μέ τήν ἐπί γῆς πορεία Του καί τή θυσία Του.
Στή συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς στίχο 13 παραπέμπει τόν Τιμόθεο στή συνεχεῖ μελέτη τῆς Γραφῆς: «Ἕως ἔρχομαι πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει, τῇ πα-ρακλήσει, τῇ διδασκαλίᾳ». Ἡ ἀνάγνωση τῆς Γραφῆς εἶναι πνευματικός ἀνεφοδιασμός. Κάθε πιστός μά ἰδιαίτερα ὁ κληρικός πού δέν μελετᾶ κα-θημερινά τήν Ἁγία Γραφή ξεραίνεται πνευματικά.
Ἡ ἀμέλεια τῆς Ἁγ. Γραφῆς εἶναι ἀμέλεια γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς. Εἶναι ἀμέλεια, πού στοιχίζει τήν αἰώνια κόλαση. Λέει σχετικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Ἀκούομεν ἅπαντες καί παιδευόμεθα μή ἀμελεῖν τῆς τῶν Θείων Γραφῶν μελέτης… Ὁ Παῦλος προσέχει μέν τῇ ἀναγνώσει (οὐ γάρ ἔστι μικράν ἀπό τῶν Γραφῶν ὠφέλειαν καρπώσασθαι), ἡμεῖς δέ ραθυμοῦμεν καί παρέργως ἀκούομεν; Καί πόσης οὐκ ἄν εἴημεν κολάσεως ἄξιοι;» (Ε.Π.Ε 23 330-332). Δηλαδή: Ἄς ἀκοῦμε ὅλοι καί ἄς διδασκώμαστε, νά μήν ἀμελοῦμε τή μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν… Ὁ Παῦλος βέβαια προ-σέχει τήν ἀνάγνωση, ἀφοῦ δέν εἶναι μικρή ἡ ὠφέλεια, πού εἰσπράττει κα-νείς ἀπ’ τή Γραφή. Ἐμεῖς δυστυχῶς δείχνουμε ἀδιαφορία. Ἔχουμε τή Γρα-φή ὡς πάρεργο. Καί πόσο κολάσεως ἄξιοι δέν εἴμαστε;
Ὁ ἀπόστ. Παῦλος στή συνέχεια ἐφιστᾶ τήν προσοχή: «Μὴ ἀμέλει τοῦ ἐν σοὶ χαρίσματος, ὅ ἐδόθη σοὶ διὰ προφητείας μετὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου» ( στ. 14). Τό νά εἴμαστε κληρικοί δέν εἶναι δικό μας. Δέν μᾶς ἀξίζει. Δέν μᾶς δόθηκε ἀξιοκρατικά, ἀλλά χαριστικά. Εἶναι τοῦ Θεοῦ χάρισμα. Καί γιά τά χαρίσματα δέν θά ἀμειφθοῦμε. Γιά ἐκεῖνο πού θ’ ἀμειφθοῦμε, εἶναι ἡ συναίσθηση τοῦ χαρίσματος καί ὁ ἀγώνας νά φανοῦμε ἄξιοι καί νά καλλιεργήσουμε τό χάρισμα.
Ὁ Τιμόθεος ἔλαβε τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης μέ ἐπίθεση «τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου». Ἐδῶ ὡς «πρεσβύτεροι» πρέπει νά ἐννοοῦνται οἱ ἐπίσκοποι. Ἔτσι τουλάχιστον ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Πρέπει νά προσέξουμε καί κάτι ἄλλο. Ὁ ἀπόστ. Παῦλος ἦταν Ἀπόστολος, καί μάλι-στα κορυφαῖος. Ἐν τούτοις δέν διοικεῖ μόνος. Δέν ἀναλαμβάνει μόνος τήν εὐθύνη, γιά ν’ ἀναθέσει τό ἔργο τοῦ Θεοῦ σ’ ἕνα πρόσωπο, ἔστω κι ἄν τό πρόσωπο αὐτό εἶναι δικό του πνευματικό τέκνο, ὅπως ὁ Τιμόθεος. Λαμβά-νει μέρος καί τό «σῶμα τοῦ πρεσβυτερίου».
Στή συνέχεια ὁ ἀπόστ. Παῦλος στό στ. 15 κάνει λόγο γιά τήν προκο-πή. «Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι, ἵνα σου ἡ προκοπὴ φανερὰ ᾗ ἐν πᾶσιν». Ἡ προκοπή δέν μπορεῖ νά ἐπέλθει χωρίς μελέτη. Οἱ χριστιανοί μας, μά πρῶτα ἐμεῖς, δέν πρέπει νά πάρουμε διαζύγιο ἀπό τά πνευματικά βιβλία. Θά τούς προτείνουμε ἕνα πνευματικό βιβλίο γιά τήν ἀντιμετώπιση ἑνός πνευματικοῦ τους θέματος. Θά ἐνθαρρύνουμε ἀνθρώπους τῆς ἐνορίας μας, ὥστε νά στηθεῖ ἐν εἴδει μικρῆς ἔκθεσης, μικρός χῶρος, ὅπου οἱ πιστοί μας νά προμηθεύονται πνευματικά βιβλία.
Τονίζει στόν τελευταῖο στίχο 16 ὁ ἀπόστ. Παῦλος : «Ἔπεχε σεαυτῷ καὶ τῇ διδασκαλίᾳ, ἐπίμενε αὐτοῖς· τοῦτο γὰρ ποιῶν καὶ σεαυτὸν σώσεις καὶ τοὺς ἀκούοντας σου». Χρειάζεται προσοχή στή ζωή, νά μήν δημιουργήσου-με σκάνδαλο. Προσοχή καί στή διδασκαλία μας, νά μήν ὁδηγηθοῦμε ἤ ἀφήσουμε ἄλλους νά ὁδηγηθοῦν σέ πλάνη, σέ αἵρεση. Ὁ κληρικός εἶναι ἥλιος. Καί ὅπως ὁ ἥλιος εἶναι ἀφύσικο νά μή φωτίζει τούς ἄλλους, ἔτσι καί γιά τόν ποιμένα εἶναι ἀφύσικο νά μήν ἐνδιαφέρεται γιά τήν σωτηρία τῶν ἄλλων. «Οὐδέν ψυχρότερον χριστιανοῦ ἑτέρους μή σώζοντος» (ἱερός Χρυσόστομος).
*
Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τήν ὁμιλία του ὁ ὁ Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτο-πρεσβύτερος π. Θεόδωρος Γεωργίου, ὁ Σεβασμιώτατος ἐξέφρασε τίς βα-θιές του εὐχαριστίες καί ἐν συνεχείᾳ ὑποβλήθηκαν ἐρωτήματα καί ἔγιναν τοποθετήσεις ἀπό τούς παρόντες Κληρικούς.