Πρῶτος Κατανυκτικός Ἑσπερινός στήν Ἁγία Φωτεινή
Ἔναρξη τῆς εὐλογημένης περιόδουτῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.Πρῶτος Κατανυκτικός Ἑσπερινός στήν Ἁγία Φωτεινή
Μέσα σέ κλίμα βαθιᾶς κατανύξεως καί μεγάλης εὐλάβειας τελέσθηκε τό ἑσπέρας τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς, 14 Φεβρουαρίου 2010, στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τῆς ἁγίας Φωτεινῆς Νέας Σμύρνης ὁ πρῶτος Κατανυκτικός Ἑσπερινός πού λέγεται καί Συγχωρητικός. Πρόκειται γιά τόν Ἑσπερινό μέ τόν ὁποῖο οὐσιαστικά ἀρχίζει ἡ κατ' ἐξοχήν ἱερή περίοδος, ἡ ἱερότερη χρονική περίοδος καί ἡ καρδιά τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Μέ τήν εἴσοδό μας στόν Καθεδρικό ἱερό Ναό, κάθε πιστός ἔπαιρνε τό καλαίσθητο φυλλάδιο πού περιεῖχε ὁλόκληρη τήν ἀκολουθία τοῦ κατανυκτικοῦ Ἑσπερινοῦ, ὥστε νά παρακολουθήσει μέ εὐλάβεια καί κατ' ἔννοιαν τή μοναδική σέ βάθος καί ὡραιότητα ἀκολουθία. Μετά τήν Εἴσοδο καί τό «Φῶς ἱλαρόν ἁγίας δόξης», οἱ Ἱερεῖς ἄφησαν τά λαμπερά τους ἄμφια, γιά νά ἐνδυθοῦν τά σκουρόχρωμα γιά τό «συνεσκιασμένον καί πενθηρόν καί μυστικόν» τῆς κατανυκτικῆς αὐτῆς περιόδου. Τότε εἶναι πού ἀκούστηκε καί τό Μέγα προκείμενον (σέ Ἦχο πλ. δ'), ὡς κραυγή τοῦ πιστοῦ γεμάτη ἐλπίδα καί φῶς μέσα στό σκοτάδι καί τήν ἀπογοήτευση: «Μή ἀποστρέψῃς τό πρόσωπόν σου ἀπό τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι· ταχύ ἐπάκουσόν μου· πρόσχες τῇ ψυχῇ μου, καί λύτρωσαι αὐτήν». * * * Ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ προχώρησε καί πρίν ἀπό τό «Νῦν ἀπολύεις» ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Συμεών ἐξεφώνησε τήν πρώτη Ὁμιλία τῶν κατανυκτικῶν Ἑσπερινῶν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ὁ Σεβασμιώτατος, ἀνάμεσα στά ἄλλα, τόνισε ἰδιαίτερα τά ἑξῆς σημεῖα: «Εὐλογημένη περίοδος εἶναι ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή πού ξεκινάει ἀπόψε· συνηγμένοι ὅλοι ἐν μέσῳ Ἐκκλησίας, συνενώνουμε τίς καρδιές μας καί κινοῦμε τά χείλη μας ὥστε νά δοξάσουμε τόν Θεό καί Πατέρα μας, νά κατανοήσουμε τό νόημα τῆς περιόδου, πού ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀφήνει γιά μία ἀκόμη φορά νά εἰσέλθουμε, καί νά ἀξιωθοῦμε νά προσκυνήσουμε τά Ἅγια Πάθη του καί νά κοινωνήσουμε τῆς πασχάλιας χαρᾶς. Ποιό εἶναι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας; Ποιός ὁ σκοπός τῆς ὑπάρξεώς της; Μήπως εἶναι μόνο οἱ ναοί; Ἤ ἡ περιουσία της, πού τόσος θόρυβος -καί μάλιστα ἐπίμονος- γίνεται στίς μέρες μας; Μήπως ὑπάρχει ἁπλῶς ὡς ἕνας κοινωνικός θεσμός, ἀνάμεσα σέ τόσους ἄλλους; Ἤ μήπως ἀποτελεῖ τό δεκανίκι τῆς πολιτείας, πού ἀποβλέπει νά καταστέλλει πάθη καί ἀναταραχές; Ἤ μήπως ὑπάρχει γιά νά ἐκφοβίζει τούς πιστούς μέ ἀπειλές καί κολάσεις; Ἐφέτος, λοιπόν, σκοπεύουμε νά προσεγγίσουμε τό κεφαλαιῶδες θέμα τῆς Ἐκκλησίας, μέ ἀφετηρία τό ἐρώτημα ποιά εἶναι ἡ συνείδηση τῆς ἴδιας γιά τόν ἑαυτό της. * Ἡ λέξη ἐκκλησία προέρχεται ἀπό τό ἐκ-καλῶ, πού σημαίνει συναθροίζω, συνάγω· καί ἐκκλησία σημαίνει συνέλευση, συνάθροιση. Στόν ἑλληνικό κόσμο, ἡ λέξη ἐκκλησία ἀναφέρεται στή συνάθροιση τοῦ λαοῦ, στήν ἐκκλησία τοῦ δήμου. Στήν Παλαιά Διαθήκη χρησιμοποιεῖται ἡ ἑβραϊκή λέξη qahal, πού ὑποδηλώνει τή συνέλευση τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ· καί μέ τή φράση qahal Jahve ἀποδίδεται ἡ συναγωγή, ἡ θρησκευτική συνάθροιση. Ἄν ἔρθουμε στή Καινή Διαθήκη, παρατηροῦμε ὅτι ὁ ὅρος ἐκκλησία χρησιμοποιεῖται 144 φορές καί ὑποδηλώνει τό ἄθροισμα, τό σύνολο, τήν οἰκογένεια τῶν εἰς Χριστόν βαπτισθέντων. Εἰδικότερα, ἀπαντοῦν οἱ ἐκφράσεις «κατ' οἶκον ἐκκλησία», ὅπως τῶν περίφημων ἀποστόλων τῆς Κορίνθου Ἀκύλα καί Πρίσκιλας (Α΄ Κορ. 16,19)· ἐκκλησία πόλεως, ὅπως τῆς Ἐφέσου καί τῆς Σμύρνης (Ἀποκ. 1,11· 2,8)· ἐκκλησία ἐπαρχίας, ὅπως τῆς Γαλατίας (Α΄ Κορ. 16,1· Γαλ. 1,2)· καί ἐκκλησία εὐρύτερης περιφέρειας, ὅπως «ἡ ἐκκλησία καθ' ὅλης τῆς Ἰουδαίας καί Γαλιλαίας καί Σαμαρείας» (Πράξ. 9,31)· εἶναι ἡ καθολική Ἐκκλησία, συγκροτούμενη ἀπό διάφορες τοπικές ἐκκλησίες. * Ἡ προέλευση τῆς Ἐκκλησίας ἀνάγεται στόν Θεό, ὄχι στούς ἀνθρώπους. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει θεία προέλευση, ὑπερφυσική, οὐράνια. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ φανέρωσή της, ἡ ὁποία «οὐκ ἐστι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰωάν. 18,36). Μέ λίγα λόγια, ἡ Ἐκκλησία εἶναι μυστήριο, μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ ἱερός Αὐγουστίνος ὁρίζει τήν Ἐκκλησία ὡς τόν Χριστό παρατεινόμενο στούς αἰῶνες. Δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στό ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ ἀρχηγός καί ἡ κεφαλή της. * Συμβολικές ἐξεικονίσεις τῆς Ἐκκλησίας ἔχουμε μέσα στήν Καινή Διαθήκη. Ἡ πρώτη ἀπαντᾶ στό 15ο κεφ. τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου: «Ἐγώ εἶμαι τό ἀληθινό κλῆμα, κι ὁ Πατέρας μου εἶναι ὁ ἀμπελουργός... Ἐγώ εἶμαι τό κλῆμα, ἐσεῖς οἱ κληματόβεργες. Ἐκεῖνος πού μένει ἑνωμένος μαζί μου κι ἐγώ μαζί του, αὐτός δίνει ἄφθονο καρπό, γιατί χωρίς ἐμένα δέν μπορεῖτε νά κάνετε τίποτε» (Ἰωάν. 15,1-5). Παραστατικότατη εἰκόνα πού δείχνει τήν ἑνότητα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ὅταν κάποιος ἐπιλέξει νά ζήσει αὐθύπαρκτα, αὐτομάτως παύει νά ὑπάρχει. Ἔτσι, ἡ πνευματική μας ζωή συνιστᾶ οὐσιαστικῶς ἑνότητα μαζί Του. Ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος χρησιμοποιεῖ καί στίς δέκα τέσσερις Ἐπιστολές του τήν εἰκόνα τοῦ σώματος, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σῶμα μέ μία κεφαλή. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας συνιστᾶ ἕνα ὀργανικό σῶμα, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι τά μέλη τοῦ ἀνθρώπινου σώματος ἑνωμένα μεταξύ τους. Καί συμπληρώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅτι «πλήρωμα τοῦ Χριστοῦ ἐστιν ἡ Ἐκκλησία» (πρβλ. Ἐφεσ. 1,23). Ἡ ἔννοια τοῦ πληρώματος συμπεριλαμβάνει καί τόν χαρακτηρισμό τῆς Ἐκκλησίας ὡς «λαοῦ τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Πέτρ. 2,10), λαοῦ τῆς χάριτος, οἴκου Θεοῦ, οἰκοδομῆς Θεοῦ (Β΄ Κορ. 5,1 κ.ἀ.)· ἀκόμη δέ χαρακτηρίζεται καί «κιβωτός», διότι ὅπως στήν παλαιά κιβωτό τοῦ Νῶε διασώθηκαν μόνο ὅσοι εἰσῆλθαν σ' αὐτή, ἔτσι καί τώρα, μέσα στήν Ἐκκλησία διασώζεται, ἁγιάζεται καί ζωοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος. * Τό Ἅγιο Πνεῦμα συνιστᾶ τήν ψυχή τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ἐνοικεῖ καί προεκτείνει τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ δύναμη πού ἀπεργάζεται τό ἕνα Ἅγιο Πνεῦμα. Ἕνας ἀπό τούς πρώτους ἐκκλησιαστικούς Πατέρες, τοῦ ὁποίου τά συγγράμματα ἔπαιξαν καθοριστικό ρόλο στή διαμόρφωση τῆς μετέπειτα χριστιανικῆς θεολογίας, ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος ἐπίσκοπος Λυών, γράφει ὅτι «ὅπου Ἐκκλησία, ἐκεῖ καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ· καί ὅπου τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ καί ἡ Ἐκκλησία καί κάθε χάρη» (Κατά Αἱρέσεων, III, 24, 1). Ἕνας ἄλλος θεολόγος καί διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ 14ου αἰώνα, ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, γράφει ὅτι ἡ Ἐκκλησία «σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις» (Ἑρμηνεία εἰς τήν θείαν Λειτουργίαν, 38, 6· ΡG 150, 452), ζεῖ δηλαδή μέσα στά Μυστήρια, κυρίως καί πρωτίστως στή θεία Εὐχαριστία. Τήν Ἐκκλησία συνιστοῦν τά μυστήρια, πού συνεπάγονται ἐσωτερική μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στό θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Στά μυστήρια ἡ φύση τῆς Ἐκκλησίας γίνεται καταληπτή. Ἐπίσης, μία ἀπό τίς σημαντικότερες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, πού ἔδρασε στά τέλη τοῦ πρώτου, μέ ἀρχές τοῦ δευτέρου αἰώνα, καί ἀποκαλεῖται ἀποστολικός Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ Ἐκκλησία χωρίς τούς ποιμένες της «Ἐκκλησία οὐ καλεῖται» (Τραλλ. 3). Ἡ ἱερωσύνη εἶναι τό ὑπέρτατο ἀγαθό τῆς Ἐκκλησίας, καθώς μέ τούς λειτουργούς καί τούς ποιμένες της διακονεῖται τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἐκκλησιαστικός συγγραφέας καί ἐπίσκοπος Καρχηδόνας ἅγιος Κυπριανός γράφει ὅτι «extra ecclesiam nulla salus» καί «salus extra ecclesiam non est» (Ἐπιστολή 72 πρός Ἰουβαϊανό), πού σημαίνει ἀντίστοιχα «ἐκτός Ἐκκλησίας καμία σωτηρία» καί «σωτηρία ἐκτός Εκκλησίας δέν ὑφίσταται». Καί γι' αὐτό ὁ ἴδιος πάλι λέει ὅτι ὅποιος δέν ἔχει τήν Ἐκκλησία γιά Μητέρα, δέν ἔχει τόν Θεό γιά Πατέρα. Ἑπομένως, τό παλιό σύνθημα πού ἔλεγε «ναί στόν Χριστό, ὄχι στήν Ἐκκλησία», ἦταν ἑνα ψεύτικο σύνθημα. * Ἐκκλησία σημαίνει πίστη, ἀποκάλυψη φανέρωση τοῦ Θεοῦ. Ἐκκλησία εἶναι κοινωνία προσώπων, κοινότητα ἀδελφῶν. Ἐδῶ ἐπικρατεῖ τό αἴσθημα τοῦ ἀνήκειν. Στήν Ἐκκλησία συγκροτεῖται ἀδελφότητα πιστῶν καί μᾶς χαρίζεται ἡ θεία υἱοθεσία. Καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅλοι ἀπόψε ἐδῶ εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μέ προοπτική καί ὅραμα· ὅλοι ὅσοι εἴμαστε μέλη τῆς οἰκογένειας τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Μέσα στήν Ἐκκλησία πραγματώνεται ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, πού εἶναι κοινωνία ἀγάπης. Κοινωνία ἀδελφῶν· συμφωνία προσώπων, συνηγμένων «ἐπί τό αὐτό» (Πράξ. 2,1). Ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας δέν εἶναι μιά ἀτομική πορεία, ἀλλά περνᾶ ἀνάμεσα ἀπ' τούς ἄλλους, τούς ἀδελφούς μας». * * * Στό τέλος τοῦ πρώτου αὐτοῦ κατανυκτικοῦ Ἑσπερινοῦ, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Συμεών, ὁ ἱερός Κλῆρος καί ὁ πιστός λαός τῆς Νέας Σμύρνης ζητήσαμε συγχώρηση ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο καί εὐχηθήκαμε νά εἶναι καλή καί εὐλογημένη καί ἡ ἐφετινή Μεγάλη Τεσσαρακοστή. |